Στην αρχή ο κόσμος τους ήταν ολοσκότεινος. Οι άνθρωποι και τα άλλα πλάσματα ζούσαν σε μαύρη σκοτεινιά. Μα επειδή δεν γνώριζαν το φως ή άλλο κόσμο, νόμιζαν πως έτσι ήταν η φύση όλη! Κανείς δεν τους είχε διδάξει κάτι διαφορετικό.
Μα κάποια ώρα κάποιοι δυσανασχέτησαν και άρχισαν να εκφράζουν τη σκέψη τους. «Είναι μόνο τέτοιος ο κόσμος; Δεν υπάρχει άραγε άλλος κόσμος; Κάπου ίσως, κάπου πρέπει να υπάρχει άλλος κόσμος, διαφορετικός.»
Και τότε ο Τυφλοπόντικας έκανε γνωστή την παρουσία του γρατζουνώντας δυνατά το χώμα με τα σουβλερά νύχια του. Οι γέροντες στράφηκαν σε κείνον και ρώτησαν:
«Εσύ Τυφλοπόντικα, φίλε μας, ταξιδεύεις κοντά και μακριά σκάβοντας προς τα πάνω και προς τα κάτω σε κάθε κατεύθυνση. Πες μας, φίλε, αν βρήκες να υπάρχει κάπου κάποιος διαφορετικός κόσμος.»
«Ναι ταξιδεύω σε κάθε κατεύθυνση στο ατελείωτο σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν βλέπω. Μα όταν ταξιδεύω προς τα πάνω, ναι, νιώθω την ατμόσφαιρα ν’ αλλάζει, να έχει άλλον αέρα. Εσείς που έχετε όραση μπορεί να δείτε και άλλες διαφορές. Ίσως αν ερχόσασταν μαζί μου προς τα πάνω, ίσως να βρίσκατε άλλον κόσμο.»
«Μα πώς θα πάμε;» ρώτησαν οι γέροντες αβέβαιοι. «Πώς θα ξέρουμε;»
«Α, ακολουθήστε με, φίλοι μου! Θα σας πω εγώ πού και πότε!» είπε ο Τυφλοπόντικας. «Διότι θα νιώσω την αλλαγή στον αέρα.»
Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι μπήκαν σε μια γραμμή και ακολούθησαν τον Τυφλοπόντικα που άρχισε να σκάβει ένα πέρασμα με τα κοφτερά νύχια του προς τα πάνω. Κάποτε πήγαινε ίσια, κάποτε λοξά. Οι άνθρωποι έπαιρναν το χώμα που έβγαζε ο οδηγός τους και το περνούσαν ο ένας πίσω στον άλλον έτσι που το πέρασμα μπροστά τους να ήταν καθαρό. Μα σιγά σιγά πίσω τους το χώμα στοιβαζόταν και σε ένα σημείο έφτασε ψηλά και έκλεισε τον δρόμο προς τα πίσω. Έτσι ποτέ δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω αφού το τούνελ είχε μπλοκαριστεί!
Κάποια ώρα, ο Τυφλοπόντικας εισέπνευσε βαθιά, τρεμούλιασε κι έπαψε να σκάβει. Οι άνθρωποι πέρασαν ξαφνικά σ’ έναν χώρο γεμάτο φως που τους έλουσε σαν μεγάλη ευλογία – η οποία όμως αρχικά τους τύφλωσε.
Σκέπασαν τα μάτια τους με τις παλάμες τους κατατρομαγμένοι για να μην καούν, όπως νόμισαν, τα μάτια τους και χάσουν τη νεόφερτη όρασή τους! Μα έτσι βρίσκονταν πάλι σε σκοτάδι κι έλεγαν απορημένοι – «Μα κι εδώ έτσι με σκεπασμένα μάτια, είναι σαν να βρισκόμαστε στο παλιό σκοτάδι. Ούτε κι εδώ μπορούμε να βλέπουμε!»
Μερικοί μάλιστα πρότειναν να γυρίσουν πίσω στον παλιό σκοτεινό κόσμο τους που, τουλάχιστον, τον γνώριζαν και θα ένιωθαν πιο ασφαλείς. Άλλοι όμως επέμεναν να μείνουν αφού, έτσι κι αλλιώς, το τούνελ είχε κλείσει. Άρχισαν να καυγαδίζουν, οπότε άκουσαν μια ψιλή φωνούλα γυναικεία να τους λέει:
«Υπομονή, παιδιά μου! Υπομονή κι εγώ θα σας βοηθήσω!»
«Ποια είσαι, μητέρα!» είπε σαστισμένος ο πρεσβύτερος της φυλής.
«Κατεβάστε τα χέρια σας, σιγά σιγά!» είπε η φωνή. «Περιμένετε όμως. Ξανά σκεπάστε τα μάτια και ξεσκέπαστε τα πάλι. Άλλη μια φορά… Άλλη μια… Έτσι μπράβο!… Να, τώρα βλέπετε!»
Ναι, μετά την τέταρτη φορά τα μάτια τους συνήθισαν ν’ ανοίγουν στο άπλετο φως!
Έβλεπαν την πλημμύρα του φωτός, τη βλάστηση γύρω με το χορτάρι, τους θάμνους και τα δέντρα και ψηλά τον ουρανό. Και κάτω χαμηλά στο χορτάρι διέκριναν τη μικρόσωμη γηραιά Γυναίκα Αράχνη, την προγονική γιαγιά της Γης και των ζωντανών πλασμάτων όλων.
Δίπλα της σηκώθηκαν και στάθηκαν οι Δίδυμοι εγγονοί της, δυο νέοι άντρες γνωστοί αργότερα ως Δίδυμοι του Πολέμου.
«Ναι, είναι τα ανόητα δίδυμα εγγόνια μου! Τώρα όμως που εσείς βγήκατε από τον σκοτεινό, υποχθόνιο κόσμο στον Κόσμο του Γαλάζιου Ουρανού, θέλω να συμπεριφέρεστε πιο συνετά από αυτούς τους δυο. Κοιτάξτε πώς κουβαλούν μαζί τους τα όπλα τους! Ο ένας έχει τόξο και ο άλλος ακόντιο. Μα και οι δύο έχουν ακόμα ένα όπλο βλήμα. Και οι δυο είναι πάντα έτοιμοι για πόλεμο. Αυτό είναι πολύ ανόητο. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να πολεμούν οι μεν ενάντια στους δε. Να το θυμάστε αυτό!»
[Συνεχίζεται…]