Ο Σίντνι Πουατιέ γεννήθηκε στο Μαϊάμι των ΗΠΑ (Φεβ 1927) από γονείς που ζούσαν στις Μπαχάμες, έτσι αυτόματα έγινε Αμερικανός πολίτης ενώ ήταν και Βρετανός υπήκοος αφού οι Μπαχάμες ήταν τότε αποικία του Στέμματος.
Μεγάλωσε στις Μπαχάμες μα στα 15 του πήγε στο Μαϊάμι και τον επόμενο χρόνο πήγε στη Νέα Υόρκη όπου προσχώρησε στο θέατρο Αμερικανών Νέγρων. Μετά από περιπέτειες και πολλές δυσκολίες (αφού έμαθε να διαβάζει!) το 1955 πήρε τον πρώτο σημαντικό ρόλο του ως νέγρος μαθητής στην ταινία Blackboard Jungle. Μετά πήρε πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως στο The Defiant Ones (1958) και το 1963 κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιίας (ως πρωταγωνιστής) στο Lilies of the Field. Ήταν ο πρώτος μαύρος που το κέρδιζε.
Αργότερα έγινε και σκηνοθέτης, η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη (ΚΒΕ) και οι Μπαχάμες αργότερα τον έστειλαν Πρέσβη στην Ιαπωνία για 10 έτη 1997-2007.
Στην τελευταία συνέντευξή του πριν πεθάνει (6/1/2022) στον Lesley Stahl (Sunday Morning, CBS) είπε με βαθιά συγκίνηση πως ένιωθε μεγάλη λύπη που δεν μπόρεσε να ξανασυναντήσει και να ευχαριστήσει έναν ηλικιωμένο Εβραίο που του έμαθε να διαβάζει. Διότι ο ίδιος είχε φύγει πολύ νωρίς από το σχολείο.
Δούλευε λαντζέρης σ’ ένα εστιατόριο στη ΝΥ και ο Εβραίος κύριος, αφού πληροφορήθηκε για την έλλειψη παιδείας του νεαρού νέγρου προσφέρθηκε να τον διδάξει. Και κάθε βράδυ μετά τη δουλειά του, τον δίδασκε απ’ την αρχή την Αγγλική γλώσσα – τα γράμματα, τις συλλαβές, τις λέξεις, τις προτάσεις, κόμματα, παύλες και τελείες.
Έτσι ο νεαρός νέγρος που έμελλε να γίνει ένας από τους 100 σπουδαιότερους ηθοποιούς για το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ταινιών (1999), έμαθε να διαβάζει.
“Ξεφύλλιζα κάποια εφημερίδα ένα βράδυ και ο ηλικιωμένος κύριος με ρώτησε τι έλεγαν οι ειδήσεις κι εγώ ομολόγησα πως δεν ήξερα γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω. Έμεινε ως αργά και με ρώτησε αν ήθελα να με μάθει. Κι εγώ φυσικά δέχτηκα με μεγάλη χαρά.”
Αν ο νεαρός Πουατιέ δεν μάθαινε να διαβάζει δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ο σταρ, σκηνοθέτης και διπλωμάτης που έγινε.
Μα αργότερα, όταν προσπάθησε να ξαναβρεί τον κύριο, δεν μπόρεσε. Κι έτσι του έμεινε το παράπονο και η θλίψη που δεν μπόρεσε να τον ευχαριστήσει όσο θα ήθελε.