Κώστας Καλλίτσης
Γιατί το ∆ημόσιο έχει προχωρήσει σε αναστολή αρκετών πληρωμών; Κάποιοι ψιθυρίζουν ότι στις αιτίες συγκαταλέγεται ότι εκτρέπονται λεφτά σε άλλες, έκτακτες λειτουργικές δαπάνες του ευρύτερου δημοσίου τομέα, άλλοι ότι οι Βρυξέλλες ελέγχουν επιμελέστερα τις δαπάνες, άλλοι πάλι υποψιάζονται ότι ίσως μένουν κάποια λεφτά στην άκρη για μη προγραμματισμένες παροχές, όπως, παράδειγμα, οι προαναγγελθείσες αυξήσεις (των πιο υψηλών) συντάξεων και νέες δόσεις παραδοσιακής επιδοματικής πολιτικής, περί τα τέλη του έτους.
Ο σοβαρότερος πάντως –αν όχι μοναδικός, όπως επισήμως διευκρινίζεται– λόγος είναι τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στο εθνικό σκέλος της χρηματοδότησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων: στα πλαίσια του 5ετούς προγραμματισμού, πέρυσι, περιφερειάρχες και υπουργοί έβαλαν στο πρόγραμμα ό,τι και όσα ήθελαν και, για να δείξουν έργο ενόψει των περιφερειακών και άλλων εκλογών, έσπευσαν να στριμώξουν το μεγαλύτερο μέρος από αυτά νωρίς. Ετσι «μπούκωσε» το σύστημα κι άρχισαν να ψιλοαδειάζουν τα ταμεία.
Συμβαίνουν αυτά όταν όλα κινούνται με βάση τον εκλογικό κύκλο, την ψηφοθηρία, ενώ ο κεντρικός έλεγχος είναι αδύναμος, θα πει κάποιος και θα ‘χει δίκιο. Στο τέλος, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θα συντάξει συμπληρωματικό προϋπολογισμό, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες με όλους τους τύπους, χωρίς να φανεί ότι εκτινάσσεται το έλλειμμα.
Το θέμα: όταν όλες –παραδοσιακές και έκτακτες– οι μηχανές οικονομικής μεγέθυνσης είναι εν λειτουργία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης ή δουλεύουν στο φουλ, όπως το ΠΔΕ, η ελληνική οικονομία κινείται με ρυθμούς της τάξης του 2% μόνο, επενδύσεις που να αυξάνουν το παραγωγικό της δυναμικό δεν γίνονται παρά ελάχιστες και η καθ’ ημάς ανεργία διατηρείται σταθερά δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη των 27. Τι σημαίνουν αυτά;
Υποδηλώνουν ότι όταν πάψουμε να δρέπουμε τους καρπούς του ευρωπαϊκού λεφτόδεντρου (ΤΑΑ) και επανέλθει (όπως ήδη έχει αρχίσει να προσγειώνεται) σε μη προεκλογικούς ρυθμούς η εκτέλεση του ΠΔΕ, είναι θεμιτή και εύλογη η πρόβλεψη ότι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης θα πέσει χαμηλότερα, στη διακεκαυμένη ζώνη του 1%, εκεί που ως μέσος όρος ήταν και τα προηγούμενα 50 χρόνια. Και ο ορατός κίνδυνος, το δημόσιο χρέος να μην είναι εξυπηρετήσιμο.
Εκεί κατατείνει η τροχιά – που θα ‘πρεπε να αλλάξει. Προς τα κει κατατείνει το παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο, της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας και, κατά συνέπεια, της εξαιρετικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Η ουσία, πανθομολογούμενη: το μοντέλο στηρίζεται κυρίως στην υψηλή κατανάλωση και λιγότερο στις επενδύσεις (εξ ου το επενδυτικό κενό), οι οποίες, πάλι, γίνονται κυρίως στις (έντασης εργασίας, χαμηλής παραγωγικότητας και μικρής προστιθέμενης αξίας) μεταφορές και κατασκευές – και δη στις κατοικίες. Ετσι, χάνουμε ανταγωνιστικότητα, οι εισαγωγές αγαθών αυξάνονται δυσανάλογα με τις εξαγωγές, το εμπορικό έλλειμμα προκαλεί διαχρονικό άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το τελευταίο διευρύνεται μόλις τσιμπήσει λίγο το ΑΕΠ, εξωθεί σε δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεχή αύξηση του απόλυτου μεγέθους του χρέους.
Πηγή: Καθημερινή