1. Η συντεχνία είναι ένας πανάρχαιος θεσμός άρρηκτα συνδεδεμένος με τις παραδοσιακές και τώρα λησμονημένες κάστες. Δυστυχώς, στη μοντέρνα προοδευτική εποχή μας η αρχική δομή και φύση της συντεχνίας έχει λησμονηθεί και αντικατασταθεί από τον συνδικαλισμό.
Επειδή οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες, στην αρχαιότητα ως και τον “σκοτεινό Μεσαίωνα” οι άνθρωποι έδιναν σημασία στο απαραίτητο παραγνωρίζοντας και παρακάμπτοντας όσο μπορούσαν το περιττό. Σήμερα μάλλον το περιττό μας απασχολεί και μελετάμε πράγματα που δεν αξίζουν ως επί το πλείστον την προσοχή μας.
Ίσως ήταν απαραίτητο κάποια ώρα οι “καλές τέχνες” και η αισθητική κάλλους που συνδέθηκε μαζί τους να ξεχωρίσουν από τις χειρωνακτικές τέχνες (του λιθοξόου, ξυλουργού, σιδερά κλπ.), τα προϊόντα των οποίων τώρα παράγονται μαζικά από βιομηχανίες. Όπως παράλληλα η ανωνυμία που τηρούνταν τότε στις τέχνες να παραγνωριστεί και οι καλλιτέχνες να γίνονται γνωστοί βάζοντας το όνομά τους στα έργα τους.
2. Σε παλαιότερα χρόνια το επάγγελμα ήταν συνήθως κληρονομικό. Ο γιος του αγγειοπλάστη γινόταν αγγειοπλάστης· του γεωργού γεωργός· του εμπόρου έμπορος.
Μπορεί να υπήρχε σε ορισμένους κύκλους σνομπισμός και να θεωρούσαν κάποια επαγγέλματα κατώτερα στην τάξη των παραγωγών, μα όλα ήταν απαραίτητα και κληρονομικά.
Η λέξη “επάγγελμα” δείχνει πως πρόκειται για μια λειτουργία που “υπόσχεται, εξαγγέλλει”, μια υπηρεσία ή την παραγωγή αγαθών.
Στα Αγγλικά η λέξη “vocation” έχει περίπου την ίδια έννοια. Ενώ η λέξη “calling” δείχνει μια εσωτερική ενέργεια: το επάγγελμα, η απασχόληση, είναι κάτι που “καλεί” (=calls) τον άνθρωπο.
Έτσι, πολλά από τα ονόματα που έχουν δοθεί σε πράγματα και σε διαδικασίες ή ενέργειες που κάνουμε δείχνουν μια κεντρική ιδιότητα που έχει ξεχαστεί στις μέρες μας. Και ο μεγάλος Γερμανός μύστης Μάστερ Έκχαρτ (1260-1328) έγραψε: «Ας μη σκεφτόμαστε πολύ για το τι πρέπει να κάνουμε, αλλά μάλλον για το τι είμαστε. Τα έργα μας δεν μας εξευγενίζουν· εμείς πρέπει να εξευγενίζουμε τα έργα μας.»
3. Από την αρχαιότητα οι διάφοροι επαγγελματίες ίδρυαν τη συντεχνία τους. Και η συντεχνία είχε το στοιχείο της κληρονομικότητας. Υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες στη Ρώμη τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα κχ. Ο πάτερ-φαμίλιας, ο οικογενειάρχης, κληροδοτούσε στον κληρονόμο του όχι μόνο τη βιολογική κατάστασή του, σωματικά χαρακτηριστικά και παθογένειες, μα και το όνομα και την περιουσία και την επαγγελματική δραστηριότητά του.
Αλλά η όποια επαγγελματική ασχολία, η όποια τέχνη (ξυλουργική, καλλιέργεια, εξύφανση κλπ.), συνδεόταν με κάποια θεότητα και κάποιες (θρησκευτικές) ιεροτελεστίες. Αυτή η πλευρά διασώθηκε ως τις μέρες μας στη “μασονία”. Οι μασόνοι ξεκίνησαν ως ξυλουργοί και αρχιτέκτονες και μετά τεχνίτες της πέτρας (και του μαρμάρου). Σήμερα είναι μια μυστική, αποκρυφιστική οργάνωση τα μέλη της οποίας δεν έχουν σχέση με αρχιτεκτονική ή οικοδομική δραστηριότητα και ανήκουν σε πολλά επαγγέλματα. Διατήρησαν μόνο τη στενή σχέση και κλειστή οργάνωση.
4. Αυτή η στενή, κλειστή οργάνωση αφορούσε μια τέχνη που για τους σχετιζόμενους επαγγελματίες είχε μια ιερή κρυφή άποψη (arcanum magisterium ‘απόκρυφη μεγαλειότητα’) με λατρεία θεοτήτων.
Για παράδειγμα οι μεταλλουργοί συνδέονταν με τη λατρεία του Ήφαιστου (Vulcan στη Ρώμη) ή του Ηρακλή ή της Αφροδίτης Κυπρίδος (=χαλκός). Η υφαντουργική (κλώσιμο, γνέσιμο, εξύφανση) σχετιζόταν με τους Ορφικούς και Διονυσιακούς και αργότερα με τη Ρωμαία Minerva. Οι ιατρομάντεις σαν τον φιλόσοφο Παρμενίδη και άλλους σχετίζονταν με την Περσεφόνη, την Αθηνά, τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα. Υπήρχαν αργότερα αντιστοιχίες στη Ρωμαϊκή κουλτούρα.
Στην αρχαία Ινδία, για να πάμε μακριά στην Ανατολή, η μεταλλουργία και άλλες τέχνες σχετίζονταν με τον θεό Bṛhaspati (που ήταν και αρχιερέας των θεών) ή τους Ṛbhu, ενώ οι θεραπευτές με τους δίδυμους Aśvinau και τους Rudra και Soma.
5. Όλες οι συντεχνίες είχαν αυστηρούς κανόνες όχι μόνο για τη λατρεία των σχετικών θεοτήτων και των συνοδευτικών τελετουργιών μα και την καθημερινή επαγγελματική, κοινωνική και οικογενειακή συμπεριφορά των μελών τους: έπρεπε να είναι ανεπίληπτοι επαγγελματικά και ηθικά.
Ο Πλούταρχος (Νουμάς, 17) μας λέει πως ο Ρωμαίος νομοθέτης Νουμάς, δεύτερος βασιλεύς μετά τον Ρωμύλο, θεσμοθέτησε πως οι κολεγίες ιερέων εκτελούσαν και τη ξεχωριστή λατρεία κάθε επαγγελματικής συντεχνίας. Κάθε αναγνωρισμένη οργάνωση είχε τον δικό της ναό και τον δικό της magister ανώτερο σύμβουλο ή πρόεδρο που ήταν συνήθως και ο ιερέας της.
Παρόμοια παράδοση διατηρήθηκε και στις μεταγενέστερες γερμανικές συντεχνίες (Gilden) όπου οι συντεχνίτες είχαν τον δικό τους προστάτη άγιο (ή αγία) κι έμεναν δεμένοι μαζί για όλη τους τη ζωή. Σε μεσαιωνικά εγχειρίδια ιστορούνται περιστατικά όπου μέλη μιας συντεχνίας, όπως των αρχιτεκτόνων μασόνων, θανατώθηκαν διότι παραβήκαν τους κανόνες της συντεχνίας, την εγκατέλειψαν ή αποκάλυψαν τα μυστικά της.
Για να γίνει κάποιος πλήρες μέλος και αναγνωρισμένος επαγγελματίας, δεξιοτέχνης και αφεντικό έπρεπε να μαθητεύσει για πολλά έτη σε έναν master/meister προτού του δοθεί άδεια. Η κλειστή οργάνωση προστάτευε την τέχνη (όχι για μονοπωλιακή εκμετάλλευση αλλά) ώστε οι συμπολίτες να έχουν τη καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση και ποιότητα αγαθών.
Επρόκειτο για μια πολύ διαφορετική ιδέα από τα μοντέρνα συνδικάτα, έναν πραγματικά προοδευτικό, πολιτισμένο θεσμό αλληλεγγύης, εξυπηρέτησης και προσφοράς.
Είναι κι αυτό παράδειγμα της Παρακμής Πολιτισμού στις μέρες μας.