του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 η διεθνής οικονομία υπέφερε από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Οι ισχυρές οικονομίες είχαν ταλαιπωρηθεί επί πολλά έτη, δοκιμάζοντας διαφορετικές συνταγές για να αντιμετωπίσουν την κρίση της στασιμότητας, του πληθωρισμού και της ανεργίας, χωρίς όμως αξιόπιστα αποτελέσματα.
Στη Γαλλία και στην Ελλάδα, με Μιτεράν και Παπανδρέου, οι πολίτες δοκίμαζαν «αριστερές» πλειοψηφίες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία συνέβη το αντίθετο, με την ανάδειξη των Ριγκανόμικς και του Θατσερισμού. Γνωρίζουμε τώρα ότι κέρδισε το δεύτερο ζευγάρι.
Στα δικά μας, το κράτος γιγαντώθηκε υπέρμετρα, στηριγμένο στο θανατηφόρο δίδυμο αφόρητου δανεισμού και υπερπληθωρισμού. Η χώρα υπέκυψε στον διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, αφού οι ξένες επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα ήσαν έννοιες εχθρικές για την πλειονότητα των πολιτών.
Από την επικράτηση τριτοκοσμικών αντιλήψεων η Ελλάδα έχασε καίριες ευκαιρίες. Αρνήθηκε να προσαρμοστεί στα κεκτημένα της Κοινής Αγοράς. Χάσαμε ακόμη και την ανέλπιστη υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου από τα 31 δολάρια το βαρέλι, το 1984, σε μόλις 10 το 1986. Παρά τη διετή προσπάθεια λιτότητας και συμμαζέματος του Κώστα Σημίτη το 1985. Δύο χρόνια αργότερα, ο Παπανδρέου κατάστρεψε τη σημαντική πρόοδο επιστρέφοντας στον λαϊκισμό του «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα».
Τουλάχιστον στα δικά μου μάτια και τηρουμένων των αναλογιών, αντιμετωπίζουμε μια παρόμοια κατάσταση.
Ακουσα, προτού διατυπώσω το προηγούμενο, προσεκτικά, την ελληνική ομιλία, αλλά και την αγγλική ταυτόχρονη μετάφραση του Αλέξη Τσίπρα στο Νταβός κατά τη θεματική συζήτηση «Το μέλλον της Ευρώπης».
Για να βεβαιωθώ ότι ο πρωθυπουργός «μας» μιλά γλώσσα από το παρελθόν. Είναι βέβαιο πως όσοι παλαιοί πολιτικοί από την Ευρώπη τον άκουγαν στην αίθουσα θα θυμήθηκαν συζητήσεις που γίνονταν πριν από είκοσι ή και τριάντα χρόνια! Οι Ασιάτες θα σκέφθηκαν ότι η Ελλάδα επιθυμεί να βρεθεί στη δυστυχία που εγκαταλείπουν… τρέχοντας. Οι νεότεροι προσκεκλημένοι στο Νταβός αποκλείεται να καταλάβαιναν τι είναι αυτά που λέει ο Τσίπρας και, το χειρότερο, όσοι λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις έσπευσαν να μιλήσουν με άλλα κράτη, γεμάτα ενδιαφέρον και προθυμότατα να προοδεύσουν.
Επομένως, όταν ο κ. Τσίπρας λέγει, σε συνέντευξη προς το πρακτορείο Bloomberg, ότι «το 2016 θα είναι η χρονιά που η Ελλάδα θα εκπλήξει την παγκόσμια οικονομική κοινότητα», μάλλον αποκαλύπτει συζητήσεις που κάνει με τους επιτελείς του Μαξίμου, παρά μια ορθολογική εκτίμηση την οποία θα μπορούσαν να μελετήσουν και να ασπασθούν οι διεθνείς παράγοντες του Νταβός και εκείθεν.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ζει το «όνειρό» του στη διακυβέρνηση, αλλά παραμένει ένας πολιτικός μιας επαρχιώτικης αριστεράς που κλείνει τα μάτια σε όσα τρέχουν στον διεθνή περίγυρο, καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει το περιεχόμενο της μνημονιακής συμφωνίας και αγνοεί επιδεικτικά τις εκτιμήσεις που κάνουν οι σοβαροί εγχώριοι και διεθνείς οργανισμοί ανάλυσης της συγκυρίας.
Ακόμη και δύο πολύ θετικά γεγονότα ο κ. πρωθυπουργός προτίμησε να μην τα χρησιμοποιήσει. Αντί να διαβεβαιώσει ότι θα συνεχίσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως ευτυχώς έγινε με τα αεροδρόμια και το λιμάνι του Πειραιά, και είναι ο μόνος δρόμος που θα φέρει επενδύσεις, έδωσε την πιο παλαιομοδίτικη περιγραφή για το τι είναι «διαρθρωτική αλλαγή».
Είναι, είπε, η «καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς», τα «κίνητρα για τις ιδιωτικές επενδύσεις», αλλά και η «πολιτική για το κοινωνικό κράτος». Λόγια που μυρίζουν ναφθαλίνη, που χρησιμοποιήθηκαν τότε, στην πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, και κανείς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά.
Θα μπορούσε να πει πολλά και ενδιαφέροντα αν πίστευε, έστω και λίγο, πλην όμως ειλικρινώς, στην αξία της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του κεφαλαιακού κέρδους. Γιατί, να το σημειώσω κι αυτό, πολύ σωστά ζήτησε ο κ. Τσίπρας την υποστήριξη των ισχυρών για να πούμε, όλοι μαζί, «όχι στο καθεστώς διαρκούς αβεβαιότητας». Παραδέχεται, δηλαδή, ότι «είναι η οικονομία» που έχει προτεραιότητα, «ανόητε». Γιατί, λοιπόν, δεν το εξηγεί στους «εξυπνάκηδες» που έχει μαζέψει γύρω του, ώστε να μην χάσουμε κι άλλο χρόνο, κι άλλο χρήμα, κι άλλες ευκαιρίες για περισσότερα πόστα δουλειάς και νέα εισοδήματα;
Πηγή: Καθημερινή