1. Παλαιότερα στη σειρά Ποίηση εξέτασα τις αντιλήψεις περί Ποίησης γνωστών συγγραφέων και ποιητών – του Τσάτσου, Σεφέρη, Σινόπουλου κ.α. Στο προηγούμενο κοιτάξαμε άλλους ορισμούς και του Αριστοτέλη. Σήμερα θα κοιτάξουμε μια διαφορετική άποψη για τη λειτουργία της Τέχνης – με την οποία ξεκίνησαν τα άρθρα Φιλοσοφία 92 κι έπειτα. Η πιο συγγενική και καθαρή μου φαίνεται να είναι του Τολστόι που αναφερόταν όχι μόνο στην Ποίηση μα στην Τέχνη γενικότερα. (Όμως δεν συμφωνώ με την αντίληψή του πως οι απλοϊκοί, αμαθείς χωρικοί του μπορούν να συμμετέχουν στην απόλαυση όλης και κάθε μορφής καλής τέχνης δίχως προπαρασκευή. Ούτε με το ότι ο Σαιξπήρος δεν είναι σπουδαίος ποιητής-δραματογράφος: είναι ίσως ο σπουδαιότερος!)
Ο μεγάλος Ρώσος κατέτασσε τα δικά του αριστουργηματικά μυθιστορήματα και διηγήματα στα μέτρια, οπότε δεν είναι παράξενο που θεωρούσε τα πλείστα άλλα – και σχεδόν όλη την τέχνη και ποίηση της εποχής του – κίβδηλη τέχνη!
Ο Τολστόι αναλύει τα χαρακτηριστικά της καλής τέχνης (σ 149, 151, 168-9, 201, 248, Τι είναι Τέχνη, Printa, Αθήνα 1996/2009) αλλά δίνει και τον σκοπό. Γράφει στη σ 211: “όλη η τέχνη έχει το χαρακτηριστικό ότι ενώνει τους ανθρώπους. Κάθε τέχνη κάνει τους παραλήπτες του αισθήματος του καλλιτέχνη να ενώνονται ψυχικά με αυτόν, καθώς και με όλους όσους δέχονται το ερέθισμα”. Στη σ 244 είναι ακόμα πιο διαφωτιστικός: Η τέχνη, γράφει –
είναι ένα μέσον με το οποίο η ανθρωπότητα προχωρεί
προς την ενότητα και τη μακαριότητα.
Επανήλθα στους ορισμούς του Τολστόι διότι αυτές οι δύο ιδιότητες, ενότητα και μακαριότητα, είναι ιδιότητες που αποκαλύπτονται στην Οδό της ανέλιξης προς την Αυτοσυνειδησία, όπως γράφω σε πολλά φιλοσοφικά κείμενα. Γι’ αυτό έχω αφιερώσει χρόνο κι ενέργεια στο θέμα της Ποίησης, παρότι ελάχιστοι ενδιαφέρονται.
2. Ένας στους χίλιους ενδιαφέρεται για την ανέλιξη” λέει ο θεάνθρωπος Krishna στο πνευματικό διαμάντι της Βεδικής Παράδοσης Bhagavad Gītā. “Και από αυτούς ένας στους χίλιους εργάζεται”. Ο Ιησούς επίσης λέει “πολλοί γαρ εισί οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί ” (Ματθ. 20.16 και 22.14).
Τις εποχές εκείνες η πνευματικότητα ήταν πολύ πιο κοινή ως ιδιότητα στα καθημερινά από τη δική μας. Σήμερα είναι μάλλον ένας στις 10.000 που ενδιαφέρεται. Σήμερα οι άνθρωποι ζουν δύσκολα, ακόμα κι όταν έχουν πλούτο και ανέσεις, δύναμη και δόξα: είναι και η ανασφάλεια, ο φόβος να μη χάσεις τις απολαύσεις, η κατάθλιψη, ο αισθησιασμός, οι ορέξεις, η ματαιοδοξία και η αίσθηση της ματαιότητας. Οι άνθρωποι παύουν να υπακούνε σε μια εξουσία, μόνο για να υποταχθούν σε άλλη, από μια επιθυμία σε άλλη, από μια φοβία σε άλλη. Μπορεί κάποια στιγμή να θυμηθούν και να ευχηθούν για κάτι άλλο, μα την επόμενη καταλαμβάνονται πάλι από τις συνήθειές τους.
Κι όμως, όχι και τόσο παλιά, έως και τα τέλη του Μεσαίωνα, η Τέχνη, όπως και η θρησκεία, ήταν μια μέθοδος, ένας δρόμος ανέλιξης. Ειδικά το θέατρο, οι θίασοι που ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή με τις κωμωδίες και τα μυστήρια από τη θρησκευτική παράδοση (π.χ. Η θυσία του Αβραάμ). Ομάδες τεκτόνων επίσης ταξίδευαν με δάσκαλο τον αρχιτέκτονα. Μέχρι τον 18ο αιώνα και ορισμένες σχολές ζωγραφικής, ορισμένα εργαστήρια ζωγράφων, είχαν βασικό μέλημα και στόχο τους την ανέλιξη.
Παλαιότερα, ο χορός, η μουσική και το τραγούδι και, πάνω από όλα, η Ποίηση χρησιμοποιούνταν ως μέσα και παρείχαν σχολές για την ανέλιξη: οι Ύμνοι του Ριγκ-Βέδα, οι Ψαλμοί του Δαβίδ και η Bhagavad Gītā είναι προϊόντα τέτοιας εργασίας.
3. Πιάνω στην τύχη μια ανθολογία ποίησης του Γιάννη Ρίτσου (τόμος Β, Καθημερινή 2014). Ανοίγω τυχαία στη σ 37 “Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη” (1965): από τον τίτλο καταλαβαίνεις πως πρόκειται για άρρωστο μυαλό. Διαβάζω –
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι και τη ζωή μας;…
Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι| βγαίνουν τ’ αγάλματα
προσεκτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Στις λίγες αυτές γραμμές, που ανακάλυψα μερικοί ανθολογούν, βλέπουμε όλη την ψευδοτέχνη στη σύγχρονη στιχοπαραγωγή που περνά για ποίηση, παίρνει βραβεία κι εγκωμιάζεται από κριτικούς και μέλη του ποιητικού κύκλου. Ο Ρίτσος δεν μας λέει γιατί το χέρι είναι “πέτρινο”. Το ερώτημα είναι πλαστό, δεν εκφράζει γνήσια απορία. Τέτοιου είδους προσποιήσεις είναι κουραστικά συχνές. Η προσποίηση επιβεβαιώνεται από την ασυναρτησία στις επόμενες γραμμές: αγάλματα βγαίνουν “προσεκτικά” από ένα ξερό πηγάδι κι ανεβαίνουν σε δέντρα(!). Βγαίνουν μεν “προσεκτικά” μα δεν ανεβαίνουν το ίδιο! Πάλι, δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει γιατί το πηγάδι είναι ξερό, τι κάνουν εκεί τα αγάλματα, πώς και γιατί βγαίνουν κάθε νύχτα κι ανεβαίνουν σε δέντρα. Σύμβολα, ναι, μα όχι ποίηση.
Φεύγω από τη μέση περίοδο του Ρίτσου και πάω στην ώριμη, στο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1988), στο τελευταίο κομμάτι:
Και το ποίημα
έχει το στόμα του κλεισμένο μ’ έναν κέρινο σταυρό.
Μπορείς βέβαια εύκολα να προσωποποιήσεις το “ποίημα” και να του δώσεις “κλεισμένο στόμα”. Αλλά γιατί με “κέρινο σταυρό”; Τι πάει να πει, τι συμβολίζει; Ο Ρίτσος μας περιφρονεί νομίζοντας πως μεταβιβάζει ευαισθησία και βαθιά σοφία. Όμως, στην πραγματικότητα σχεδόν κάθε γραμμή του, κάθε σχήμα λόγου, ψευτίζει.
Ανοίγω κατά τύχη, πάλι, τον Ν. Καρούζο. Πολυγραφότατος κι αυτός μα όχι σαν τον Ρίτσο. Έχει αρκετούς όμορφους στίχους που όμως μένουν ξεκρέμαστοι σε ένα περιβάλλον επιτηδευμένης ασυναρτησίας. Να οι τελευταίες γραμμές ενός από τα ώριμα γραπτά του. “Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη” όπου πάλι ο τίτλος δείχνει τη σύγχρονη ελληνική αρετή της μαγκιάς:
εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία/ των αιμάτων αιχμάλωτοι
και των οράσεων ιδρυτές/ οι ναυπηγοί του θείου τράγου.
Ναι, δοκιμάζεις να ερμηνεύσεις τις τρεις πρώτες γραμμές θέλοντας να του δώσεις την ευκαιρία να περάσει για σοβαρός, στοχαστικός ποιητής που αποκαλύπτει κάτι. Μα η ναυπήγηση του “θείου τράγου” σου δείχνει πως πρόκειται για απάτη. Ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα σοβαρό να πει: προσποιείται πως είναι ποιητής!
4. Ας συγκρίνουμε τώρα με τα επόμενα αποσπάσματα.
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;/ Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα/ βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας/ σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής/ στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι/ θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.
Εδώ υπάρχει θλίψη γνήσια. Η επανάληψη της «χτεσινής νεροποντής» είναι ένα ψεγάδι καθώς δεν προσθέτει τίποτα στη μάλλον λιτή περιγραφή. Όμως η παρομοίωση των στοχασμών (που όντας στην ίδια γραμμή με τον «σκεπασμένο ουρανό» υπονοεί ταύτιση) με τις πευκοβελόνες είναι πολύ καλή. Τώρα κάτι διαφορετικό.
Σταλαματιά σταλαματιά/ χύνει όλο το μεδούλι της η θύελλα/ και γδύνεται ο ουρανός τη σκοτεινιά/ μ’ εύνοιες που παρασέρνουν τη ζωή/ ξυπνούν κείνη την αίσθηση που αγαπάει και γελά.
Εδώ η θύελλα προσωποποιείται και πεθαίνει, δηλαδή παύει, χύνοντας όλο το μεδούλι της και τις τελευταίες της στάλες, δηλαδή το θρεπτικό νερό που είναι η πεμπτουσία της. Ο ουρανός επίσης προσωποποιείται και ξεντύνεται τη σκοτεινιά που φορούσε στη διάρκεια της θύελλας τώρα δείχνοντας τις εύνοιες του του φωτός που παρασέρνουν τη ζωή σε δραστηριότητες και ξυπνούν την αγάπη και τη χαρά. Εδώ υπάρχουν περισσότερα σχήματα λόγου, πιο αισιόδοξη ερμηνεία της νεροποντής κι έντονη αίσθηση ενότητας.
Και στα δυο κομμάτια υπάρχει Αντικειμενική Αντιστοιχία και νοηματική αλληλουχία. Τίποτα δεν ψευτίζει, τίποτα δεν παράγει ασυναρτησία.
5. Η καλή τέχνη πάντα βασιζόταν σε (συν)αισθηματική κατανόηση, κυρίως στην αίσθηση ή διόραση του Αγνώστου πίσω από το αισθητό σύμπαν κι όλη τη ζωή του. Και, φυσικά, στην ανεπτυγμένη δημιουργική δύναμη να πλάθει και αναπλάθει σε οπτικές ή/και ακουστικές μορφές τις εμπνεύσεις, συγκινήσεις και διαθέσεις του καλλιτέχνη, τα οράματα, συναισθήματα και τυχόν διανοήματά του, σε ανώτερες καταστάσεις συνειδήσεως ή ενόρασης. Η καλή τέχνη πάντα μετέφερε μέσω της ζωγραφικής, μουσικής, ποίησης κ.λπ., τη φευγαλέα (ή διαρκέστερη) μα σαφή αίσθηση της αρμονικής αλληλοσύνδεσης κι ενότητας των πάντων, της ενουσίας ή ψυχής των φαινομένων και πραγμάτων, αποκαλύπτοντας ένα μέρος του μεγάλου μυστηρίου που μας περιβάλλει και που πάντα παραμένει, όσο κι αν απόψεις του αποκαλύπτονται.
Ένας άλλος ρομαντικός, σύγχρονος περίπου του Γουέρντσγουορθ, του Κόλεριτζ και του Μπάιρον, ο P.B. Shelley έγραψε, λίγο νωρίτερα από τον Σολωμό, στο δικό του δοκίμιο In Defence of Poetry – «Η ποίηση λυτρώνει από τη φθορά την παρουσία του θεϊκού στον άνθρωπο: αποτραβά το πέπλο της καθημερινότητας από τον κόσμο, αποκαλύπτοντας γυμνή την κοιμωμένη ομορφιά που είναι η πεμπτουσία της μορφής του».
Η τέχνη (και ποίηση φυσικά) που δεν οδηγεί βαθύτερα στην αίσθηση της ενότητας και στη σφαίρα του μυστηρίου με νοηματική αλληλουχία και δεν ανυψώνει το πνεύμα του παραλήπτη σε ενότητα και μακαριότητα δεν είναι τέχνη αλλά μια παρωδία, ένα προϊόν ματαιοδοξίας κι εμπορίου που κρατά τον κόσμο σε κατάσταση αποβλάκωσης.
Ευτυχώς έχω μεγάλους τεχνίτες του Λόγου σαν τον Τολστόι και τον Shelley να με στηρίξουν. Το ίδιο κάνουν ο Vermeer, ο Ελ Γκρέκο και ο Da Vinci με τη ζωγραφική τους και ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ και ο Βιβάλντι με τη μουσική τους.
3 Comments
Ανώνυμος
Οι "ελάχιστοι" διαμαρτύρονται. Αυτό το άρθρο είναι (σχεδόν) το ίδιο με το Ποίηση 101. Τι στην ευχή… ελάχιστοι είμαστε, όχι τυφλοί. 🙂
Νικόδημος
Πάλι γκρίνια!…
Ορθά! Τι πειράζει που είναι (σχεδόν) ίδιο;
Λίγη επανάληψη δεν βλάπτει – κι επιβεβαιώνει την εγρήγορση.
Ανώνυμος
Καλώς… ας βάλω ένα χεράκι.. :
"Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;/ Χτες βράδυ μια νεροποντή έως σήμερα/ πάλι βαραίνει ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί αυτοί/ σαν τις πευκοβελόνες που παράτησε η βροχή/ στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι/ ζητούν να χτίσουν έναν πύργο ενώ γκρεμίζει."
Peace 🙂