Μ11: Κουβαλήματα

Μ11: Κουβαλήματα

- in Μυθιστορία
0

Η ιστοριούλα μπορεί να είναι ιαπωνική, κινέζικη, ινδική. Τη συνάντησα με μικροδιαφορές και στις τρεις κουλτούρες.

– – – – –

Ήταν φθινόπωρο και με τις βροχές φούσκωσαν τα ρυάκια και τα ποτάμια και μεγάλωσαν οι λακκούβες στους δρόμους γεμάτες νερό.

Δυο μοναχοί, ένας νεαρός κι ένας ηλικιωμένος, είχαν ψωνίσει τρόφιμα στο χωριό κοντά στο μοναστήρι τους. Ο νεότερος κουβαλούσε ένα σακί ρυζιού και ο πρεσβύτερος μια σακούλα ρεβίθια. Συζητούσαν πρόσχαρα προβλήματα ηθικής.

Στην άκρη του χωριού μια νέα κοπέλα στεκόταν στην όχθη του ρυακιού που τώρα έτρεχε ορμητικά και δίσταζε να το διασχίσει, παρότι δεν ήταν βαθύ και υπήρχαν μεγάλες πέτρες πάνω στις οποίες μπορούσε κάποιος να πατήσει.

Ο νεαρός κοίταξε την κοπέλα με αμηχανία και γρήγορα απέτρεψε τη ματιά του.

Ο άλλος πλησίασε την κοπέλα και με το ελεύθερο χέρι του τη βοήθησε να δρασκελίσει το νερό από πέτρα σε πέτρα και να πάνε μαζί στην άλλη όχθη, όπου και την άφησε κι εκείνη τον ευχαρίστησε.

Οι μοναχοί συνέχισαν τον δρόμο τους προς το μοναστήρι μα τώρα πήγαιναν σιωπηλοί, δίχως όρεξη για συζήτηση.

Αφού παρέδωσαν τα τρόφιμα, πήγε ο καθένας στα ιδιαίτερα καθήκοντά του ως τον εσπερινό διαλογισμό.

Το βράδυ συναντήθηκαν καθώς πήγαιναν στην τραπεζαρία για δείπνο και χαιρετίστηκαν. Ο νεαρός κοίταζε περίεργα τον ηλικιωμένο.

“Η πειθαρχία μας,” είπε κοκκινίζοντας, “απαγορεύει να αγγίζουμε γυναίκα”.

Ο άλλος τον κοίταξε απορημένος για μια στιγμή. Μετά είπε: “Α ναι! Εγώ άφησα την κοπέλα στην όχθη. Εσύ όπως βλέπω την κουβαλάς ακόμα!”

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *