1. Στη δημοσίευση Πολιτική Οικονομία 36 εξετάσαμε την πρακτική εφαρμογή και την εμπειρική δοκιμασία της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας της αγοράς και στο Πολιτική Οικονομία 37 την ανάπτυξή της. Μπορούμε όμως να κοιτάξουμε και τις θεωρητικές βάσεις αυτού του συστήματος οπότε πάλι θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για μια πελώρια απάτη. Το σύστημα λοιπόν θα μπορούσε να παραμεριστεί, αλλά εφαρμόστηκε κι εφαρμόζεται, κάποτε από απλή άγνοια, αλλά συνηθέστερα από ιδιοτέλεια για την εδραίωση μιας νέας καπιταλιστικής τάξης με μονοπωλιακή/ολιγοπωλιακή δύναμη.
Η οικονομία της αγοράς είναι το οικονομικό σύστημα που ρυθμίζεται (εγείρεται, λειτουργεί, κατευθύνεται κι ελέγχεται) από τις αγορές μόνον. Η διάταξη στην παραγωγή και διανομή των αγαθών και υπηρεσιών αποτίθεται με πίστη στον αυτορρυθμιζόμενο μηχανισμό των αγορών. Μόνο που η πραγματική ρυθμιστική δύναμη είναι στην πράξη τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες, δανειακές και άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις) και τα μεγάλα βιομηχανικά κι εμπορικά ολιγοπώλια.
Ο στόχος είναι το μέγιστο κέρδος.
Αυτό το οικονομικό σύστημα προϋποθέτει την ύπαρξη και ευρεία κυκλοφορία νομίσματος/χρήματος το οποίο έχει στα χέρια του κατόχου του αγοραστική δύναμη. Επίσης, την προσφορά εμπορευμάτων (= αγαθών και υπηρεσιών) διαθέσιμων σε μια ορισμένη τιμή που θα απαντήσει τη ζήτηση ικανοποιητικά. Η παραγωγή θα λειτουργεί σύμφωνα με τις τιμές. Διότι το κέρδος των παραγωγών θα εξαρτάται από αυτές˙ η διανομή των αγαθών επίσης θα εξαρτάται από αυτές αφού η πληρωμή των διανομέων θα προέρχεται από την είσπραξη αυτών των τιμών. Έτσι η διάταξη στην παραγωγή και διανομή των εμπορευμάτων θα ρυθμίζεται από τις τιμές.
Δεν πρέπει τίποτα να εμποδίζει τον σχηματισμό αγορών, ούτε να υπάρχει εισόδημα που δεν προέρχεται από τις πωλήσεις. Έτσι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργώντας δικές του εταιρείες, δίνοντας επιδόματα, επεμβαίνοντας στις τιμές οποιουδήποτε οικονομικού στοιχείου, ελέγχοντας επιτόκια ή ό,τι άλλο. Τα μόνα επιτρεπτά μέτρα για την κυβέρνηση είναι μόνον εκείνα που διασφαλίζουν την αυτορρύθμιση της αγοράς στις δικές της ουδέτερες οικονομικές συνθήκες.
Η αυτορρύθμιση υπονοεί πως η σύνολη παραγωγή διατίθεται στην αγορά και όλα τα εισοδήματα προέρχονται από τις πωλήσεις. Έτσι το κέρδος είναι η πληρωμή της επιχειρηματικής υπηρεσίας ή η διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του εμπορεύματος και του κόστους όλων των στοιχείων στην παραγωγή (και διανομή) του. Ο τόκος είναι το εισόδημα από την πώληση (ή μίσθωση) του χρήματος που χρειάζεται ο επιχειρηματίας για την παραγωγή προτού εισπράξει χρήματα από την πώληση του προϊόντος. Ενοικίαση (ή πρόσοδος) είναι η τιμή για τη χρήση της γης που πηγαίνει σε όποιον την προμηθεύει. Αποδοχές (ή απολαβές ή μισθοί) είναι η τιμή για τη χρήση εργατικής δύναμης και είναι το εισόδημα για αυτούς που την προσφέρουν.
Όλα αυτά τα εισοδήματα προέρχονται από την πώληση των προϊόντων που αποτελεί και το τελικό στάδιο στον Κύκλο της Παραγωγής (Αρχές Διακυβέρνησης 25).
2. Υπάρχουν λοιπόν τέσσερα εισοδήματα για τα τέσσερα στοιχεία που πωλούνται στην αγορά. Υπάρχει κι ένα πέμπτο, οι φόροι που παίρνει το κράτος για να διασφαλίζει ομαλές συνθήκες στην ολοκλήρωση του παραγωγικού κύκλου: αυτοί είναι άμεσοι (επί εισοδημάτων, κερδών κλπ) κι έμμεσοι (ΦΑΠ, ΦΠΑ κλπ).
Οι φόροι αποτελούν μια πρώτη δύναμη που διαταράζει την αυτορρυθμιστική ικανότητα ή τάση – αν όντως υπάρχει – της αγοράς. Μόνο ένας μεγάλος βλάκας ή κάποιος που εθελοτυφλεί δεν το βλέπει αυτό. Κάθε φόρος είναι καταπιεστικός, περιορίζει την παραγωγική και διανεμητική δραστηριότητα και προκαλεί πληθωρισμό. (Όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν πως μόνο η αποκόμιση της δημόσιας αξίας, ή ο φόρος επί των αξιών της γης ή, απλά, η Γεωφορολόγηση, δεν προκαλεί καμιά στρέβλωση στην οικονομία). Ανάλογα με την νοοτροπία και τις προτιμήσεις της κυβέρνησης, η φορολογία θα ευνοήσει ή θα καταπιέσει έναν ή άλλο συντελεστή στην παραγωγή, μια ή άλλη τάξη πολιτών.
Ο Bush, υπέρμαχος της ανθρώπινης ελευθερίας, του ελεύθερου εμπορίου και της ελεύθερης οικονομίας (της αγοράς) επέβαλε ταρίφες στην εισαγωγή χάλυβα για να στηρίξει (τεχνητά) τη βιομηχανία στην Πολιτεία Οχάιο και, όπως όντως έγινε, για να κερδίσει ψήφους εκεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάλι προωθεί ελεύθερο εμπόριο για όλα τα προϊόντα – εκτός από τα αγροτικά τα οποία προστατεύει με δασμούς! (Στo Πολιτική Οικονομία 36 είδαμε τη φορολογική πολιτική του Ρέιγκαν που με τις μειώσεις φόρων ευνόησε τα υψηλότερα εισοδήματα!)
Είναι συνεπώς όχι μόνο ανέντιμο να μιλάμε για «αυτορρυθμιζόμενη αγορά» αλλά και παντελώς ανόητο. Αλλά στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται με υστεροβουλία και ιδιοτέλεια.
3. Αλλά δεν είναι μόνο οι φόροι που προδίδουν την κακοστημένη απάτη της δήθεν «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς». Το σύνολο θεωρητικό σύστημα στηρίζεται όχι σε πραγματικότητες αλλά στα εικονικά μεγέθη μιας άπληστης φαντασίας.
Στo §1 σκιαγραφήσαμε τα τέσσερα εισοδήματα που προέρχονται από την πώληση των προϊόντων στην αγορά. Δεν είναι μόνο προϊόντα της παραγωγής που πωλούνται αλλά και εξωγενή στοιχεία, δηλαδή οι ίδιοι οι συντελεστές της παραγωγής – γη, εργασία και χρήμα.
Ας δεχθούμε πως το χρήμα είναι κι αυτό προϊόν παραγωγής κι έχει εξειδικευμένους αγοραστές. Δεν πουλιέται όπως η πατάτα ή το παντελόνι. Και σε πολλές περιπτώσεις ο επιχειρηματίας δεν δανείζεται, ενώ αν η οικονομία λειτουργούσε φυσικά και χωρίς τους τωρινούς περιορισμούς, κανείς δεν θα χρειαζόταν να δανείζεται από τοκογλύφους και τράπεζες. Ας δεχθούμε όμως ότι όντως υπάρχει μια «αγορά» χρήματος.
Αλλά η εργασία των ανθρώπων και η γη σίγουρα δεν είναι εμπορεύσιμα είδη. Πουθενά δεν παράγεται η εργασία – όπως η πατάτα ή το παντελόνι ή το χρήμα! Γη και ανθρώπινη εργασία είναι πρωταρχικοί συντελεστές στην παραγωγή προϊόντων.
Εδώ όπως πάντα σε όλα τα άρθρα μου ξεχωρίζω τη γη από τα οικοδομήματα πάνω της, ή άλλα εγγειοβελτιωτικά έργα.
Μόνο η απληστία με θεληματική άγνοια επέφερε αυτή την τεράστια διαστροφή όπου οι πρωταρχικοί συντελεστές έγιναν εμπορεύματα στην «αγορά εργασίας» (;!) και στην «αγορά ακινήτων»!
Η διδασκαλία της ίδιας της Οικονομολογίας διαστρεβλώθηκε από Αμερικανούς οικονομολόγους σε πανεπιστήμια που χρηματοδοτούνταν από πάμπλουτους γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, όπως είδαμε στο Πολιτική Οικονομία 13: Κεφάλαιο Β’ Διαστρέβλωση. Δεν επρόκειτο για κάποια ατυχή σύμπτωση, για κάποια παράβλεψη. Ήταν μια θεληματική, επιτήδεια κι επιτυχημένη προσπάθεια εξαπάτησης. Και χάρη στην ηλιθιότητα των ανθρώπων αυτή συνεχίζεται.
Με παρόμοιο τρόπο η ανθρώπινη εργασία έγινε εμπορεύσιμο είδος. Ο πρωταρχικός συντελεστής μετετράπη σε εμπόρευμα στην «αγορά εργασίας». Παραδόξως αυτό έγινε στη Βρετανία: οι εργαζόμενοι έγιναν σχεδόν σκλάβοι στο μεγάλο παζάρι εργασίας, εξαρτώμενοι για την επιβίωσή τους από τα καπρίτσια των πλούσιων γαιοκτημόνων και επιχειρηματιών (όπως αφηγήθηκα στο Πολιτική Οικονομία 37) και τα σκαμπανεβάσματα του Οικονομικού Κύκλου.
Το παράδοξο είναι πως οι εργαζόμενοι υπεισήλθαν επίσημα στην ύπουλη σκλαβιά στην «αγορά εργασίας» γύρω στο 1835, δύο χρόνια μετά αφού η δουλεία καταργήθηκε (1833) σε όλη τη Βρετανία και τις αποικίες της με το τεράστιο τότε ποσό των £ 20 εκμ που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι στους δουλοκτήτες ως αποζημίωση.
Το πώς οι Βρετανοί πολίτες, αγρότες, κτηνοτρόφοι, οικοδόμοι, σιδεράδες, υφαντουργοί κλπ, τόσο υπερήφανοι για τις ελευθερίες τους, έγιναν αιχμάλωτοι στο νέο συγκαλυμμένο σκλαβοπάζαρο εργασίας το κοιτάξαμε στο προηγούμενο άρθρο.
Αυτή η πελώρια πλάνη και πλεκτάνη της οικονομίας της αγοράς τυφλώνει σήμερα, εκτός από λιγοστούς διανοητές, όλους τους πολιτικούς, οικονομολόγους, δημοσιογράφους αλλά και λαούς, κρατώντας τους σε μια ύπουλη εθελούσια δουλεία!