Γιατί όμως μένουμε με την ψευδαίσθηση πως το κάθε ξεχωριστό βραχύβιο εγώ νιώθει σαν να είναι αληθινό και μόνιμο Εγώ, ο ένας και ίδιος εαυτός;
Αναμφίβολα όλοι αναγνωρίζουμε τον εγωισμό που δεν αποκολλιέται από την ταλαιπωρημένη οντότητά μας και δεν αποχωρεί από την εξουσία του ορατού ψυχισμού μας.
Δεν ξέρω αν όλοι αντιλαμβανόμαστε πως αυτός εκδηλώνεται σ’ έναν μεγάλο, ετερόκλητο πληθυσμό από «εγώ» που το καθένα καταλαμβάνει το φωτισμένο κέντρο της σκηνής του νου για λίγο, παρότι θέλει να μείνει πολλή ώρα, κι εξαφανίζεται στο βαθύ σκοτάδι απ’ όπου εμφανίστηκε.
Κάποτε αλλάζουν πολύ γρήγορα. Ένα εγώ κλείνει το τηλέφωνο λέγοντας «γεια» και άλλο σκέφτεται «ωραία συνομιλία». Ένα τρίτο θέλει τώρα καφέ μα ένα τέταρτο θυμάται κάποιο άλλο τηλεφώνημα. Το τρίτο επιμένει και οδηγεί νου και σώμα στην καφετιέρα για να φτιάξει καφέ κι ένα πέμπτο ασχολείται με την ετοιμασία. Ένα έκτο οργίζεται γιατί δεν υπάρχει αλεσμένος καφές. Το έβδομο συστήνει ψυχραιμία και το όγδοο βρίσκει τον καφέ…
Αυτά όλα σε λιγότερο από μισό λεπτό. Όσο διαρκεί το καθένα, είναι βέβαιο για την ύπαρξη, την ορθότητα της γνώσης ή της δράσης του, όσο σύντομη κι αν είναι αυτή. Το καθένα νιώθει πως είναι το αληθινό «Εγώ» και μιλάει νοερά σαν να είναι αληθινό με τη φωνή που αναγνωρίζουμε ως «δική μου» φωνή στον νου. Έτσι νομίζουμε πως είναι ένα «εγώ», ένας «εαυτός» που αλλάζει διάθεση και απασχόληση μα είναι ίδιος όλη την ώρα.
Αλλά, φυσικά, δεν είναι ο ίδιος εαυτός. Διότι, για να πάρουμε άλλο παράδειγμα, δεν μπορώ εγώ που αγαπώ τη στοργική μητέρα μου να την μισήσω επειδή νόμισα πως είπε κάτι προσβλητικό ή ξέχασε να μου φέρει ένα βιβλίο. Ή, για να πάρουμε ακόμα ένα, όταν υπάρχει έντονη συγκρουσιακή αντιπαράθεση μεταξύ ενός «εγώ» φοιτητή που θέλει να πάει σε πάρτι κι άλλου εγώ του ίδιου φοιτητή που πρέπει να μελετήσει για εξετάσεις.
Το κάθε «εγώ» νιώθει αληθινό και σπουδαίο – και είναι τέτοιο στην περιορισμένη διάρκειά του. Μα αφού αλλάζει, αφού εξαφανίζεται, δεν μπορεί να είναι το αληθινό Εγώ, ο αληθινός έσχατος Εαυτός.
Διότι, αν δεν πειθόμαστε ας συλλογιστούμε το απλό γεγονός πως αυτά όλα βρίσκονται στη θέαση, στην επίγνωση ενός άλλου, σιωπηλού, αθέατου «εγώ» ή όντος. Κι ενώ αυτά όλα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται αδιάκοπα, εκείνο που θεάται ή έχει επίγνωση δεν αλλάζει, δεν έρχεται και φεύγει.
Βρέχει, χιονίζει, σε χαρά, σε θυμό ή θλίψη, εκείνο παραμένει ως θεατής.
Γιατί όμως μένουμε με την ψευδαίσθηση πως το κάθε ξεχωριστό βραχύβιο εγώ νιώθει σαν να είναι αληθινό και μόνιμο Εγώ, ο ένας και ίδιος εαυτός;
Διότι πολύ απλά το κάθε εγώ μετέχει στην αληθινή ύπαρξή μου την οποία νιώθω να είμαι ως εαυτός ή εγώ από τότε που θυμάμαι ως μικρό παιδί τριών, τεσσάρων ή πέντε.
Αν κάποτε, όπως όντως κάποτε συμβαίνει, νιώθω να υπάρχω ως μια μεγάλη, σιωπηλή ύπαρξη, δίχως άλλον προσδιορισμό ή ποιότητα, σχεδόν αμέσως κάποιο εγώ ξεπηδά λέγοντας «εγώ» και διεκδικεί τη μεγάλη, σιωπηλή ύπαρξη, για να εξαφανιστεί κι αυτό γοργά.
Εκείνο το αίσθημα ύπαρξης, μια απλή γαλήνια παρουσία, δίχως προσδιορισμό ή ποιότητα, δίχως σύνδεση με κάποιο στοιχείο στον νου ή στο σώμα – εκείνο είναι όντως το αληθινό εγώ. Μα γρήγορα υπερκαλύπτεται από κάποιον διεκδικητή και η συνηθισμένη γνώριμη διαδικασία ξαναρχίζει.
Αν μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο εκείνη η απλή παρουσία!…