1. Αυτό είναι μακροσκελές άρθρο και ανιχνεύει τον μετασχηματισμό γύρω στο 1800 της παλαιότερης αγροτοκτηνοτροφικής οικονομίας στη σύγχρονη βιομηχανική (και χρηματοπιστωτική) οικονομία της αγοράς. Οσοι ενδιαφέρονται για την ιστορική εξέλιξη της “ελεύθερης αγοράς” θα πρέπει να το διαβάσουν.
Σε κάθε οικονομία τρεις είναι οι πρωταρχικοί συντελεστές που παράγουν πλούτο (=αγαθά και υπηρεσίες) και δημιουργούν τον τεχνητό κόσμο του ανθρώπου (=καλλιέργειες, σπίτια, δρόμους, οχήματα, πόλεις κλπ) από τον κόσμο της Φύσης και μέσα σε αυτόν. Ένας είναι το ίδιο το φυσικό περιβάλλον με όλους τους πόρους του, που για τους ανθρώπους συγκεντρώνεται στο στοιχείο γη. Δεύτερος είναι η εργασία που καταβάλλει ο άνθρωπος. Τρίτος είναι οι συνθήκες στις οποίες οι δύο πρώτοι παράγοντες συναντώνται και διαμορφώνουν το τελικό προϊόν. Οι συνθήκες συχνά συμπεριλαμβάνουν το κλίμα μιας περιοχής (=ζέστη της Σαχάρας, υγρασία του τροπικού Αμαζονίου, άγονες κρύες εκτάσεις στον αρκτικό κύκλο κλπ) κι έτσι θα μπορούσε κάποιος να τις κατατάξει στον δεύτερο συντελεστή· αλλά περιέχουν επίσης την επίγνωση και κατανόηση των ανθρώπων και τις μεταξύ τους σχέσεις. Γι αυτό αποτελούν έναν ξεχωριστό τρίτο συντελεστή.
Το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που επονομάζεται (λανθασμένα) νέο-φιλελεύθερο και είναι στην πραγματικότητα νέο-συντηρητικό αγνοεί παντελώς αυτή τη θεμελιακή βάση της παραγωγής και συνεπώς, της οικονομίας, όπως έδειξα στην προηγούμενη δημοσίευση Η Απάτη της Οικονομίας της Αγοράς Α’. Στο τωρινό θα ασχοληθώ με τον σχηματισμό αυτού του συστήματος γύρω στο 1835 στη Βρετανία.
Ακολουθώντας την Αγροτική Επανάσταση, η Βιομηχανική Επανάσταση άρχισε στη Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα και συντελέστηκε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία κλπ, όπως και στην Αμερική, αυτό έγινε περίπου 50 χρόνια αργότερα. Γι αυτό θα μείνουμε με το ξετύλιγμα των γεγονότων στη Βρετανία όπου διατυπώθηκαν οι θεωρητικές βάσεις και προχώρησε η πρακτική εφαρμογή.
2. Το 1832 η νεόπλουτη και ισχυρή μεσαία τάξη των βιομηχάνων, εμπόρων, χρηματιστών κλπ, κέρδισε το δικαίωμα στην εξουσία με δικούς της πλέον εκπροσώπους στη Βουλή (Reform Bill). Ακολούθησε ένας χείμαρρος μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στην ανύψωση του πληθυσμού γενικότερα και στο υλικό και στο πολιτισμικό επίπεδο. Το έτος 1833 ήταν έτος πολλών μεταρρυθμίσεων – όπως η κατάργηση της δουλείας, μείωση των ωρών εργασίας σε ορυχεία κι εργοστάσια, διορισμός επιθεωρητών κλπ. Όμως εδώ θα ασχοληθώ μόνο με ορισμένες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν το 1834 κυρίως και μέχρι το 1840. Ήταν ως επί το πλείστον καταργήσεις ή τροποποιήσεις προγενέστερων νόμων.
Αυτή την περίοδο καταργήθηκαν τα κατάλοιπα του Νόμου Εγκατάστασης και Απομάκρυνσης που απαγόρευε τη μετακίνηση των λαϊκών μαζών (Law of Settlement and Removal). Ένας βασικός παράγων στην οικονομία της αγοράς είναι η ελεύθερη κινητικότητα της εργασίας. Οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να μετακινούνται από μια περιοχή όπου δεν υπάρχουν δουλειές σε άλλη όπου υπάρχουν για όφελος και δικό τους και των διάφορων επιχειρήσεων. Ο Νόμος Εγκατάστασης (επεβλήθη το 1662) που δημιούργησε δημότες-κολίγους καταργήθηκε μερικώς μόνο το 1795, μετά τις επικρίσεις και του Άνταμ Σμιθ, κι έτσι οι εργαζόμενοι μπορούσαν ξανά να μετακινούνται ελεύθερα.
Το 1834 καταργήθηκε η πρακτική επιδότησης από τα δημοτικά ταμεία όχι μόνο των φτωχών (pauper) και ανέργων αλλά και των χαμηλόμισθων (!) που είχε θεσμοθετηθεί το 1795 (Speenhamland) ακολουθώντας μια σωρεία Νόμων περί φτώχειας από την εποχή της Ελισάβετ Α (16ος αιώνας). Με αυτά τα σχεδόν γενναιόδωρα επιδόματα πολλοί άνεργοι δεν το θεωρούσαν αναγκαίο να βρουν δουλειά και πολλοί εργαζόμενοι επιδίδονταν στη λούφα. Ας σημειωθεί πως οι πιο πολλοί (γυναίκες και παιδιά επίσης) εργάζονταν 12 και 14 ώρες με ημερομίσθια επιβίωσης. Με την Τροποποίηση Νόμου περί Φτώχειας (Poor Law Amendment 1834) μόνον οι πραγματικά φτωχοί και άνεργοι θα έπαιρναν επιδόματα.
Από το 1793 έως 1800 θεσμοθετήθηκαν μέτρα που περιόριζαν τις ελευθερίες της έκφρασης και συνάθροισης (Combination Laws) έτσι που οι εργαζόμενοι ούτε να παραπονεθούν ανοιχτά μπορούσαν ούτε να δημιουργήσουν συνδικάτα για να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας. Ένα νομοσχέδιο που πρότεινε ο φιλελεύθερος Whitbread για κατώτατο όριο ημερομισθίων καταψηφίστηκε.
Το 1840 ο Πρωθυπουργός Sir Robert Peel κατήργησε χιλιάδες δασμούς σε εισαγόμενα είδη και στα επόμενα 10 έτη κατήργησε πολλά άλλα μέτρα προστατευτισμού όπως οι Νόμοι Ναυσιπλοΐας (Navigation Laws) που, από τον 14ο αιώνα, επέτρεπαν μόνο σε αγγλικά πλοία να μεταφέρουν εισαγόμενα εμπορεύματα.
Μετά το 1834 ένα πρόσθετο σημαντικό βήμα προς την οικονομία της αγοράς έγινε με μια σειρά μεταρρυθμίσεων που μετέτρεψαν τη γη σε εμπόρευμα. Πίστευαν οι μεταρρυθμιστές πως «Η πιο ευνοϊκή συνθήκη για την ευμάρεια της γεωργίας είναι όταν δεν υπάρχουν αναπαλλοτρίωτα κληροδοτήματα … κοινοτικά εδάφη… αλλά ελευθερία στη διαχείριση της έγγειας περιουσίας.» Την ίδια εποχή, πρώτα η Γαλλία και μετά πολλές χώρες της Ευρώπης υιοθέτησαν τον Ναπολεόντειο Κώδικα (Code Napoleon) με τον οποίο η γη είχε μετατραπεί σε εμπορεύσιμο είδος. (σελ 180, K. Polanyi 1954 The Great Transformation, Boston, Beacon Press).
Αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα των ιδιωτικοποιήσεων της γης: επί περίπου 140 έτη (1700-1842) οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, μεγαλοτσιφλικάδες, προσαρτούσαν στα κτήματά τους μικρές ιδιοκτησίες, κοινοτικά εδάφη μέσα σε ή γύρω από χωριά και αγριότοπους που ανήκαν στο στέμμα. Λέγονταν land-enclosures ‘περικλείσεις γαιών’.
3. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γίνονταν περικλείσεις στη Βρετανία.
Περικλείσεις γίνονταν συχνά αλλά σποραδικά εδώ κι εκεί. Οι πρώτες μεγάλες, συστηματικές περικλείσεις έγιναν στην πρώιμη περίοδο των Τύδορ (Tudor) στον 15ο αιώνα όταν χωράφια και κοινοτικά εδάφη περιφράζονταν από τους λόρδους και άλλους τιτλούχους για δύο λόγους. Ο ένας ήταν καταφανώς να μεγαλώσουν τα κτήματά τους, ο άλλος να μετατρέψουν γεωργικές εκτάσεις σε κτηνοτροφικές για να προωθήσουν την επεξεργασία του μαλλιού προβάτων. Και στην πρώτη αλλά κυρίως στη δεύτερη περίπτωση ακολουθούσε η εξάρθρωση κοινοτήτων και της σχετιζόμενης απασχόλησης. Λίγο αργότερα, τον 16ο αιώνα, παρουσιάστηκαν τα πρώτα κύματα απόκληρων φτωχών που είχαν ανάγκη βοήθειας από τους δήμους και αποτελούσαν απειλή για την επικρατούσα τάξη.
Την ίδια εποχή με τις περικλείσεις αυξήθηκαν οι οικοτεχνίες που ασχολούνταν με την επεξεργασία του μαλλιού και την υφαντουργία. Αυτές οι οικοτεχνίες έβαλαν τη βάση για την κατοπινή βαμβακοβιομηχανία (στον 18ο αιώνα) που έδωσε τεράστια ώθηση στη Βιομηχανική Επανάσταση. Συγχρόνως παρείχαν απασχόληση για πολλούς τεχνίτες και ανέργους που είχαν χάσει τη δουλειά και το βιος τους με τις περικλείσεις.
(Κάτι παρόμοιο έγινε και στην Ισπανία τον 17ο αιώνα. Εκεί όμως οι περικλείσεις έγιναν σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα και πολύ πιο απάνθρωπα και απρόσεκτα. Σε πολλές περιοχές το έδαφος διαβρώθηκε από υπερβολική κτηνοτροφία (πρόβατων) ενώ πάμπολλες κοινότητες ξεκληρίστηκαν.)
4. Πολύ χειρότερες ήταν οι περικλείσεις του 18ου και του 19ου αιώνα. Ο G. Trevelyan περιγράφει (British History in the 19th Century London, Longman’s, 1944: σ 488) εκτεταμένα αυτό το εγχείρημα. Ακριβή στοιχεία για την περίοδο 1700-1760 δεν διασώθηκαν αλλά υπάρχουν για τα μεταγενέστερα χρόνια. Στον πίνακα βλέπουμε τις εκτάσεις που περικλείστηκαν. Ένα άκρο (acre) ισούται με τέσσερα στρέμματα.
Χρονική Περίοδος Κοινοτικά χωράφια και λίγοι αγριότοποι Αγριότοποι
1700-1760 237.845 άκρα 74.518 άκρα
1761-1801 2.428.721 άκρα 252.150 άκρα
1802-1842 1.610.302 άκρα 939.043 άκρα
Ήταν η εποχή της νέας Αγροτικής Επανάστασης με νέες μεθόδους γεωργίας και κτηνοτροφίας: όσο μεγαλύτερα τα κτήματα, τόσο οικονομικότερα και παραγωγικότερα. Οι τελευταίες τεχνολογικές ανακαλύψεις περίμεναν πρακτική εφαρμογή αλλά επικρατούσε η απληστία για υπερπαραγωγή και αύξηση πλούτου χωρίς μέριμνα για τις μάζες των χωρικών που εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους.
Υπήρχαν πολλοί ιδεολόγοι που θεωρούσαν την αλλαγή αναγκαία για την προκοπή του Έθνους και ταξίδευαν σε όλη τη χώρα προπαγανδίζοντας με έξαρση την αναγκαιότητα των περικλείσεων. Ακόμα και σήμερα πάμπολλοι ακαδημαϊκοί, ιστορικοί και οικονομολόγοι επικροτούν την όλη εξέλιξη παρότι δέχονται πως υπήρξαν αδικίες και φρικαλεότητες, ανίκανοι να εκτιμήσουν την πραγματική σημασία του γεγονότος.
Τα κίνητρα ήταν και οικονομικά και πολιτικά. Οι αριστοκράτες μεγαλο-γαιοκτήμονες ήθελαν να αυξήσουν περιουσία, εισόδημα και δύναμη εκτείνοντας τις ιδιοκτησίες τους όσο μπορούσαν. Τόσο η γεωργία όσο και η αναπτυσσόμενη βιομηχανία χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια όσο το δυνατόν φθηνότερα. Μετά την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας στη Βόρεια Αμερική και τη Γαλλική επανάσταση, η άρχουσα τάξη ήθελε τις μάζες ανίσχυρες και καθυποταγμένες. Ιδού ένα απόσπασμα από την ομιλία του βουλευτή Giddy στη Βουλή των Κοινοτήτων όταν επιχειρηματολογούσε κατά της πρότασης του Whitbread για την ίδρυση δημοτικών σχολείων, η οποία καταψηφίστηκε: “Όσο προσεκτική κι αν είναι στη θεωρία αυτή η προσπάθεια παραχώρησης Παιδείας στις εργαζόμενες τάξεις των φτωχών, θα είναι επιζήμιο για την ηθική και την ευτυχία τους. Θα τους διδάξει να καταφρονούν τη μοίρα τους στη ζωή, αντί να τους μετατρέψει σε καλούς υπηρέτες στη γεωργία και σε άλλες εργατικές απασχολήσεις. Αντί να τους διδάξει υποταγή θα τους κάνει ανυπάκουους και πείσμονες, όπως φάνηκε στις βιομηχανικές περιοχές. Θα τους επιτρέψει να διαβάζουν ανατρεπτικά φυλλάδια, κακά βιβλία κι έντυπα εναντίον του χριστιανισμού και θα τους κάνει υβριστικούς απέναντι στους ανώτερούς τους.” (Trevelyan, σ 476).
Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την Αναφορά για τη Νομαρχία Berkshire του Bishton προς τη Διεύθυνση Γεωργίας το 1794: “Η χρήση των κοινοτικών εδαφών λειτουργεί στο νου των αγροτών ως ένα είδος ανεξαρτησίας. Όταν και οι υπόλοιπες κοινοτικές εκτάσεις περικλειστούν, η καθυπόταξη των κατώτερων τάξεων – που αυτή την εποχή είναι πολύ επιθυμητή – θα εξασφαλιστεί με αυτόν τον τρόπο.” (Ιδιο.)
5. Η περίοδος 1780-1834 ήταν για τις φτωχές τάξεις γεμάτη βρομιά, αθλιότητα και δυστυχία χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της Βρετανίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που είχαν μια αγροικία, ένα μικρό κτήμα, τον λαχανόκηπο, την αγελάδα, μερικές κότες κλπ, έγιναν ακτήμονες, άστεγοι και άνεργοι. Μερικοί βρήκαν δουλειά στα τσιφλίκια, άλλοι βγήκαν στην παρανομία και άλλοι μετανάστευσαν. Οι περισσότεροι όμως άρχισαν να συνωστίζονται κοπάδια-κοπάδια στα αστικά κέντρα και στις κοινότητες που αναπτύσσονταν γύρω από τα ορυχεία και τα εργοστάσια, όπου επικρατούσε για τις εκατοντάδες των εργαζομένων πειθαρχία φυλακών.
Γενικά, γυναικόπαιδα εργάζονταν 12 ως 15 ώρες και τα παιδιά δέρνονταν για να μένουν ξύπνια και να δουλεύουν. Στα ανθρακωρυχεία και μεταλλεία σιδήρου οι γυναίκες δούλευαν στις σήραγγες ως 14 ώρες: αλυσοδεμένες σαν ζώα αναγκάζονταν να σέρνουν στα τέσσερα τα βαριά καρότσια. Ακόμα και παιδιά 5 ετών δούλευαν στην υπόγεια υγρή σκοτεινιά.
Ο λόρδος Βύρων μίλησε συνοπτικά κι εύγλωττα για τις φρικτές συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στην πρώτη του αγόρευση στη Βουλή των Λόρδων το 1812: “Έχω επισκεφθεί μερικές από τις πιο καταπιεσμένες περιοχές της Τουρκίας, αλλά ποτέ δεν είδα κάτω από την πιο τυραννική κυβέρνηση των απίστων, τέτοια φρικιαστική αθλιότητα σαν αυτή που είδα αφότου επέστρεψα στην καρδιά μιας χριστιανικής χώρας” (Flinn MW 1965, The Sanitary Condition of the Labouring Population, Εδιμβούργο).
Ο μέσος όρος θνησιμότητας για όλη τη χώρα ήταν στη δεκαετία 1811-1821 21,1‰. Μέχρι το 1840 αυξήθηκε σε 23,4 ενώ σε μεγαλουπόλεις όπως η Μάντσεστερ ήταν 33,1 και στη Λίβερπουλ 39,2‰. Ο καθηγητής Christopher Hill έγραψε: “Κανένας υπολογισμός δεν μπορεί να μας δείξει πως μια αύξηση 50% σε εξαγωγές βαμβακερών αξίζει να αγοραστεί με κόστος 1000 γυναικών που πέθαναν πρόωρα και 2000 παιδιών που γεννήθηκαν καθυστερημένα” (Reformation to Industrial Revolution Λονδίνο, Pelicans 1976, σ273).
Την ίδια εποχή αναπτύσσονταν οι τράπεζες και το χρηματιστήριο!
6. Πολλές ίσως από τις περικλείσεις ήταν παράνομες καθώς οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες άρπαζαν τις μικρο-ιδιοκτησίες ή τα κοινοτικά εδάφη κι έδιωχναν βίαια τους χωρικούς από τις αγροικίες τους, αδιαφορώντας για την μοίρα τους. Υπήρχαν άσυλα για τους φτωχούς ακτήμονες και δημοτικά επιδόματα. Πολλοί αγρότες αντιστέκονταν αλλά δεν είχαν ούτε τις νομικές γνώσεις να πολεμήσουν τις εξώσεις ούτε τα χρήματα να πληρώσουν δικηγόρους. Οι λιγοστοί που κατάφερναν να κάνουν παράπονα και αιτήσεις στο Κοινοβούλιο μέσω δικηγόρων δεν είχαν εκπροσώπους εκεί: το γενικό κλίμα ιδεών και συμφερόντων ήταν εναντίον τους, όπως είδαμε στα αποσπάσματα στο §4.
Οι περισσότερες περικλείσεις όμως έγιναν νόμιμα με ιδιωτικά νομοσχέδια που ψηφίζονταν στο Κοινοβούλιο κι επικυρώνονταν στη Βουλή των Λόρδων. Στα 13 χρόνια 1798-1810 ψηφίστηκαν 956 τέτοια νομοσχέδια και στη δεκαετία 1811-1820 πέρασαν 771. Τα περισσότερα μέλη και στις δύο Βουλές προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι βασικές προϋποθέσεις για την οικονομία της αγοράς. Με την εκπνοή των τελευταίων στοιχείων των παλαιών φεουδαρχικών σχέσεων και την εξαφάνιση κοινοτικών εδαφών και αγριότοπων, οπότε όλες οι γαίες έγιναν ιδιόκτητες, εδραιώθηκε η αγορά γης. Μέχρι το 1840 οι περισσότερες διατάξεις που όριζαν τη μεταβίβαση των ιδιοκτησιών ακέραιων και αδιαίρετων ως επί το πλείστον καταργήθηκαν (§2, τέλος). Με τις λεγεώνες των εκτοπισμένων αγροτών που τώρα ήταν ακτήμονες και άνεργοι εδραιώθηκε η αγορά εργασίας. Υπήρχε βέβαια πολλή ζήτηση εργατών στα ορυχεία κι εργοστάσια, αλλά τις δουλειές τις έπαιρναν οι τυχεροί που δέχονταν τα χαμηλότερα ημερομίσθια. Φυσικά, τα ημερομίσθια δεν μπορούσαν να πέσουν κάτω από το ελάχιστο αναγκαίο για την επιβίωση. (Ας σημειωθεί πως ακριβώς οι ίδιες συνθήκες παρουσιάστηκαν στην εικοσαετία 1880-1900 στις ΗΠΑ. Όλες οι γαίες περικλείστηκαν μέχρι το 1895. Στη χώρα έφθαναν περίπου 500.000 μετανάστες κάθε χρόνο με το όνειρο της επιτυχίας. Τις δουλειές τις έπαιρναν όσοι δέχονταν τις κατώτερες αμοιβές. Έτσι κι εκεί δημιουργήθηκε η οικονομία της αγοράς.)
Ένας τρίτος σημαντικός παράγων ήταν οι νέες χρηματοπιστωτικές εξελίξεις. Και οι αγροτικές και οι βιομηχανικές αλλαγές με τα μεγάλα κτήματα και τα νέα εργοστάσια χρειάζονταν χρήματα για τα κτήρια και μηχανήματα, για τις πρώτες ύλες και για τη μισθοδοσία. Λίγοι αγροκτήμονες κι επιχειρηματίες είχαν τα αναγκαία αποθέματα συσσωρευμένα από εισοδήματα προηγούμενων ετών. Οι πιο πολλοί είχαν ανάγκη δανεισμού. Εκτός από άμεσο τραπεζικό (ή παρόμοιο) δανεισμό, επιχειρηματίες μπορούσαν να εκδώσουν μετοχές (ή παρόμοια) που εισέρχονταν προς πώληση στο Χρηματιστήριο. Αυτή ήταν αρχικά η λειτουργία των Χρηματιστηρίων Αξιών: οι αγοραπωλησίες μετοχών για να αποκτούν τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης οι επιχειρήσεις. Μια πρόσθετη λειτουργία ήταν η κάλυψη τιμών πρώτων υλών. Ο επιχειρηματίας αγόραζε σε μια τιμή, ας πούμε 10, αλλά ωσότου το προϊόν ολοκληρωθεί και περάσει στην αγορά, η τιμή άλλαζε προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ανάλογα με την περίπτωση, ο επιχειρηματίας μπορούσε να υποστεί μεγάλη ζημιά. Σήμερα βέβαια οι χρηματοπιστωτικές λειτουργίες έχουν ξεφύγει από τα αρχικά πλαίσια: η νομοθεσία παντού επιτρέπει τον τζόγο, τα ολιγοπώλια και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. (Βλ κεφ 4, N. Ferguson 2008 The Ascent of Money New York, Penguin Press). Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
7. Ναι, δημιουργήθηκε η οικονομία της αγοράς, κι εγκαθιδρύθηκε το laissez faire laissez passer ‘αφήστε να γίνεται, αφήστε να περνά [ελεύθερα]’, το ιδεολόγημα των Γάλλων Φυσιοκρατών του 18ου αιώνα – Quesnais (Κενέ), Tyrgot (Τυργκό) κα.
Αλλά “στην καρδιά μιας χριστιανικής χώρας” (Βύρων) φώλιαζε και η χριστιανική συνείδηση με τις ευαγγελικές εντολές να αγαπάς τον πλησίον σου κι αν έχεις δύο χιτώνες να δίνεις τον ένα σε αυτόν που δεν έχει. Έτσι ταυτόχρονα παρουσιάστηκε μια άλλη κίνηση, αντίστροφη. Στη Βρετανία τόσο η Αγγλοσαξονική παγανιστική παράδοση όσο και η χριστιανική έσμιξαν για να θεμελιώσουν αισθήματα φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης και συνεισφοράς: ο κοινός νόμος της Αγγλίας (Common Law) πάντα τόνιζε πιο πολύ τα καθήκοντα προς την οικογένεια και την κοινωνία παρά τα ατομικά δικαιώματα. Έτσι όταν οι αγέλες των ακτήμονων, φτωχών, απόκληρων, αυξήθηκαν πέρα από κάθε προσδοκία, αφυπνίστηκε η χριστιανική συνείδηση και το αγγλοσαξονικό αίσθημα ότι η φροντίδα και υπηρεσία είναι από τον ισχυρό προς τον αδύναμο. Έτσι ακολούθησαν πολλά διαδοχικά νομοθετήματα που αποσκοπούσαν στην καταπράυνση της αθλιότητας και φτώχειας. Η κίνηση προς την ελεύθερη οικονομία και το Κράτος Πρόνοιας με τον παρεμβατισμό του αναπτύχθηκαν παράλληλα, όχι διότι ο παρεμβατισμός δεν άφηνε να λειτουργήσουν ελεύθερα οι νόμοι της αγοράς, όπως ψευδώς ισχυρίζονται οι νεο-συντηρητικοί, αλλά διότι οι συνέπειες της οικονομίας με τους νόμους της απρόσκοπτης αγοράς ήταν τόσο απαράδεκτα εξαθλιωτικές και φρικιαστικές.
Δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση το ξεκίνημα της κρατικής πρόνοιας αφού ήδη από την ελισαβετιανή εποχή υπήρχε κάποια μέριμνα για τους περιπλανώμενους φτωχούς (που είχαν ξεβράσει οι πρώτες μεγάλες περικλείσεις). Η κατάργηση της δουλείας το 1833 δεν είχε κανένα οικονομικό κίνητρο: ήταν καθαρά ηθικό θέμα. Ομοίως, πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν (βλ. §2) είχαν ηθικό έναυσμα, ενώ άλλες προωθούσαν την οικονομική ανάπτυξη. Έτσι μετά το 1850 το εμπόριο έγινε πολύ πιο ελεύθερο με την κατάργηση των νόμων που απαγόρευαν την εισαγωγή σιτηρών (1846), αλλά μόνο το 1860 επί πρωθυπουργίας Gladstone τα 418 εμπορεύσιμα είδη που είχαν δασμούς μειώθηκαν σε 48. Ήδη στη δεκαετία 1840 άρχισαν να οργανώνονται τα συνδικάτα. Το 1870 οργανώθηκε η δημόσια διοίκηση και ιδρύθηκε το εθνικό σύστημα παιδείας· το 1875 οργανώθηκε το εθνικό σύστημα υγείας και περίθαλψης. (Την ίδια εποχή περίπου ο μιλιταριστής Bismarck έκανε όμοιες μεταρρυθμίσεις πρόνοιας στη Γερμανία και το 1883 εγκαθίδρυσε πρώτος μια πλήρη Κρατική Κοινωνική Ασφάλιση.)
Παραταύτα, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν μειώθηκε. Οι νουβέλες του Charles Dickens και άλλων συγγραφέων δείχνουν ανάγλυφα πόση αθλιότητα και φτώχεια υπήρχε στις κατώτερες τάξεις της πλέον προηγμένης χώρας του κόσμου. Αλλά και μια σειρά από στατιστικές στα χρόνια 1889-1902 έδειξαν πως το 30% του πληθυσμού του Λονδίνου ζούσε κάτω από κάθε επιτρεπτό όριο φτώχειας με ένα εισόδημα που δεν έφτανε ούτε για τα απαραίτητα της ζωής. Αυτό το 30% ήταν 1,25 εκατομμύρια άνθρωποι.
Ακόμα και σήμερα, ακόμα και στις πιο προηγμένες, πιο πλούσιες χώρες της Δύσης υπάρχουν χιλιάδες άστεγοι, απόκληροι, άνεργοι – ενώ πολλοί άλλοι έχουν εκατομμύρια και μερικοί δισεκατομμύρια. 200 χρόνια οικονομολογικών μελετών και προνοιακού παρεμβατισμού ή “ελεύθερης” (;) οικονομίας δεν κατόρθωσαν να εξαλείψουν αυτό το χάσμα.
8. Ο Arthur Young ήταν ένας από τους υπέρμαχους των περικλείσεων αλλά, όπως μερικοί άλλοι, είχε το 1801 την εντιμότητα να ομολογήσει δημόσια το σφάλμα του στο να υποστηρίζει αυτή τη βαρβαρότητα. Αφού αναφέρθηκε στην κακοήθεια των δικηγόρων και επιτρόπων που κανόνιζαν τις περικλείσεις, πρόσθεσε: “Θα προτιμούσα όλες οι κοινοτικές εκτάσεις της Αγγλίας να βυθίζονταν στη θάλασσα παρά να δω στο μέλλον μια τέτοια συμπεριφορά προς τους φτωχούς χωρικούς όπως με τις περικλείσεις” (Annals of Agriculture 1801, στον Trevelyan).
Αρκετοί στοχαστές κατανόησαν πως με τις περικλείσεις οι χωρικοί δεν είχαν πλέον πρόσβαση στη γη κι εξ ανάγκης θα πουλούσαν την εργοδύναμή τους όπου μπορούσαν: δεν είχαν άλλη επιλογή για να μην πεθάνουν από πείνα. Διότι όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη (ή φθηνή) πρόσβαση στη γη, τα ημερομίσθια και οι απολαβές γενικά τείνουν να πέσουν προς το κατώτερο ποσό που οι άνεργοι θα αποδεχθούν. Οι περικλείσεις ήταν η βασική αιτία για την έκρηξη φτώχειας κι ανεργίας και την εντεινόμενη διαίρεση του Έθνους σε ισχυρούς/πλούσιους κι αδύναμους/στερημένους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Alfred Marshall (έχοντας την έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο Cambridge) έγραψε: «Από την οικονομολογική και από την ηθική άποψη, η γη πρέπει παντού και πάντα να μπαίνει σε μια δική της αποκλειστική κατηγορία. Αν από την αρχή, το κράτος αποκόμιζε την πρόσοδο, το σφρίγος της βιομηχανίας και συσσώρευσης δεν θα είχε χάσει την κατεύθυνσή του … Αυτό δεν ισχύει για τα έσοδα από τα εγγειοβελτιωτικά έργα των ανθρώπων.» (Principles of Economics, 6η Εκδ, Λονδίνο 1956, σ. 661)
Ο J. H. Clapham υπέδειξε πως τα πιο χαμηλά ημερομίσθια που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη επιδότησης από τις δημοτικές αρχές παρουσιάζονταν στις “περιοχές με τις μεγαλύτερες πρόσφατες περικλείσεις” (κεφ 4, τόμος 1, Economic History of Modern Britain, Λονδίνο 1926). Ο K. Polanyi εξήγησε: “Για όσο η εγχώρια βιομηχανία συμπληρωνόταν από τα βοηθήματα που παρείχε ένας λαχανόκηπος, ένα χωραφάκι, ακόμα και η πρόσβαση σε βοσκότοπο, η εξάρτηση του εργαζόμενου αγρότη σε χρηματικό εισόδημα δεν ήταν απόλυτη: οι πατάτες από το έδαφος, οι πάπιες, η αγελάδα ή έστω κι ένας γάιδαρος έκαναν μεγάλη διαφορά έτσι που το εισόδημα να μοιάζει με ασφαλιστικό επίδομα ανεργίας.” (The Great Transformation σ. 92.)
Ο Δρ. Hoskins έγραψε: “Η αγροτική εξοικονόμηση μετετράπη σε εμπορική εξοικονόμηση … Ανεργία σήμαινε καταστροφή διότι δεν υπήρχε κομμάτι γης στο οποίο ο μισθωτός θα μπορούσε να στραφεί” (σ 269, The Midland Peasant, Λονδίνο 1957).
Ο καθ. L. MacLaren δίνει μια πληρέστερη ανάλυση: “Ήταν οι περικλείσεις που δημιούργησαν τη μάζα των ανέργων, που καταπίεσαν τα ημερομίσθια πρώτα στους αγρούς και μετά, με τον ερχομό της Βιομηχανικής Επανάστασης, στις πόλεις… Αναμφίβολα, αν η γη που περικλείστηκε και παρέμεινε αχρησιμοποίητη γινόταν διαθέσιμη για χρήση, η αυξημένη παραγωγική δύναμη της μηχανής θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ζήσουν πολύ καλύτερα στα άδεια διαθέσιμα εδάφη. Όταν όμως οι άνθρωποι έμειναν ακτήμονες, χωρίς πρόσβαση στην τώρα ιδιωτικοποιημένη γη, ο ανταγωνισμός για εργασία εμπόδιζε την άνοδο των ημερομισθίων. Η δουλειά δινόταν σε όποιον δεχόταν λιγότερα … Με την πρώτη φρίκη της καταστροφής των νοικοκυριών και τη διάλυση των οικογενειών που ακολούθησαν τις περικλείσεις, οι άνθρωποι, παραζαλισμένοι και ανέλπιδοι, αξίωναν μια φτωχότατη μισθοδοσία, αρκετή μόνο για την επιβίωσή τους”. (Σ 84, The Nature of Society, Λονδίνο Martlet Press 1946.)
9. Έτσι ξεκίνησε η οικονομία της αγοράς, η λεγόμενη “ελεύθερη οικονομία” που δεν είναι καθόλου ελεύθερη αφού μια ορισμένη τάξη κατέχει τεράστια πλούτη και δύναμη σε χρήμα και γη ενώ δισεκατομμύρια αναγκάζονται να ζουν με ένα δολάριο ή και λιγότερο τη μέρα.
Όταν οι νεοσυντηρητικοί (αυτοί που αποκαλούνται “νεοφιλελεύθεροι”) ισχυρίζονται πως η διαίρεση σε πλούσιους και στερημένους οφείλεται στο γεγονός πως “οι νόμοι της αγοράς” δεν αφήνονται να λειτουργήσουν δίχως παρεμβάσεις, απλούστατα ψεύδονται ασύστολα ή, εξίσου πιθανόν, δεν έχουν εμβαθύνει στους φυσικούς νόμους της οικονομίας και παρελαύνουν την άγνοιά τους.
Εφόσον η γη δεν είναι ελεύθερα ή φθηνά προσβάσιμη για τους πολλούς ακτήμονες, δεν μπορεί να υπάρχει ελεύθερη οικονομία. Οι πλούσιοι θα γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Η ελεύθερη οικονομία απαιτεί ελεύθερους ανθρώπους κι ελεύθερη γη. Αυτή σήμερα διασφαλίζεται, όπως έδειξα σε πολλά προηγούμενα άρθρα, με τη Γεωφορολόγηση. Δίχως αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να υπάρξει ούτε (νεο)φιλελευθερισμός ούτε πραγματικά ελεύθερη αγορά.
1 Comment
tomaso
Εξαιρετικο αρθρο και πολυ ενημερωτικο!