1. Πρόσφατα διάβασα άλλο ένα βιβλίο οικονομολογικό The Science of Economics «Η Επιστήμη των Οικονομικών» του R. Makewell (2013, Λονδίνο, Shepheard-Walwyn και School of Economic Science).
Η διαφορά ήταν μια ευχάριστη έκπληξη διότι ο συγγραφέας τυχαίνει να υποστηρίζει τη Γεωφορολόγηση (LVT = Land Value Taxation). Προτείνει μάλιστα όπως μερικοί άλλοι κλασικοί οικονομολόγοι και μη (R. Burgess, A. Marshall, H. George, Tomas Paine κα) το μάζεμα της προσόδου από την κυβέρνηση ως τον ένα και μοναδικό φόρο.
Εδώ υπάρχει μια σοβαρή αντίρρηση: κατά πόσο αυτό το έσοδο θα έφθανε για να καλύψει τις κρατικές δαπάνες. Πρώτος διατύπωσε την αντίρρηση ο Άνταμ Σμιθ, φερόμενος ως «πατέρας» της νεότερης Οικονομολογίας μα ουσιαστικά περιφρονημένος από τους πάντες, στο Wealth of Nations βιβλίο 5, κεφ. 2, μέρος 1.
2. Κατά καιρούς διάφοροι καθυστερημένοι καθηγητάδες έχουν διατυπώσει άλλες αντιρρήσεις, όπως ότι η αυξανόμενη αξία μιας τοποθεσίας (λόγω αύξησης πληθυσμού, παροχής δημόσιων υπηρεσιών, παρουσίας πολιτισμικών δραστηριοτήτων) δεν διαφέρει από την αξία της φωνής ενός τραγουδιστή όπερας σαν το Παβαρότι.
Δεν βλέπουν οι αντιρρησίες αυτοί πως ο Παβαρότι, και όποιος άλλος ή άλλη καλλιτέχνης, εργάζονται για να αποκτήσουν τέτοια φωνητική ικανότητα και μετά ασκούνται συχνά για να τη διατηρήσουν. Μα η τοποθεσία δεν χρειάζεται να επιδεχθεί καμία εγγειοβελτιωτική ενέργεια η ίδια: η αξία της ανεβαίνει επειδή εργάζονται άλλοι στο περιβάλλον της!
Ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο στο κέντρο της πρωτεύουσας έχει μεγάλη αυξανόμενη αξία μόνο διότι βρίσκεται στο κέντρο και υπάρχει συνεχής ανάπτυξη στους περιβάλλοντες χώρους – κυβερνητικά κτίρια, γραφεία επιχειρήσεων, μεγαλο-καταστήματα, τράπεζες, εστιατόρια κλπ.
3. Το 1985 ο Steven Cord, στην έδρα Οικονομικών στο Indiana πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, μετά από εξονυχιστική έρευνα υπολόγισε πως η ετήσια πρόσοδος στις ΗΠΑ το 1981 ήταν περίπου 650 δις δολάρια ή 28% του σύνολου Εγχώριου Εισοδήματος. (How much revenue would a full Land-Value Tax yield? Στο vol 44, No 3, American journal of Economics and Sociology). Τέτοιο μέγεθος οπωσδήποτε δεν είναι αρκετό. Αλλά ο Cord έγραψε πως προσέγγισε το θέμα εξαιρετικά συντηρητικά.
Τέτοιος υπολογισμός θα είναι για την ώρα εντελώς αδύνατος στην Ελλάδα διότι δεν υπάρχει Κτηματολόγιο (υποτίθεται θα συμπληρωνόταν επί κυβέρνησης Κωστάκη Καραμανλή 2004-2009) και δεν υπάρχουν συγκεντρωμένα αξιόπιστα δεδομένα. Οι δήθεν «αντικειμενικές» αξίες του Υπ. Οικονομικών (για τον ΕΝΦΙΑ ή ΦΜΠ) αφορούν και κτίσματα μα σχεδόν κάθε χρόνο αλλάζουν!
Ας ελπίζουμε πως κάποια ώρα θα διευθετηθεί το θέμα.
4. Ο R. Makewell εξετάζει αυτή την αντίρρηση και αναφέρει (σ 196 του βιβλίου του) μια μελέτη του Dr. T. Dwyer στην Αυστραλία, όπου υπάρχουν αρκετά στοιχεία.
Ο Dwyer συγκέντρωσε δεδομένα στην περίοδο 1910-1999 για να βρει το μέγεθος της προσόδου. Εκτίμησε το δυνητικό έσοδο από μόνο 5% φόρου στην επίσημη αντικειμενική αξία των εδαφών. Αυτή η αξία έμενε σταθερή για 5 χρόνια και άλλαζε με νέα εκτίμηση. Συμπεριέλαβε και δικαιώματα για εξορύξεις, για νερό (σπάνιο στην Αυστραλία), για αλιεία (στις παραθαλάσσιες περιοχές) και για συχνότητες εκπομπών.
Και ο Dwyer όπως ο Cord ήταν συντηρητικός στην προσέγγισή του. Μα στη δεκαετία 1990 το μέγεθος εσόδων από την πρόσοδο έφθασε το 70% της σύνολης φορολογίας στην Αυστραλία. («The taxable capacity of Australian land and resources» στο Tax Forum 2003, vol 18, no 1 [Ιανουάριος]).
5. Εδώ έχουμε τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα: είναι απαραίτητα όλα τα κρατικά έξοδα στη σύγχρονη εποχή;
Γνωρίζουμε πολύ καλά εδώ στην Ελλάδα πως κάθε κυβέρνηση επιδίδεται σε σιχαμερές σπατάλες διότι θεωρεί το κράτος δικό της φέουδο το οποίο χρησιμοποιεί για τη δική της καλοπέραση, την εδραίωσή της στην εξουσία, την επανεκλογή της και τον διορισμό πολλών ψηφοφόρων πελατών (συγγενών, φίλων και κομματόσκυλων). Επομένως ένα μεγάλο μέρος των εξόδων είναι περιττό και μπορεί να περικοπεί.
Η κατάσταση μάλλον θα ισχύει και σε άλλες χώρες, όσο κι αν είναι πολύ πιο ορθολογικά οργανωμένες και οι κυβερνήσεις τους λιγότερο διεφθαρμένες ή τέλος πάντων, λιγότερο Βαλκάνιες.
Μετά πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ακόμα και απαραίτητες δαπάνες για γενική πρόνοια θα μειωθούν καθώς με τη φορολόγηση της προσόδου μόνο, τα εισοδήματα των προλετάριων, που χρειάζονται την πρόνοια περισσότερο, θα αυξηθούν και δεν θα έχουν την ίδια ανάγκη για κρατική πρόνοια: θα μπορούν να φροντίζουν τον εαυτό τους καλύτερα.
Τέλος, το κράτος ας μάθει να μη ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, όπως κάθε υγιής επιχείρηση. Αν υπάρξει ανάγκη, τότε ας επιβάλει νέο φόρο.
6. Ο Άνταμ Σμιθ συνιστούσε τη φορολόγηση της προσόδου ως την ιδανική μορφή κρατικών εσόδων, ακολουθώντας τους Γάλλους «φυσιοκράτες».
Οι σύγχρονοι πολιτικοί και οικονομολόγοι, που δεν έχουν διαβάσει τον Άνταμ Σμιθ, λένε εξυπνακίστικα πως ο Σμιθ έγραψε για μια αγροτοκτηνοτροφική οικονομία – ενώ ο Σμιθ αναφέρει εκτενώς τις νέες βιομηχανίες. Έτσι η Γεωφορολόγηση δεν ισχύει, λένε, για τη σύγχρονη κοινωνία.
Ο J. K. Galbraith γράφει στο Affluent Society ‘Η Κοινωνία της Αφθονίας’ (σ 44, Penguin, 1987): «Αν επιβαλλόταν ένας φόρος στην πρόσοδο, η πρόοδος [στην οικονομία] θα ήταν συστηματική και οι καρποί της θα μοιράζονταν δίκαια». Και άλλοι γράφουν παρομοίως! Ο Γκαλμπράιθ και άλλοι σύγχρονοι γράφουν φυσικά για τη βιομηχανική κοινωνία.
Το θέμα παραγκωνίζεται ή από βλακεία, ή από τεμπελιά επειδή οι πανεπιστημιακοί δεν θέλουν να το μελετήσουν ενδελεχώς, ή από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς για να μη χάσουν οι ιδιοκτήτες την πρόσοδο!
Ο μοναδικός αυτός φόρος είναι η βάση για την απάλειψη της οικονομικής ανισότητας που αυξάνεται.