Το 1608 ο πατήρ Pierre Biard που ήταν καθηγητής της θεολογίας εστάλη να προσηλυτίσει τους Mi’kmaq που μιλούσαν Algonkian στη Nova Scotia, στις γαλλικές αποικίες που ονομάζονταν τώρα Νέα Γαλλία. Οι Μικμάκ δεν τους άρεσαν μα ούτε οι Γάλλοι άρεσαν σ’ εκείνους. –Έγραψε:
Θεωρούν τον εαυτό τους καλύτερο από τους Γάλλους. Διότι, λένε, «εσείς συνεχώς μαλώνετε και τσακώνεστε μεταξύ σας. Εμείς ζούμε ειρηνικά. Είστε φθονεροί και συνεχώς συκοφαντείτε ο ένας τον άλλο. Είστε απατεώνες και κλέφτες. Είστε άπληστοι – καθόλου γενναιόδωροι ή καλοσυνάτοι. Ενώ εμείς, αν έχουμε κι ένα κομμάτι ψωμί έστω, το μοιραζόμαστε…»
Και ενοχλούσε τον Biard που εκείνοι θεωρούσαν τους ίδιους πλουσιότερους από τους Γάλλους, διότι ενώ οι Γάλλοι είχαν περισσότερα υλικά αγαθά, οι ίδιοι είχαν μεγαλύτερα πλεονεκτήματα έχοντας άνεση, ευμάρεια και χρόνο.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο φραγκισκανός μοναχός Gabriel Sagard έγραφε παρόμοιες εντυπώσεις για τους Ινδιάνους του έθνους Wendat (ή Huron). Σύντομα και αυτός αναγνώρισε πως οι κοινωνικές διευθετήσεις τους ήταν ανώτερες από εκείνες που επικρατούσαν πίσω στη Γαλλία.
Δεν έχουν δικαστήρια. Δεν αγωνίζονται να αποκτήσουν τα υλικά αγαθά της ζωής όπως βασανιζόμαστε εμείς οι χριστιανοί. Ορθά και δίκαια μας επιπλήττει ο ήσυχος τρόπος ζωής τους και οι γαλήνιες διαθέσεις τους για την υπερβολική και αχόρταγη πλεονεξία μας να αποκτήσουμε αγαθά… Ανταποδίδουν άμεσα τη φιλοξενία και δίνουν βοήθεια ένας σε άλλον έτσι που να μην υπάρχει ανάμεσά τους, στις κοινότητες και στα χωριά τους, κανένας στερημένος ζητιάνος, καθώς τα αναγκαία για τη ζωή αγαθά παρέχονται όπως και όπου χρειάζεται. Το θεώρησαν μεγάλο κακό, δε, όταν άκουσαν πως στη Γαλλία υπήρχαν πάρα πολλοί επαίτες και το απόδωσαν στην έλλειψη φιλανθρωπίας και μας επέκριναν γι’ αυτήν.
Ο Sagard εντυπωσιάστηκε επίσης από την ευγλωττία και την ικανότητα των Ινδιάνων να παρουσιάσουν λογική επιχειρηματολογία και να συζητούν για τα κοινοτικά ζητήματά τους σχεδόν καθημερινά. Εκείνοι έβλεπαν, αντίθετα, την ίδια αρπακτικότητα στους τρόπους συζήτησης των Γάλλων καθώς ο ένας διέκοπτε τον άλλο για να πει τα δικά του και καθώς χρησιμοποιούσαν αδύναμα επιχειρήματα. Οι Γάλλοι δεν φαίνονταν ιδιαίτερα έξυπνοι και εκδήλωναν την ίδια απληστία όπως όταν αποκτούσαν αγαθά και δεν ήθελαν να τα μοιραστούν με άλλους.
Τα αποσπάσματα και οι περιγραφές είναι δανεισμένα από το The Dawn of Everything, Penguin Books 2022 (2021), των D. Graeber & D. Wengrow (σ38-39).
Υπήρχε, λοιπόν, ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού στους Ερυθρόδερμους στη Βόρεια Αμερική, εκεί στις μεγάλες λίμνες του ανατολικού Καναδά, όταν τους συνάντησαν οι Γάλλοι άποικοι στα τέλη τους 16ου και αρχές 17ου αιώνα. Δεν ήταν ο κομμουνισμός που ξέρουμε από τη Σοβιετική Ένωση και άλλες χώρες του 20ου αιώνα. Ήταν ένας «βασικός κομμουνισμός» όπου εκτός από ορισμένες γνωστές μορφές κοινοκτημοσύνης, όπως στα χωράφια (τα οποία φρόντιζαν οι γυναίκες), οι άνθρωποι μοιράζονταν άλλα αγαθά και πάντα βοηθούσαν οι μεν τους δε ώστε να μην υπάρχει στέρηση και φτώχεια.
Από την άλλη ο κάθε Ινδιάνος είχε τα δικά του όπλα κι εργαλεία, μα τα προϊόντα της καλλιέργειας και του κυνηγιού, διανέμονταν σε όλους. «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»! Έτσι αυτός ο τρόπος στήριζε αφενός την συλλογική, κοινοτική διαβίωση και αφετέρου την ατομική ελευθερία του καθενός. Τίποτα τέτοιο, σε αντίθεση, δεν διαφαινόταν στον τρόπο ζωής των Γάλλων αποίκων ακόμα και αργότερα, όταν πια αυξήθηκαν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους.
Παρόμοιες συνθήκες επικρατούσαν σε όλες τις φυλές, σε όλες τις κοινότητες, στην περιοχή των μεγάλων λιμνών και των ποταμών, στα Βορειοανατολικά Δάση. Υπήρχε αλληλοβοήθεια, πραγματική συλλογικότητα και συγχρόνως έντονη έκφραση ατομικής ανεξαρτησίας.
Το βιβλίο του G. Sagard: Le Grand Voyage du Pays de Huron (Παρίσι 1632) έγινε δημοφιλές και διαβάστηκε από τους Ευρωπαίους διανοούμενους όπως ο Locke και ο Voltaire. Αργότερα και ο Ένγκελς χρησιμοποίησε τους Iroquois ως πρότυπο για τον πρωτόγονο κομμουνισμό του στο Η Προέλευση της Οικογένειας, Ιδιωτικής Περιουσίας και τους Κράτους (1884).