Π27: Τάσος Λειβαδίτης

Π27: Τάσος Λειβαδίτης

- in Ποίηση
0

1. Ο ΤΛ φαίνεται να ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. “Γύριζε, σχεδόν πάντα, αλλού την κουβέντα όταν ερχόταν ο λόγος [στα ποιήματά του]”, μαθαίνουμε από κάποιον συγγραφέα. Από άλλον πως “είχε παντελή έλλειψη επιθετικότητας και την αποδοχή μιας τάξης πραγμάτων”. Επίσης, “Ποτέ δεν τον άκουσα… να εκφράζει ανταγωνισμό για οποιονδήποτε ομότεχνο” – κάτι που πολλοί επεσήμαναν: σελ 18-19, ΤΛ: Έλληνες Ποιητές, εκδ Καθημερινής 2014.

Ο Γ. Κουβαράς γράφει την εισαγωγή στη παραπάνω Ανθολογία και δίνει 4 φάσεις στην ποιητική καριέρα του ΤΛ. Πρώτη, 1952-56, η “αγωνιστική περίοδος του αριστερού επαναστάτη”. Μετά, 1957-66, η περίοδος αμφιβολίας για, και διαφοροποίησης από, την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Πιο ώριμη, η τρίτη, 1967-78, παρουσιάζει περισυλλογή, ενδοσκόπηση, αυτοκριτική κι απολογισμό. Η τελευταία, 1979-90, είναι επέκταση κι εμβάθυνση της τρίτης με “υπαρξιακή αναζήτηση” και “προσφυγή στο όνειρο”.

Με πολλές μαρτυρίες ο Κουβαράς παρουσιάζει το πορτρέτο ενός καλού, ευαίσθητου, στοχαστικού ανθρώπου που είχε το θάρρος να απαρνηθεί μια ιδεολογία για την οποία διώχθηκε και φυλακίστηκε, αλλά βρήκε πως ναυάγησε καθώς δεν αντιπροσώπευε τις πραγματικές δυνάμεις της ζωής και του κόσμου.

Πουθενά, όμως, ο Κουβαράς δεν αποτολμά κριτική ανάλυση της ποιητικής του ΤΛ, ούτε παραθέτει κάποια από άλλον στις πάμπολλες γνώμες διάφορων κριτικών που μνημονεύει. Μόνο όταν αναφέρεται στην τρίτη περίοδο 1967-78 θίγει το θέμα γράφοντας: Παρατηρούμε «αλλαγές … στην ποιητική, στον στίχο, στο κλίμα. Κυριαρχεί ο συνειρμικός, παραληρηματικός λόγος, η άλογη αλληλουχία, η δραματικότητα, το σκοτεινό, το απροσδόκητο. Διακρίνεται εισβολή υπερρεαλιστικών (εγώ θάλεγα “σουρεαλιστικών”) στοιχείων, του αλλόκοτου, και συνύπαρξη του παράλογου με το πραγματικό. Το ποίημα γίνεται πεζόμορφο, η ατμόσφαιρα μυστηριακή, ο τόνος ελεγειακός”. Κι εδώ δίνει ένα παράδειγμα: “Βγήκα στην αγορά και δεν είχα τίποτα να πουλήσω, και πούλησα τις εξομολογήσεις μου στο έλεος των αυριανών ημερών”. Δεν το αναλύει όμως.

2. Είναι η συνηθισμένη πρακτική των μελών του ποιητικού κύκλου. Δεν μιλούν για ελεύθερο ή έμμετρο στίχο, για ρυθμό και μέτρο (ή απουσία του), για σχήματα λόγου κλπ. Τα περισσότερα στοιχεία που αναφέρονται ανήκουν τόσο στην ποίηση όσο και στην πρόζα. Η απαρίθμηση τους δεν μας λέει αν ο συγγραφέας κάνει καλή ποιητική χρήση ώστε να κερδίσει τον τίτλο του “ποιητή” σε αντίθεση με τον θολόμυαλο  στοχαστή που θέλει να περάσει για ποιητής.

Τώρα, για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία, αν αυτοί αγόραζαν ένα σακάκι, ανδρικό ή γυναικείο, θα το δοκίμαζαν και θα το κοιτούσαν στον καθρέφτη από πολλές μεριές: αν είναι καλά τα μανίκια, οι τσέπες και τα κουμπιά στη θέση τους, η φόδρα καλοραμμένη κλπ, και αν κάθεται καλά χωρίς να ξεχειλώνει ή να σφίγγει πουθενά.

Γιατί λοιπόν δεν γίνεται το ίδιο και με την ποίηση και αρκούνται σε γενικεύσεις για το θέμα κι άλλες αερολογίες;

Ο Κουβαράς γράφει για τον ΤΛ (σ 24) “Πυρήνας της ποιητικής του οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι αντιφάσεις και οι διχασμοί”. Μα αυτά δεν αποτελούν πυρήνα “ποιητικής” αλλά θεματολογίας, δηλαδή των θεμάτων για τα οποία γράφει κάποιος.

Αμέσως μετά δίνει τρία παραδείγματα από την τελευταία περίοδο του ΤΛ:

 Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας•

να’σαι τόσο πρόσκαιρος και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια•

θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε
τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ

–  αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

Ο επίδοξος κριτικός θα μπορούσε να προσδιορίσει τον πυρήνα της ποιητικής του ΤΛ μόνο αν ανέλυε αυτούς και άλλους στίχους εξετάζοντας την πρόθεση στο νόημα και την εκτέλεση στην εκπεφρασμένη μορφή. Θα κάνει μεγάλο λάθος αν νομίζει πως όλοι εμείς καταλαβαίνουμε τα ίδια πράγματα διαβάζοντας ένα και το αυτό κείμενο. Έτσι μια ανάλυση επιβάλλεται.

3. Αναμφίβολα και τα τρία παραδείγματα περιέχουν μια φαινομενική αντίφαση. Μόνο που στην ποίηση δεν λέγεται πάντα “αντίθεση” αλλά κάποτε “ειρωνεία”, όπως στο πρώτο παράδειγμα, και συχνά παραδοξολογία! Εδώ το σχήμα λόγου “ειρωνεία” υπονοεί το αντίθετο αλλά περιέχει και κάτι από μεταφορά, μετωνυμία, συνεκδοχή και, κυρίως, υπερβολή.

Από μόνη της η φράση “ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας” σοκάρει και αφυπνίζει. Διότι δεν μπορεί το κοινό, πεζό μυαλό της λαϊκής λογικής να συλλάβει κάποιον ως ένοχο αθωότητας αφού το ένα αποκλείει το άλλο. Έτσι αναγκαστικά κάνει ένα άλμα και κοιτά από άλλη γωνία θεώρησης. Ο ίδιος ο ποιητής είναι αθώος αλλά οι άλλοι, που είναι ένοχοι σε πολλά εγκλήματα ή αμαρτήματα, τον θεωρούν ένοχο και τον εαυτό τους αθώο. (Αλλού γράφει “ένοχος όλων των εποχών”: από “Το θλιμμένο γραμματοκιβώτιο”  στη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή 1985.)

Αντιθετική είναι και η δεύτερη φράση με “πρόσκαιρο/αιώνιο”. Η παραδοξολογία αυτή όμως δεν λειτουργεί όπως η πρώτη, αλλά ενοχλεί – για δύο λόγους, τουλάχιστον. Το να κάνει όνειρα δεν είναι η κύρια ή ουσιαστική λειτουργία του (πρόσκαιρου) ανθρώπου. Μετά, το “όνειρο” έχει διπλή έννοια: δηλαδή “όνειρο” όπως αυτό του ύπνου, όταν κοιμάται κάποιος, και “όνειρο” όπως λαχτάρα, όραμα, φιλοδοξία. Ακόμα και στη δεύτερη περίπτωση το “όνειρο” είναι προσωρινό και μεταβλητό, όχι αιώνιο. Επειδή η αντίθεση εδώ είναι χαλαρή, αμβλυμμένη, ο στίχος είναι πολύ μέτριος και δεν αφυπνίζει. (Πουθενά ο Κουβαράς δεν εξηγεί ότι “όνειρο” έχει τουλάχιστον διπλή σημασία και λειτουργικότητα.)

Το τρίτο παράδειγμα είναι οι τελευταίες γραμμές από το “Ο πρώτος στίχος” στην τελευταία συλλογή του ΤΛ που εκδόθηκε μετά θάνατο, Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Εδώ η παραδοξολογία (δεν θα πεθάνω ποτέ/θα πεθαίνω κάθε μέρα) χάνεται σε αοριστία, προζαϊκή αφήγηση και χαλαρότητα. Το “θυμάμαι” είναι ύποπτο και το “κάποτε” πλεοναστικό. Πώς ήταν ο πρώτος στίχος, τι έλεγε; Ποια είναι η έννοια του μη-θανάτου/θανάτου εδώ; Πώς θα πεθαίνει κάθε μέρα; Έχω μια ιδέα μα δεν ξέρω αν την έχει και ο ΤΛ. Το ότι θα πεθαίνει κάθε μέρα είναι ιδέα που ο ΤΛ επιχειρεί να επιβάλει αυθαίρετα. Με άλλα λόγια δεν με πείθει καθόλου.

Η ιδέα της αθανασίας του ποιητή (ή άλλου καλλιτέχνη) μέσω του έργου του, αν μη τι άλλο, έγινε πολύ της μόδας στα τέλη του 19ου αιώνα στη χώρα μας (τη βρίσκουμε στους Παλαμά, Σικελιανό κλπ): είναι ένα κλισέ στον ποιητικό κύκλο. Παραγνωρίζεται το γεγονός πως για έναν Αισχύλο, ας πούμε, που μένει στην Ιστορία υπάρχουν χιλάδες επίδοξοι που χάθηκαν στην ανωνυμία της αφάνειας. Ένα δεύτερο σχετιζόμενο κλισέ είναι η ιδέα πως ο ποιητής μοχθεί και βασανίζεται και οι άλλοι δεν το αντιλαμβάνονται (το βρίσκουμε και στους Σεφέρη, Ελύτη κλπ). Στο “Αφιέρωμα” από την ίδια συλλογή, βρίσκουμε τον στίχο “Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοντας το πιο μικρό ποίημα”. Αυτό δεν αληθεύει καθόλου: είναι μια πολύ βολική μυθοπλασία.

4. Στους παραπάνω στίχους, που προέρχονται από την τελευταία και υποτίθεται ωριμότερη περίοδο του ΤΛ, δεν διακρίνω καμιά σπουδαία ποιητική. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η παραδοξολογία την οποία ο  ΤΛ χρησιμοποιεί  ως  βασικό σύνεργο σχεδόν σε όλα τα μεταγενεστερα σουρεαλιστικά γραπτά του – συχνά δίχως επιτυχία.

Ωστόσο κανείς δεν μάντευε ακόμα το τέλος – ήταν,   θυμάμαι, σούρουπο, ώρα που υπόσχεται τον Θεό και προοιωνίζεται τον δήμιο, εξάλλου με βασάνιζε και το αίνιγμα της γεννήσεώς μου, θέλω να πώ ότι οι γονείς μου ήταν θνητοί, ενώ εγώ είχα άλλες βλέψεις κι η υδρορροή σαν ένα κομμένο λαρύγγι τραγουδούσε το φθινόπωρο…

Έχουν αυτές οι γραμμές από την αρχή του «Έργα και ημέραι» στη συλλογή Ο Τυφλός με τον Λύχνο (1983) κάτι αξιόλογο έστω κι αν είναι μάλλον κοροϊδευτικές. Η παραδοξολογία βρίσκεται στον συγχρονισμό Θεού και δήμιου (ο Θεός είναι και ο θάνατος;) και στους θνητούς γονείς και τις άλλες βλέψεις[για αθανασία;]. Η παρομοίωση με το κομμένο λαρύγγι ξεφεύγει από το παράδοξο και το σουρεαλιστικό (όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία μαζεμένα)  στο γκροτέσκο. Αλλά υπαινισσεται πως ακόμα κι αυτό μπορεί να εκφράσει την ομορφιά στη βροχή του φθινοπώρου τραγουδώντας – όπως το κομμένο κεφάλι του Ορφέα τραγουδούσε και προφήτευε.

Ο ΤΛ έχει κάτι ελκυστικό παρότι δεν ξέρω αν όντως υπονοεί όλα όσα εγώ διαβλέπω. Θα επανέλθω.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *