M171: Madhu και Kaițabha

M171: Madhu και Kaițabha

- in Μυθιστορία
0

Ο Μάντχου και ο Κάιταμπχα ήταν δύο διάβολοι, τερατώδεις και σχεδόν πανίσχυροι που παρουσιάστηκαν στην απαρχή μιας δημιουργίας, άλλης από τη δική μας. Πρωτοαναφέρονται στο 12ο και μακρύτερο βιβλίο śānti-parva του αρχαίου ινδικού επικού mahābhārata (Μαχαμπχάρατα, όχι, όπως συνηθίζεται, Μαχαβαράτα), κεφάλαιο 34β.

Στην αρχή ήταν το αδιαφοροποίητο νερό όπου ο Mahāviṣṇu (ο Μέγας Viṣṇu) επέπλεε ξαπλωμένος [σε αιώνιο διαλογισμό]. Από τον αφαλό του βλάστησε ένα νούφαρο και μέσα σ’ αυτό εκδηλώθηκε ο brahmā (Μπραχμά), δημιουργός-θεός [που διαλογιζόταν τον αιώνιο Βέδα, τη γνώση με την οποία δημιουργεί το σύμπαν]. Πλάι του ήταν δύο σταγόνες νερού η μία πιο πηχτή από την άλλη. Από την πηχτή ξεπήδησε ο Κάιταμπχα και από την άλλη ο Μάντχου, ο πρώτος ως ράτζας με ενέργεια και κινητικότητα, ο δεύτερος ως τάμας με αδράνεια και σκοτεινιά.

Στο μεταγενέστερο κείμενο purāṇa (= αρχαϊκό) Devī Bhāgavatam (1ο κεφάλαιο) η γένεση των διαβόλων είναι λίγο διαφορετική. Από τ’ αυτιά του Βίσνου βγήκαν δύο σβώλοι κερί και αυτοί έγιναν οι διάβολοι. (Υπάρχουν και άλλες παραλλαγές σε άλλα κείμενα αλλά η κεντρική ιδέα είναι ίδια. Εδώ θ’ ακολουθήσω το Markandiya-purāṇa, κεφ. 4 Devī-mahātniya όμοιο με το Bhāgavatum – περί της Μεγάλης Θεάς που μας πλανεύει).

Οι διάβολοι λάτρεψαν τη Θεά τόσο έντονα που εκείνη παρουσιάστηκε και τους έδωσε τον vāgbīja μά-ντρα (σπερματικός Λόγος) για να διαλογίζονται και να τη λατρεύουν. Όταν το έκαναν με πλήρη αφοσίωση για μεγάλο διάστημα, εκείνη τους έδωσε τη χάρη που ζήτησαν “να πεθάνουν μόνο όταν οι ίδιοι το θελήσουν”! Οπλισμένοι με αυτήν τη χάρη από τη Θεά της Δημιουργίας, αυτοί έγιναν τρομερά αλαζόνες και σκληρόκαρδοι τυραννώντας τα πλάσματα των Υδάτων χωρίς κανείς να τους εμποδίζει.

Όταν ο Μπραχμά δημιούργησε τους Βέδες, αυτοί τους έκλεψαν και απείλησαν τον ίδιο τον δημιουργό-θεό. Τρομαγμένος εκείνος στράφηκε στον Mahāviṣṇu για βοήθεια, ο οποίος τότε αντιμετώπισε τους σχεδόν πανίσχυρους και σχεδόν αθάνατους διαβόλους. Ο Βίσνου (ως σάττβα με καλοσύνη και φως) επιτέθηκε στον Μάντχου μα δεν μπορούσε να τον νικήσει ολοκληρωτικά. Όταν ο Μάντχου κουραζόταν αναλάμβανε ο Κάιταμπχα. Και αυτό συνεχιζόταν. Ο Βίσνου κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τους εξουδετερώσει και να ελευθερώσει τα Ύδατα. Έτσι κι αυτός στράφηκε στη Μεγάλη Θεά για βοήθεια. Εκείνη του είπε έναν τρόπο να ξεγελάσει και να εξουδετερώσει τους διαβόλους.

Ο Βίσνου προκάλεσε και τους δυο μαζί και τους ρώτησε τι χάρη ήθελαν από αυτόν. Εκείνοι γέλασαν περιφρονητικά γνωρίζοντας πως ήταν εξίσου ισχυροί, αν όχι περισσότερο, και στην έπαρσή τους είπαν πως εκείνοι μπορούσαν να δώσουν μια χάρη στο Βίσνου. Ο Βίσνου τότε ζήτησε να είναι αυτός που θα τους θανάτωνε! Εκείνοι τότε είδαν πως παγιδεύτηκαν μα δεν μπορούσαν να πάρουν πίσω τον λόγο τους. Ζήτησαν μόνο να θανατωθούν έξω από τα Ύδατα – ενώ δεν υπήρχε τότε τόπος έξω από τα Ύδατα.

Μα με ανανεωμένο σθένος ο Θεός μεγεθύνοντας τους μηρούς του, έκλεισε απότομα τους δυο διαβόλους μέσα σ’ αυτούς και τους θανάτωσε. Το λίπος των δυο σκοτωμένων διαβόλων ξεχύθηκε στα νερά, μαζεύτηκε σ’ έναν πελώριο σβώλο κι έτσι έγινε η Γη και πήρε και την ονομασία medinī (= καμωμένη από medas λίπος).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *