Η φτώχεια δεν οφείλεται πλέον, όπως παλαιότερα, στην ανεργία, έχει γίνει δομικό στοιχείο της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, μιας οικονομίας που παράγει μαζικά νεόπτωχους – ήτοι φτωχούς, που έχουν εργασία με πενιχρούς μισθούς. Πόσοι, λοιπόν, είναι οι συμπατριώτες μας που τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα ενώ έχουν δουλειά, ενώ ενδεχομένως μπαίνουν στην οικογένεια ακόμη και δύο μισθοί κάθε μήνα αλλά, παρά ταύτα, το οικογενειακό τους εισόδημα εξαντλείται πολύ πριν εξαντληθεί ο μήνας; Δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους εργασίες, μια έρευνα κοινής γνώμης και μια οικονομική μελέτη, υπολόγισαν ότι είναι το 40% των ελληνικών νοικοκυριών.
Παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση που οργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα την περασμένη Τρίτη. Η έρευνα κοινής γνώμης, της Metron Analysis, έδειξε ότι το 44% των νοικοκυριών τα φέρνουν ίσα ίσα βόλτα, ενώ για το 40% τα λεφτά τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας – αυτό, δε, ισχύει για το 66% των νοικοκυριών της εργατικής τάξης. Μια άλλη εργασία, η μελέτη που παρουσίασε ο ερευνητής – οικονομολόγος του ΚΕΠΕ, Γιώργος Ιωαννίδης, κατέληγε ότι το εισόδημα εξανεμίζεται πριν τελειώσει ο μήνας για το 40,9% των νοικοκυριών (από 35,9% που ήταν το 2020). Η φθηνή εργατική δύναμη θριαμβεύει ως το συστατικό στοιχείο του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Από τους βασικούς λόγους που δεν μπορεί να ορθοποδήσει το ισοζύγιο πληρωμών είναι ότι παράγουμε κι εξάγουμε αγαθά εντάσεως εργασίας κυρίως, γιατί η εργασία είναι συγκριτικά πάμφθηνη. Κι αν οι επενδύσεις σε σύγχρονο εξοπλισμό και υψηλή τεχνολογία δεν είναι το ατού της ελληνικής οικονομίας, αλλά είναι οι επενδύσεις σε τουριστικές δραστηριότητες, ακίνητα και πρωτογενή τομέα, οι αιτίες βρίσκονται και στο συγκριτικό πλεονέκτημα που βλέπουν οι επενδυτές: το φθηνό εργατικό δυναμικό.
Το οποίο γίνεται φθηνότερο τα τελευταία χρόνια, όχι εξαιτίας της ακρίβειας γενικώς, αλλά εξαιτίας της καθήλωσης των μισθών, ώστε να μην μπορούν να παρακολουθήσουν την άνοδο των τιμών. Γιατί, από τα χρόνια του αποπληθωρισμού, μόνο η αξία της εργασίας (μισθοί) δεν κατάφερε να αναπληρώσει τις απώλειές της, σε αντίθεση με τις αξίες των επιχειρήσεων (βλ. κέρδη) και των ακινήτων (βλ. τιμές – νοίκια), που όχι μόνο έχουν αποκατασταθεί αλλά ξεπερνούν τα προ κρίσης επίπεδά τους. Η εργασία φθηναίνει εξαιτίας της εις βάρος της αναδιανομής. Ο Ν. Χριστοδουλάκης υπολογίζει ότι μέσα στην τελευταία 5ετία μεταφέρθηκαν από τους μισθούς στα κέρδη περίπου 20 δισ. ευρώ. Η αναδιανομή είναι τερατώδης.
Αυτός ο τύπος ανάπτυξης μας πάει πίσω – όχι στη σύγκλιση, αλλά στην απόκλιση από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτή η τάση δεν ανατρέπεται από τους καθ’ ημάς, προς ώρας κάπως υψηλότερους από εκείνους άλλων ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Γιατί, στο μέτρο που αυτή η διαφορά δεν οφείλεται στο ότι εκείνες έχουν ισχυρή βαριά βιομηχανία που πλήττεται από την ενεργειακή κρίση, ενώ εμείς δεν έχουμε τέτοια «βάρη», οι καθ’ ημάς ρυθμοί οφείλονται, αποκλειστικά σχεδόν, στο Ταμείο Ανάκαμψης. Να θυμηθούμε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη: Μια ανάπτυξη που αξίζει το νόημα της λέξης, στις σύγχρονες συνθήκες συνδέεται με την ακριβή εργασία. Η φθηνή εργασία την εμποδίζει. Οπως συμβαίνει (και) σήμερα στη χώρα μας.