του Νίκου Κωνσταντάρα
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και τον σχηματισμό κυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, παρατηρούμε μια φυγή προς το παρελθόν, σαν να θέλουμε να περάσουμε στο μέλλον μέσω της γερμανικής Κατοχής, αφενός, και της επιστροφής στα χρόνια προ Μνημονίου, αφετέρου. Πράγματι, η αντίσταση εναντίον των κατακτητών ήταν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της πλούσιας ιστορίας των Ελλήνων και, βεβαίως, υπάρχουν εκκρεμότητες που πρέπει να λυθούν μια και καλή με τη Γερμανία, για το καλό και των δύο χωρών· αλλά η εμμονή με το τι έγινε πριν από 70 και χρόνια μαρτυρεί μια δυσκολία να διαχειριστούμε αυτά που ακολούθησαν τον πόλεμο ― ο Εμφύλιος, αυταρχικές κυβερνήσεις, δικτατορία, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και η ξέφρενη πορεία προς τη χρεοκοπία.
Ετσι που είναι η Ελλάδα σήμερα -όπου φαίνεται να μην έχουμε μάθει πολλά από τα λάθη του παρελθόντος, και οι Γερμανοί να μας έδιναν 300 δισ. ευρώ και όλοι οι δανειστές να ξέγραφαν το χρέος μας-, είναι πιθανό ότι σε άλλα δέκα χρόνια πάλι στο ίδιο σημείο θα βρισκόμασταν: υπερχρεωμένοι και θυμωμένοι. Το να ονειρευόμαστε ότι θα εισπράξουμε σήμερα για αυτά που υπέφεραν οι Ελληνες στον πόλεμο δεν διαφέρει πολύ απ’ το να κομπάζουμε για όσα έκαναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Εάν οι ίδιοι δεν ξεχωρίσουμε για τη δημιουργικότητά μας, για την παραγωγικότητα και για τη χρηστή διαχείριση των πόρων της χώρας μας, θα μείνουμε πίσω.
Η επιστροφή στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πάντως, είναι μόνο μια πτυχή μιας μεγάλης επιχείρησης να στηθεί ένα πλαίσιο στο οποίο οι Ελληνες (διά της «Νέας Ελληνικής Κυβέρνησης», όπως η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της) είναι πάντα αδικημένοι ενώ έχουν πάντα δίκιο. Η αγαστή σύμπλευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη φαντασιωσική, εθνοκεντρική Δεξιά του Π. Καμμένου δείχνει την επιμονή με την οποία οι αρχιτέκτονες αυτής της αντίληψης επιχειρούν να στήσουν αυτό το πλαίσιο. Η αδυναμία να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και να βελτιώσουμε τις δικές μας επιδόσεις βρίσκει διέξοδο στη δημιουργία ενός κόσμου στα μέτρα της ιδεοληψίας μας.
Αυτή η εκδοχή εθνικού ναρκισσισμού συνδέει δύο δυνατά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας ― το παράπονο ότι οι άλλοι ή μας εχθρεύονται ή δεν μας στηρίζουν όσο θα έπρεπε, ότι είμαστε μονίμως «ριγμένοι» και η νοοτροπία ότι μόνο μέσω ρήξης μπορούμε να πετύχουμε αυτά που μας οφείλουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου πολλά στελέχη κάποτε εκπροσωπούσαν την προβληματισμένη, σκεπτόμενη Αριστερά, έχει αγκαλιάσει, έχει εκμεταλλευτεί την αντίληψη ότι ενώ είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, αυτοί δεν το αναγνωρίζουν. Και έχει παγιδευτεί από αυτή την αντίληψη. Το παράπονο γίνεται οργή, τροφοδοτείται από τα πραγματικά προβλήματα που προέκυψαν μέσα από την κρίση και παίρνει διαστάσεις που η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από τις προεκλογικές υποσχέσεις του και έτσι η ηγεσία του ρίχνεται με πάθος στην επανάληψη των ίδιων υποσχέσεων με πλήρη επίγνωση ότι είναι καλύτερο να διατηρηθεί το ψέμα για λίγο ακόμη, παρά να προκαλέσει την οργή των απογοητευμένων. Για αυτό προτιμάει να ταλαιπωρεί τους εταίρους μας, θέτοντας σε κίνδυνο τη συμμετοχή μας στο ευρώ, με τη χρονοτριβή γύρω από διαδικαστικά, δευτερεύοντα θέματα, παρά να καταπιαστεί με τα ουσιαστικά προβλήματα της οικονομίας, της πολιτικής, της διπλωματίας και, πάνω απ’ όλα, της κοινωνίας. Προβάλλοντας συνεχώς απαιτήσεις, προσποιούμενη ότι πηγαίνει από νίκη σε νίκη, καταγγέλλοντας άλλους για κάθε εμπόδιο, η κυβέρνηση κρατάει τις ισορροπίες μεταξύ όσων θα ήθελαν να προχωρήσουν προς τη λύση προβλημάτων και όσων επιμένουν μόνο στην ιδεολογική καθαρότητά τους. Ικανοποιεί και τον κυβερνητικό εταίρο της.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται τον αέρα που της δίνει η πρόσφατη εκλογική νίκη για να «φορτώσει» τα προβλήματα στις προηγούμενες κυβερνήσεις και να προχωρήσει με ένα συνδυασμό μέτρων που θα δείχνουν ότι κάνει το καλύτερο δυνατό για να ελαφρύνει το βάρος που πέφτει στους πολίτες αλλά και να κρατήσει την οικονομία ζωντανή. Αντί γι αυτό, προτιμάει τη φυγή ― τη φυγή προς το παρελθόν, τη φυγή προς έναν ιδεατό κόσμο όπου οι Ελληνες, δηλαδή αυτοί που εκπροσωπούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ανώτεροι των άλλων, είτε διά των επιτευγμάτων τους είτε διά των αδικιών που υπέστησαν, και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να διεκδικούν το δίκιο τους.
Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι όταν οι κυβερνήσεις μάς παγιδεύουν σε έναν ψεύτικο κόσμο, η πραγματικότητα μας εκδικείται προχωρώντας χωρίς εμάς. Το ζήσαμε πριν από το 2009. Ας μην το ξαναζήσουμε.
Πηγή: Καθημερινή