1. Σε προγούμενα άρθρα στη σειρά Ποίηση είδαμε μερικούς ορισμούς της ποίησης από τον Σεφέρη, τον Βαγενά και άλλους. Σήμερα ας κοιτάξουμε μερικούς ακόμα ορισμούς. Μερικοί δίνουν υπεκφυγές, άλλοι ανοησίες και μερικοί ανοίγουν και φωτίζουν την ποίηση.
Ο Ελύτης δεν μου είναι συμπαθής – ακριβώς επειδή λέει μεγαλόστομες αρλούμπες: “Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.”
Ο Τάσος Λειβαδίτης μου είναι αρκετά συμπαθής. Παίρνει όμως κι αυτός μια ανόητη πόζα λέγοντας κάτι παρόμοιο: “Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.”
Γιατί γράφουν τέτοιες αναλήθειες;… Δεν είναι πόζες;…
Η Κική Δημουλά, που έχει την έδρα Ποίησης στην Ακαδημία, δεν μένει πίσω: “ευκολότερα θα μπορούσε να ορίσει κανείς ένα ποίημα, μια κι αυτό έχει υποκύψει στη σύμβαση να πάρει μια μορφή, ένα σχήμα που είναι η φυλακή και η απελευθέρωση ταυτόχρονα κάποιου μηνύματος. Ένα ποίημα λοιπόν είναι η διπλή ζωή των λέξεων, ο κρυμμένος ερωτισμός τους και η λαγνεία τους για παρθένα οράματα. Είναι ο τυχοδιώκτης των λέξεων, η πλεονεξία τους…” και συνεχίζει για αρκετή ώρα, με προφανή ευχαρίστηση να ακούει τη φωνή της σκέψης της, χωρίς να λέει κάτι ουσιαστικό – εκτός του ότι το ποίημα δίνει κάποιο μήνυμα.
2. Ο μεγάλος T.S. Eliot έγραψε: “Η γνήσια ποίηση μπορεί να επικοινωνήσει πριν γίνει νοητή. Το νόημα θα το συλλάβει πρώτα η ψυχή κι έπειτα ο νους.” Και πολλοί επαναλαμβάνουν παπαγαλιστί τα λόγια χωρίς να συλλογιστούν το νόημα – είτε με την ψυχή είτε με τον νου.
Προσέξτε πως ευθύς διαχωρίζει τη “γνήσια” ποίηση. Αμέσως σε μένα εγείρεται καχυποψία. Η οποία δικαιώνεται, διότι ποια, φίλτατε Έλιοτ, είναι η διαφορά μεταξύ ψυχής και νου;
΄Εστω, η ψυχή είναι ανώτερη από τον νου. Αλλά σίγουρα πρώτα οι αισθήσεις (όραση και ακοή) προσλαμβάνουν το ποίημα (λέξη, στίχο, στροφή) και το μεταφέρουν στον εγκέφαλο όπου παίρνει κάποιο νόημα. Είναι δυνατό να περάσει κάτι από τον εξωτερικό κόσμο (ήχοι, στίχοι) που μεταφέρει νόημα κατευθείαν στην ψυχή υπερπηδώντας τον νου;
Η ποίηση εκφράζεται με λέξεις, όχι με ήχους μόνο ή μουσικές νότες. Και οι λέξεις μεταφέρουν νόημα. Και το νόημα, μαζί με τον ήχο που το μεταφέρει, γίνεται αντιληπτό στον νου πρώτα.
3. Γιατί λοιπόν ένας λογικός και μορφωμένος άνθρωπος, όπως ο Έλιοτ, γράφει έτσι όπως γράφει; Διότι θέλει να παρακάμψει τη νοηματική αλληλουχία των λέξεων, φράσεων, στίχων στα ελεύθερης γραφής ποιήματα. Αυτό που κάνουν πια όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι στιχοπλόκοι – όπως πχ ο Π Καλομοίρης Δανεικές Χαρές, Ηράκλειο 2001:
Υγρή απόσταξη της ανάσας/ με λεπίδα κόβεις το φως/
κι όλος ο υγρόκοσμος των αισθήσεων/ σε δυο στιγμές ανάγκης.
Περπατήσαμε ίσαμε τον ορίζοντα/ Εκεί διαπιστώσαμε προτεραιότητα!
Ειδεχθές έγκλημα ήταν η σύγκριση… (κλπ, κλπ)
Έτσι έχουμε τώρα παραποίηση και κακοφωνία αντί για ποίηση. “Η ποίηση ξεπέφτει”, όπως παρατηρήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αγγλία, “ενώ η βιομηχανία αναπτύσσεται και η τεχνολογία προοδεύει.”
Ο Έλιοτ έγραψε επίσης: “Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης (emotion) αλλά απόδραση από την συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.”
Ουσιαστικά, απαξιώνοντας το ξεχείλισμα συναισθήματος σε ήρεμη ανάκληση (Γουέρντσγουορθ, Σολωμός), υπερασπίζεται έμμεσα μια νέα πορεία της ποίησης που χάραξαν περίπου στο μέσο του 19ου αιώνα οι Γάλλοι ποιητές Βερλέν, Μποντλέρ κ.ά, και μερικοί θεωρητικοί όπως ο Ρ. ντε Γκουρμόν, οι οποίοι θεληματικά ή άθελα προώθησαν τη στρυφνότητα ή σκοτεινότητα και την ασυναρτησία – πέρα φυσικά από την παραδοσιακή υπαινικτικότητα.
4. Ο Πωλ Βαλερύ πάλι έγραψε: ‘Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγουδούσε’. Αυτό είναι μια υπεκφυγή εξυπνακίστικη. Διότι, αν στην αναλογία το τραγούδι αντιστοιχεί με την ποίηση, ναι, το πουλί τραγουδάει μα δεν εκφέρει κάτι άλλο από το κελάηδισμά του, ενώ ο ποιητής και λέει πολλά που δεν είναι ποίηση και η «ποίησή» του είναι συχνά σαν κρώξιμο κορακιού ή βατράχου.
Αλλού όμως ο Βαλερύ λέει πως η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος. Και αυτό είναι ορθό αν εκλάβουμε το επιφώνημα ως έκλαμψη έμπνευσης κι έντονης συγκίνησης και την ανάπτυξη ως επεξεργασία και διάπλαση σύμφωνα με ορισμένους κανόνες σύνθεσης γενικά αποδεκτούς από τους αναγνώστες.
Ο Άγγλος Coleridge προσεγγίζει αυτήν την ‘ανάπτυξη’ λέγοντας πως η ποίηση είναι ιδανική διάταξη ιδανικών λέξεων.
Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Φροστ πάλι συνοψίζει όμορφα την ιδέα: ‘Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη της και η σκέψη έχει βρει [ιδανικές] λέξεις’.
Ένας κανόνας για την εύρεση ‘ιδανικών λέξεων’ είναι η Αντικειμενική Αντιστοιχία. Δεν είναι ποίηση να γράφεις – ‘Η παπαρούνα είναι πράσινο χαστούκι’, αλλά όταν γράψεις ‘Η παπαρούνα είναι κόκκινο χαστούκι’ (Ελύτης). Η παπαρούνα και το χαστούκι συνδέονται (μεταφορικά) με το κόκκινο. Η κόκκινη παπαρούνα μας χτυπά με την ομορφιά και τα μεταξένια πέταλα σαν αφυπνιστικό χαστούκι. Το χαστούκι στο μάγουλο αφήνει μια κοκκινίλα. Όμως το πράσινο δεν το συνδέουμε με τη παπαρούνα ούτε με χαστούκια.
5. Ένας όμως από τους μεγαλύτερους ορθολογιστές, πραγματιστές στην ιστορία, που δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο ρομαντικός έγραψε: «Η ποίηση είναι τέχνη που μιμείται πράξεις και λόγια, όχι όπως αυτά έχουν γίνει αλλά και όπως θα μπορούσαν και όπως θα έπρεπε να γίνουν. Αυτή αποσκοπεί, με αρμονία και ρυθμό, να οδηγήσει στην αρετή τις ψυχές αυτών που την ακούνε. » Είναι ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του.
Γράφει ακόμα ο Σταγειρίτης: «Η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία διότι εκφράζει το οικουμενικό ενώ η ιστορία το ‘καθ’ έκαστον’ (=μερικό, συγκεκριμένο)».
Όμως λέξεις όπως «τέχνη, μίμηση, αρμονία, ρυθμός, αρετή» είναι εξοργιστικά ξένες πλέον στη νοοτροπία των σύγχρονων στιχοπλόκων. Η πρώτη υπονοεί εργασία, μάθηση, η δεύτερη παρατηρητικότητα και αληθινότητα, η τρίτη και η τέταρτη κατευθύνουν προς μουσικότητα και ομορφιά, ενώ η τελευταία είναι η πιο δύσκολη διότι όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι στιχοπλόκοι προτιμούν τη ματαιοδοξία και τον ετσιθελισμό τους.
Και για του λόγου το αληθές παίρνω στίχους από ένα ποίημα του 1988. Αυτό δεν είναι σπουδαίο μα περιέχει όλα σχεδόν όσα δηλώνει ο Αριστοτέλης – δίχως αυστηρό μέτρο αλλά με ρυθμό και γλώσσα της καθημερινής συνομιλίας που νιώθεις χωρίς να δυσανασχετείς, με ρίμες που δεν ενοχλούν, με εσωτερικές παρηχήσεις, με μεταφορές και προσωποποιήσεις, με υπαινικτικότητα μα και νοηματική αλληλουχία και Αντικειμενική Αντιστοιχία μιλάει για μια πανανθρώπινη κατάσταση:-
Ορίζοντες μακριά σου τρεμοσβήνουν με προσκλήσεις
τόσα όνειρα, ταξίδεια, περιπέτειες κι εγκαταλήψεις,
καθώς ο νους στενάζει πάνω από επιφάνεις χοντρές
της ύπαρξης, περιοχές του Εαυτού σου
που σπάνια επισκέπτεσαι. Κι όμως εδώ –
όπως παντού – όλο το παρελθόν είναι παρόν
κι ας βλέπεις μόνο αυτό που ήρθε και πέρασε πια
όχι εκείνο που είναι τώρα και παντοτεινά.
Έτσι κρατάς μόνο κομμάτια κατανόησης
κι αιτίες που μόνο αινίγματα γεννούν
δίνοντας εκθαμβωτικά θρύψαλα εξηγήσεις
ενώ ξεχνάς το Αληθινό που αδυνατεί ο νους
να πιάσει με τα δόκανά του, τις αισθήσεις.
Όλοι κάνουμε όνειρα και ονειροπολούμε για περιπέτειες (που όπως οι ορίζοντες μεταφορικά τρεμοσβήνουν) – όπου κάποτε εγκαταλείπουμε ή μας εγκαταλείπουν. Μετά υπάρχει αμφισημία διότι ο νους (προσωποποιημένος) μπορεί να στενάζει επειδή έχει απώλεια ή επειδή βλέπει τον δρόμο μπροστά δύσκολο ή επειδή νοσταλγεί ωραίες μα δυσπρόσιτες καταστάσεις κι εμπειρίες. Βλέπουμε μόνο επιφανειακά ιστορικά γεγονότα, όχι και τις οικουμενικές αρχές που τα παράγουν. Έτσι από τις αισθητήριες αντιλήψεις (μεταφορικά ως δόκανα που στήνει ο νους, πάλι προσωποποιημένος, για να «πιάσει» το απρόσιτο Αληθινό) έχουμε μόνο κομμάτια κατανόησης που δεν εξηγούν πολλά και μας αφήνουν με απορίες.