1. Ο Γιάννης Κουβαράς γράφει την εισαγωγή στην Ανθολογία των γραπτών του ΤΛ στην έκδοση της Καθημερινής 2014. Ανάμεσα σε άλλα, παραθέτει με σπουδή τις γνώμες/κρίσεις για τον ΤΛ πολλών μελών του ποιητικού κύκλου: αυτές είναι, ως συνήθως, θεματολογικές μάλλον παρά αναλυτικές.
Γράφει ένας: σε μια μυστική ατμόσφαιρα “ο ποιητής, ανακεφαλαιώνοντας τη ζωή του, κρούει τις θύρες του αγνώστου, ντύνει τα πράγματα τούτου του κόσμου σε μια μεταφυσική αχλύ” (σ 24). Φυσικά δεν έχουμε κανένα δείγμα που να στηρίζει τέτοιο ισχυρισμό.
Άλλος: ο ΤΛ γράφει “ποιήματα ασκητικής μοναξιάς για το συλλογικό κι ατομικό δράμα”. Άλλος πάλι: η ποίηση του ΤΛ φτάνει “σ’ ένα σχεδόν επιγραμματικό υπερρεαλισμό” (σ 26). Ούτε για τα δύο αυτά δίνονται δείγματα ή ελάχιστη ανάλυση.
Μετά. Ο ΤΛ “προτείνει διαρκώς το όνειρο αντιτείνοντας τη δύναμή του στο φάσμα της αδυσώπητης πραγματικότητας, κάνοντάς την κι αυτή, στο τέλος, να πάρει κάτι από τα φευγαλέα του χρώματα”. Άλλος πάλι: “Διασώζει την ουτοπία παρωχημένων εποχών στο γρανίτη της πραγματικότητας στερεώνει την Κυριακή της ουτοπίας” (σ 27). Ούτε κι εδώ δίνεται το παραμικρό ψήγμα ανάλυσης.
Κι άλλος: “Με τα αλλεπάλληλα ερωτήματα προς εαυτόν, ο Λ σπουδάζει τον θάνατο και εντέλει τον καταβάλλει, αναιρώντας τη φρίκη του και το μυστήριό του. Ένας διαλεκτικός, λοιπόν, μέχρι τέλους. Γι’ αυτό τα κείμενά του φέρουν φως, δεν βουλιάζουν στην παραίτηση, κι ας υπάρχει τόση σποδός ανάμεσα στις αράδες τους” (σ 27). Εδώ βλέπω ένα χαρακτηριστικότατο φληνάφημα (σοβαροφανές, φυσικά) του ποιητικού κύκλου – όπου ο συγγραφέας καλύπτεται από κάθε πλευρά (σπουδάζει… καταβάλλει… αναιρώντας… Γι’ αυτό… κι ας υπάρχει…). Πώς και πού έχει “φρίκη” ο (κάθε) θάνατος;… Αν κάποιος υποφέρει από μια χρόνια επώδυνη πάθηση ο θάνατος είναι ανακούφιση‧ αν πάθει ξαφνικό ατύχημα ή δολοφονική επίθεση – πάλι ο θάνατος για τον θανόντα είναι ανακούφιση μετά το σοκ και τον πόνο. Ο ίδιος ο θάνατος δεν έχει καμιά φρίκη και μετά από τόσα τρισεκατομμύρια θανάτων θα πρέπει κάθε λογικός θνητός να αποδεχθεί το αναπόδραστο γεγονός πως η ζωή του/της έχει λήξη.
Ο ίδιος ο Κουβαράς γράφει σχετικά: “Ως μελέτη θανάτου είδε την ποίηση ο Λ – ‘και η ποίηση είναι ένας τρόπος να πεθαίνεις κάθε μέρα’.”
Αυτή η τελευταία διατύπωση με τον στίχο από τον Λ, μου μοιάζει – και ειλικρινά λυπάμαι που το γράφω – σκέτη σαχλαμάρα. Διότι άλλο να πεθαίνει κάποιος από φυσικό αίτιο ή αρρώστια, από δυστύχημα στον δρόμο ή από σφαίρα κλπ, και άλλο να “πεθαίνει” (μεταφορικά) γράφοντας “ποίηση… κάθε μέρα” – άσε που κανένας δεν γράφει κάθε μέρα. Μπορείς μεταφορικά να πεθαίνεις συχνά, αλλά όχι κάθε μέρα, καθώς αλλάζει η ταύτιση και η αίσθηση της ύπαρξης.
2. Όλες αυτές οι διατυπώσεις δεν λένε τίποτα για την ποιητική του ΤΛ.
Παίρνω το τελευταίο μέρος από το “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος” (Ο Άνθρωπος με το Ταμπούρλο 1956) που ανήκει στην πρώτη φάση – αγωνιστική ή αντιστασιακή.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό/
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια/
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον./
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει/
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων/
που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη./
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Εδώ σε 6 στίχους φαίνονται οι αρετές και οι αδυναμίες του ΤΛ. Ο ρυθμός είναι σχεδόν εμβατηριακός με τους υπέρτερους ανάπαιστους (υυ-) και σώζει το απόσπασμα που, διαφορετικά, θα ήταν πρόζα. Αυτό δεν συμβαίνει στα πλείστα μεταγενέστερα γραπτά που είναι όντως πεζόμορφα. Μετά, η παρομοίωση στην τρίτη γραμμή ζωντανεύει καθώς το ρήμα (στέκομαι), οριστικό, στέρεο, υλικό, συνδυάζεται άμεσα με το αόριστο, άυλο μα «ολάκαιρο μέλλον». Τα υπόλοιπα είναι πολύ πεζά και, βέβαια, περιέχουν μερικά κλισέ από την κομμουνιστική “ποίηση”, κυρίως του μεταπολέμου με τις διώξεις, τις φρικαλεότητες του εμφυλίου, τις εξορίες, τις εκτελέσεις κλπ. Προσέξτε το απάνω που τείνει προς τη “μαλλιαρή” Δημοτική. Κυρίως όμως τις φράσεις απλούς ανθρώπους… τραγουδώντας πολεμάνε… ειρήνη – δηλαδή τα εξιδανικευμένα στερεότυπα μιας θεώρησης που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Όπως ανακάλυψε ο ίδιος ο ΤΛ λίγο αργότερα.
3. Ο ΤΛ επηρεάστηκε όχι μόνο από τον Ρίτσο αλλά και από τον Σεφέρη. Για την επίδραση του δεύτερου διαβάζουμε:-
Θάθελα να μιλήσω/απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι… (“Απλή κουβέντα”, σ 46)
Ή, από το Στίχοι Γραμμένοι σε Πακέτα Τσιγάρα
Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
Οι στέγες τους στάζουν…
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία… (“Λαϊκές ιστορίες”, σ 51)
Το πρώτο θυμίζει “Ένας γέροντας στην ακροποταμιά”, το δεύτερο το Μυθιστόρημα.
Υπάρχει όμως μια σοβαρή διαφορά. Ο Σεφέρης δούλεψε πολύ με παραδοσιακές φόρμες – τετράστιχα, ρίμες κλπ. Επίσης μαθήτευσε πολύ στον δεκαπεντασύλλαβο (με ρίμα), όπως δείχνουν οι καλοδουλεμένοι αστραφτεροί στίχοι του Ερωτικός Λόγος. Μετά πέρασε στον ελεύθερο στίχο έχοντας μάθει μεγάλη πειθαρχία (χωρίς φυσικά να μπορεί να αποφεύγει κακοτοπιές).
Ο Ρίτσος επίσης δούλεψε με τον δεκαπεντασύλλαβο (με ρίμα) αλλά ούτε μεγάλο ταλέντο φαίνεται να είχε ούτε κατόρθωσε να μάθει να πειθαρχεί. Έτσι, ως ποίημα (παρότι μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη), το Επιτάφιος δεν έχει τη σφριγηλότητα και λάμψη του Σεφέρη:-
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα.
Εδώ είναι ένα από τα πάμπολλα δίστιχα που δείχνουν πολυλογία, κακοτεχνία κι ενδιαφέρον για την ομοιοκαταληξία σε βάρος της έννοιας. Πως περιμένει να “μαντέψει” το παλικάρι αφού είναι νεκρό; Και ποιες πληγές άλλες από τον πόνο της μάνας που έχασε τον γιο της; Και πως ακριβώς “τρώνε” οι πληγές τα σπλάχνα;… Προσέξτε και τις άχαρες φράσεις “βγάζεις άχνα” και “΄τρώνε μου”. Όταν δε ο Ρίτσος αμολήθηκε στον ελεύθερο στίχο αυτά τα ελαττώματα γιγαντώθηκαν. (Π.χ. από το Ορέστης “πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας/ εγγίζουνε τα μέτωπά μας…” Προς θεού, τι φύλλα έχει η νύχτα και μάλιστα πλατιά και σαρκώδη;)
4. Εξετάζοντας την ποιητική του ΤΛ, βρίσκουμε πως ακολούθησε άμεσα τον Ρίτσο, βουτώντας κατευθείαν στον ελεύθερο στίχο, χωρίς καμιά θητεία σε παραδοσιακές φόρμες και ρυθμούς. Δυστυχώς σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι επίδοξοι ποιητές κάνουν κάτι παρόμοιο νομίζοντας πως ο ελεύθερος στίχος είναι εύκολο γράψιμο – κι έτσι παράγουν τόμους ανοησίας.
ό,τι ζήσαμε/ χάνεται
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου…
και μόνο καμιά φορά/ τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη
μνήμη,
όσα δε ζήσαμε/ αυτά μας ανήκουν (25η Ραψωδία της Οδύσσειας, 1963)
Εδώ βλέπουμε πάλι αντίθεση στην πρώτη και στις δύο τελευταίες γραμμές και παραδοξολογία (όσα δε ζήσαμε/ αυτά μας ανήκουν). Αλλά η τρίτη γραμμή (που επεξηγεί το “χάνεται”) έχει ήδη γκρεμίσει το οικοδόμημα που προσπάθησε να εγείρει ο ποιητής: το “γκρεμίζεται” είναι πολύ χοντρό και για το “χάνεται” και για τον “οισοφάγο του χρόνου”. Ένα “γλιστρά” ή “διαλύεται” ίσως θα ήταν πιο ταιριαστό. Μετά έχουμε πολλά επίθετα. Πρώτα το “σάπιο”: αλήθεια, γιατί “σάπιος” ο οισοφάγος του χρόνου; Η σαπίλα εκπέμπει δυσάρεστη οσμή και παρουσιάζει ακάθαρτο, αηδιαστικό θέαμα ενώ ο χρόνος δεν έχει οσμή και το παρελθόν δεν φαίνεται πια – εκτός κι αν ανακληθεί στη μνήμη οπότε δεν έχει τίποτα το σάπιο! Στη συνέχεια έχουμε πολλά επίθετα τα οποία (θλιβερό, γερασμένο) δεν αποδίδουν τη μνήμη και το ξεδοντιασμένη πηγαίνει με το μηρυκαστικό μάλλον παρά με τη μνήμη. Επίσης, η μνήμη λειτουργεί και τη μέρα όχι «μόνο καμιά φορά τις νύχτες»! Δεν γίνεται κατανοητό τι ακριβώς θέλει να πει για τη μνήμη με όλα αυτά. Έτσι το απόσπασμα είναι πλαστό, δεν εκφράζει γνήσια εμπειρία ή, τουλάχιστον, δεν τη μεταδίνει. Ως τελική εντύπωση μένει μόνο μια προσπάθεια για εντυπωσιακή πρωτοτυπία, που αποτυγχάνει παταγωδώς: πώς μας ανήκουν μόνο όσα δεν ζήσαμε;!;…
5. Η παραδοξολογία γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο από το 1972 με τη συλλογή Νυχτερινός Επισκέπτης κι έπειτα, μαζί με το σουρεαλιστικό ύφος. Π.χ “Έρημος Σταθμός” τέλος:
η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για ναμην της λερώνει το χαλί//φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν
είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς
κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω από την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα
τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.
Πολλές εικόνες είναι για τη δημιουργία εντυπώσεων χωρίς άλλη λειτουργία ή βαθύτερο νόημα (ο επιστάτης που δεν έχει απόδειξη, το κουδούνι πέρα κι απ’ τους νεκρούς). Μετά από λίγο ο αναγνώστης κουράζεται (εγώ, τουλάχιστον). Άλλες όμως έχουν λεπτότερη λειτουργικότητα, όπως ο υπαινιγμός δουλικότητας παρά τη σουρεαλιστική υπερβολή στο ότι η υπηρέτρια-μητέρα πετούσε για να μη λερώσει το χαλί της κυρίας της. Εξαιρετικά εκφραστική είναι και η τελευταία εικόνα του αμαξά ο οποίος συμβολίζει, υποθέτω, κάθε άνθρωπο που «απελπισμένα» αλλά «μάταια» επιμένει να επιδιώκει και να πιέζει για κάτι ανέφικτο (τα μαρμαρωμένα άλογα δεν μπορούν φυσικά να κινηθούν).
6. Τελειώνοντας θα εξετάσω σύντομα (κι επιλεκτικά) το θέμα της ζωής όπως το παρουσιάζει ο ΤΛ διαχρονικά.
Γι’ αυτό μέσα σε κάθε ζωή/ υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ/ από τον εαυτό της/
η ζωή των άλλων.
Αυτό το απόσπασμα από το Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958) δεν χρειάζεται δικό μου σχόλιο – μόνο ειλικρινή αναγνώριση από όλους μας: λέει μια μεγάλη αλήθεια. Πολύ διαφορετική είναι η προσέγγιση στο ακόλουθο (25η Ραψωδία της Οδύσσειας, 1963):
Αηδίες – ο χρόνος έγινε για να κυλάει/ οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο/ κι εγώ να διασχίζω το Άπειρο.
Και από το Βιολί για Μονόχειρα (1976) ένα απόσπασμα που θυμίζει κάπως τον Σεφέρη (Ο Βασιλιάς της Ασίνης):
ή αν υπήρξαμε, είναι μόνο απ’ τη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν υπήρξε.
Στο επόμενο, από το “Τα μοναχικά βήματα” στη Βιολέτες για μια Εποχή (1985):
Κάποτε θ’ αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό: με χαμηλόφωνα
λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες.
α, ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα
τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση…
Εδώ, μετά τη σουρελιστική ανοησία της πρώτης γραμμής, ακολουθεί η τολμηρή μεταφορά της χειραψίας με το άπειρο και μετά η παραδοξολογία με το αδύνατο και τη διπλή έννοιά του που περιπλέκει το νόημα. Στο επόμενο δείγμα το ανεκπλήρωτο πάλι δίνεται ως αληθινή ζωή σε απλή πρόζα. (“Iνα πληρωθεί το ρηθέν” στη Μικρό Βιολί για Μεγάλα Όνειρα, 1987):
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για κείνα που δεν έγιναν ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας…
Η ιδέα επαναλαμβάνεται στο “Η μεγάλη νοσταλγία” στην ίδια συλλογή:
Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη
η ζωή μας…
Εδώ δίνεται η έννοια πως αυτό που δεν ζήσαμε μα επιθυμήσαμε έντονα (γι’ αυτό και το νοσταλγούμε) βρίσκεται ακατάπαυστα στις σκέψεις μας κι επηράζει τη συμπεριφορά μας.
Αλλά στο «Αφιέρωμα», στην τελευταία συλλογή Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, ο ΤΛ δίνει μια διαφορετική άποψη καθώς αφιερώνει τελικά (τα ποιήματα του;) –
στη φευγαλέα στιγμή που έζησε ένας άνθρωπος ζώντας μια ολόκληρη ζωή.
Και αυτό θυμίζει, κι εξηγείται από, μερικές γραμμές στο τελευταίο τμήμα στο Έρημη Χώρα του Έλιοτ:
The awful daring of a moment’s surrender
Which an age of prudence can never retract
By this, and this only, we have existed –
Το τρομερό τόλμημα μιας στιγμής παράδοσης
Που ένας αιώνας περίσκεψης δεν μπορεί ν’ αναιρέσει
Μ’ αυτήν και μόνο μ’ αυτήν έχουμε υπάρξει.