Με το φως σπασμένο, κρατικοποιημένο.

Με το φως σπασμένο, κρατικοποιημένο.

του Χρήστου Χωμενίδη

Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το κράτος έριχνε τη βαριά σκιά του -ή έθετε υπό την προστατευτική αιγίδα του- πλείστες όσες όψεις της ζωής των Ελλήνων.

Οι μεγαλύτερες τράπεζες ήταν κρατικές. Οι μαζικές συγκοινωνίες επίσης. Η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, η υγεία και η παιδεία ανήκαν είτε κατ’αποκλειστικότητα είτε με λιγοστές εξαιρέσεις σε δημόσιους φορείς. Την ραδιοτηλεόραση νεμόταν η εκάστοτε κυβέρνηση και την διαχειριζόταν με γνώμονα –υποτίθεται- το συμφέρον του λαού. Το να εκπέμπεις ως ιδιώτης στα ερτζιανά αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Οχήματα της αστυνομίας εφοδιασμένα με ραδιογωνιόμετρα εντόπιζαν και συνελάμβαναν τους ραδιοπειρατές (οι οποίοι έκαναν συνήθως πρόγραμμα από τα πλυσταριά των σπιτιών τους) και κατείσχαν τα μηχανήματά τους. Όταν ξεκίνησε η κουβέντα για την ελεύθερη ραδιοφωνία, ο υπουργός τύπου Δημήτρης Μαρούδας δήλωσε λαύρος πως η Πολεμική Αεροπορία θα κατέρριπτε τους δορυφόρους, οι οποίοι -στο μυαλό του- ήταν απαραίτητοι για μια τέτοια «εκτροπή». Ακόμα και τα σπίρτα, οι τράπουλες και το φωτιστικό οινόπνευμα παρέμεναν κρατικό μονοπώλιο – η κατανάλωσή τους εξυπηρετούσε την εξόφληση κάποιου παλαιού εθνικού δανείου. Ο Στέλιος Καζαντζίδης απείχε για χρόνια από την ενεργό δραστηριότητα, φιμωμένος κατά δήλωσιν του από μια δισκογραφική εταιρεία. Ένας διαμορφωτής της κοινής γνώμης υποστήριξε τότε στα σοβαρά ότι η φωνή του, το χρυσό λαρύγγι του Στέλιου, έπρεπε να εθνικοποιηθεί.

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, επικρατούσε στην Ελλάδα κοινωνική δικαιοσύνη; Απολάμβαναν οι πολίτες ελεύθερη πρόσβαση στα κρατικοποιημένα αγαθά; Από μιαν άποψη, ναι.

Η αίτηση εγκατάστασης τηλεφώνου μπορεί να έπαιρνε μήνες μέχρι να ικανοποιηθεί, εάν όμως είχες κάποιο μέσον στον ΟΤΕ, οι διαδικασίες επιταχύνονταν θαυμαστά. Τα νοσοκομεία παρίσταναν μονίμως τα υπερπλήρη, εάν όμως μεσολαβούσε για χατίρι σου κάποιος «παράγων», ένα ραντζάκι έστω στο διάδρομο θα σε περίμενε οποτεδήποτε, μέρα και νύχτα. Όλοι σχεδόν διέθεταν το μέσον τους, που το έλεγαν και «δόντι». Υπουργοί, βουλευτές, δημοτικοί σύμβουλοι ακόμα-ακόμα με φιλοδοξίες ανόδου, εργάζονταν υπερωρίες για να απαλύνουν τον πόνο ή τον καημό των οπαδών τους. Όχι απλώς τούς πρόσφεραν περίθαλψη και τηλεφωνική επικοινωνία μα τους διόριζαν, εξασφαλίζοντας τους βιοπορισμό και πρόσωπο στην κοινωνία. Κατά την προεκλογική περίοδο του 1989, ένα πελώριο φορτηγό γεμάτο καρέκλες πάρκαρε εμπρός στο ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής. Τα πλήθη των νεοπροσληφθέντων ψηφοφόρων έπρεπε τουλάχιστον κάπου να βρουν να κάτσουν… Εάν πάλι ήσουν ετεροδημότης ή φοιτητής στο εξωτερικό και είχες νοσταλγήσει την πατρίδα, το Σάββατο πριν απ’τις εκλογές μπορούσες να ταξιδέψεις εντελώς δωρεάν. Τα αεροπορικά «αλερετούρ» εισιτήρια μοιράζονταν απ’τα γραφεία των κομμάτων και επεβάρυναν την κρατική Ολυμπιακή.

Από την ίδρυση σχεδόν της νέας Ελλάδας το 1830, το πολιτικό προσωπικό πρόηγαγε τα αιτήματα των πολιτών –δίκαια και άδικα, μικρά και μεγάλα- και ανταμειβόταν με την εκλογή και με την επανεκλογή του. Ο «λαουτζίκος» αρκούνταν να ανταλλάσσει τα κουκιά του με ρουσφέτια. Οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες μέχρι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαζαν προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους στον επιχειρηματικό χάρτη. Όσο ισχυρότερη η κυριαρχία του κράτους σε κάθε τομέα της ζωής, τόσο σπουδαιότερος κι ο ρόλος των πολιτικών. Αυτονόητο. Ώσπου, μιαν ανοιξιάτικη ημέρα του 2010, το κράτος μας χρεοκόπησε.

Ο κρατικισμός στην καθ’ ημάς πράξη ουδέποτε είχε ιδεολογικό στίγμα, αριστερό ή δεξιό. Μπορούσες (και μπορείς ακόμα) να είσαι δεξιότατος και εν τούτοις να διαρρηγνύεις τα ιμάτια σου για τον «στρατηγικό», για τον «εθνικά κρίσιμο» χαρακτήρα της τάδε ή της δείνα επιχείρησης που επιβάλλει να παραμείνει υπό κρατική ιδιοκτησία. Μπορούσες να είσαι αριστερότατος -αρνητής κάθε έννοιας αγοράς- και με ύφος δαιμόνιου ντήλερ να καταγγέλλεις την κυβέρνηση ότι πουλάει κοψοχρονιάς, σε εξευτελιστική τιμή, τον δημόσιο πλούτο, δίχως βεβαίως να αντιπαραθέτεις κάποια ευνοϊκότερη προσφορά. Ο κρατικισμός, και στην μαρξιστική ακόμα θεωρία, επ’ουδενί ταυτίζεται με τον σοσιαλισμό. Το κράτος δεν είναι εκ φύσεως ταγμένο στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Πιθανόν το κράτος να λειτουργεί ως δεκανίκι της άρχουσας τάξης. Ή να έχει αυτονομηθεί και -σαν καρκίνος- να αναπτύσσεται παρασιτικά, αφαιμάζοντας και συνθλίβοντας τους πολίτες. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε το σύστημα της Σοβιετικής ΄Ενωσης «κρατικό καπιταλισμό». Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 δεν είχε καταλήξει καν στη δικτατορία του προλεταριάτου αλλά στην τυραννία του κόμματος, των γραφειοκρατών, της νομενκλατούρας.

Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, όπως και όσων δημόσιων επιχειρήσεων έχουν προηγηθεί και όσων έπονται, ενδεχομένως να αποτελεί μια συμπαιγνία ανάμεσα σε κυβερνώντες και σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Ένα colpo grosso εις βάρος των Ελλήνων. Εάν αυτό φρονεί η αντιπολίτευση, οφείλει όχι απλώς να το καταγγείλει αλλά και να το αποδείξει με συγκεκριμένα, αδιάσειστα στοιχεία.

Το να εξαντλείται σε ιδεολογικές κορώνες υπέρ του κράτους ή να ποντάρει στο θυμικό των πολιτών (σάμπως οι πολίτες να ένοιωθαν κάθε φορά που εξοφλούσαν τον λογαριασμό για το ρεύμα πως η ΔΕΗ τούς ανήκει!), καθιστά την αντιπολίτευση έωλη. Παρωχημένη δηλαδή μέχρι γραφικότητας.

Στους λάτρεις έτσι κι αλλιώς του κράτους έχει απαντήσει προ χιλιετιών ο Αισχύλος: Το Κράτος και η Βία, πειθήνια όργανα του Δία, σκλάβοι του, ήταν που αιχμαλώτισαν τον Προμηθέα και τον έσυραν στον Καύκασο. Για να τον τιμωρήσουν που είχε χαρίσει τη φωτιά στους ανθρώπους.-

Πηγή: LifO

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *