1. Προτού συμπληρώσουμε τη σύγχρονη διανομή του καθαρού προϊόντος της παραγωγής, είναι καλύτερα ίσως να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα μπερδεμένα σημεία της οικονομίας.
Έγραψα νωρίτερα για τη θεληματική διαστρέβλωση που επέβαλαν στον όρο «κεφάλαιο» αφενός οι αναρχοαριστεροί μετατρέποντάς το σε καταραμένο εχθρικό στοιχείο και αφετέρου οι διαπρεπείς πανεπιστημιακοί συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό και τη γη που σαφώς δεν είναι κεφάλαιο.
Τα έξοδα παραγωγής είναι μια ακόμα περίπτωση διαστρέβλωσης.
Οι οικονομολόγοι αυθαίρετα σμίγουν τα έξοδα παραγωγής με μισθούς, τόκους και φόρους σε μια κατηγορία. Αυτό μπορούν και πρέπει να το κάνουν οι λογιστές των επιχειρήσεων για να ξεχωρίζουν τα κέρδη από τα έξοδα. Αλλά οι οικονομολόγοι δεν είναι λογιστές όπως η Πολιτική Οικονομία δεν είναι η Λογιστική και δεν έχει σχέση με τη διαχείριση και διοίκηση επιχειρήσεων, με την οποία ασχολείται η Μικρο-οικονομική. Η Πολιτική Οικονομία ως επιστήμη εξετάζει τις σχέσεις των ανθρώπων στην κοινωνία και τις δυνάμεις στην παραγωγή και διανομή του πλούτου.
2. Η παραγωγή παράγει πλούτο, δηλαδή αγαθά προς χρήση και κατανάλωση και υπηρεσίες διάφορες. Ο δε πλούτος διανέμεται στους δικαιούχους που είναι οι διεκδικητές των μισθών (ή αποδοχών) και της προσόδου.
Αναπόφευκτα μια επιχείρηση, μια παραγωγική μονάδα σε οποιονδήποτε τομέα, θα αναλώσει αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται και παρέχονται από άλλες επιχειρήσεις. Μια σωληνουργία π.χ. στη χώρα μας χρησιμοποιεί μέταλλο που εξορύσσεται ως φυσικός πόρος και παρασκευάζεται ως πρώτη ύλη σε δοκάρια ή βέργες ή λαμαρίνες κλπ., κάπου στο εξωτερικό και στέλνεται με καράβι προτού μετατραπεί σε σωλήνα. Μα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πολλά άλλα υλικά όπως άμμος και πίσσα και μηχανήματα που θερμαίνουν και αναπλάθουν το μέταλλο. Χρησιμοποιούνται επίσης νερό και ηλεκτρικό ρεύμα καθώς και φορτηγά (με καύσιμα) που μεταφέρουν τις πρώτες ύλες και τα τελειωμένα προϊόντα.
Σαφώς όλα τα παραπάνω έχουν κόστος και αυτό είναι τα έξοδα παραγωγής. Ένα μέρος της ακαθάριστης παραγωγής, ένα μέρος των προϊόντων που πωλούνται, δίνει το έσοδο που πληρώνει και καλύπτει αυτά τα έξοδα. Μένει μετά το καθαρό προϊόν. Και αυτό εξετάζουμε.
3. Στα διαγράμματά μας οι διάφορες στήλες αντιπροσωπεύουν το καθαρό προϊόν αφού αφαιρεθούν τα έξοδα. Οι πρώτες ύλες, μεταφορικά κλπ., είναι προϊόντα άλλων μονάδων.
Όλος ο πλούτος, κάθε παραγωγή, συντελείται αρχικά από την ανθρώπινη εργασία πάνω στους φυσικούς πόρους της γης υπό γεωφυσικές και κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Είναι φυσικό και δίκαιο να μοιράζεται ο πλούτος που παράγεται ανάμεσα στους τρεις δικαιούχους. Αλλά είδαμε πως η γη που παρέχει τους φυσικούς πόρους δεν χρειάζεται μερίδιο. Έτσι ο πλούτος μοιράζεται στην αμοιβή της εργασίας που είναι οι μισθοί και στην πρόσοδο που είναι η αμοιβή της κοινωνίας.
Η επιχειρηματική προσπάθεια γίνεται για να παραχθεί τόσος πλούτος που τα έσοδα της πώλησής του θα μοιραστούν σε μισθούς και πρόσοδο, αφού καλυφθούν τα έξοδα της παραγωγής που προαναφέραμε.
Αν οι μισθοί που είναι η αμοιβή της εργασίας θεωρηθούν κόστος ή έξοδα μαζί με το ενοίκιο που είναι η αμοιβή για τη γη, τους φόρους που είναι η αμοιβή για τις συνθήκες της κοινωνίας και τους τόκους που είναι η αμοιβή για το δάνειο και γενικότερα το στήσιμο της επιχείρησης, τότε και το κέρδος πρέπει να θεωρηθεί κόστος ως αμοιβή του επιχειρηματία!
Οπότε φθάνουμε στο γελοίο συμπέρασμα πως η παραγωγή όλη είναι έξοδα!
Σε συνθήκες όπου υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στη γη για όλους τους πολίτες, ή έχει επιβληθεί πλήρως η Γεωφορολόγηση, οι μόνοι δικαιούχοι είναι οι εργαζόμενοι και η κοινωνία: η διαίρεση δίνει μισθούς στους παραγωγούς και πρόσοδο στο κράτος.
Στις τωρινές στρεβλές συνθήκες οι μισθοί πέφτουν στο λιγότερο που αποδέχονται οι άνεργοι και η πρόσοδος φουσκώνει για να ικανοποιήσει όχι μόνο τη διεκδίκηση της κοινωνίας μέσω φόρων αλλά και τις διεκδικήσεις του γαιοκτήμονα, του δανειστή και του επιχειρηματία.
Ο τελευταίος είναι το κλειδί στην παραγωγή και αν δεν έχει την αμοιβή του, δηλαδή το κέρδος, η παραγωγή παύει και οι εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους. Ισχυρή παραγωγή δημιουργεί εμπιστοσύνη η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί την παραγωγή και το εμπόριο.
4. Η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως εμπιστοσύνη, που συχνά και ορθά λέγεται και ‘‘πίστη’’.
Πολύ πριν την κρίση του χρέους και των Μνημονίων, η κοινωνία μας έδειχνε κατάφωρα σημάδια απιστίας ή αφερεγγυότητας. Και αν δεν επανέλθει αξιοπιστία, πίστη σε όλο το πολιτικο-οικονομικό φάσμα, επενδύσεις δεν θα γίνουν και η κρίση θα συνεχιστεί.
Η εντιμότητα είναι το φυτώριο της πίστης και αξιοπιστίας – εντιμότητα και στις πράξεις αλλά και στα λόγια. Δυστυχώς η εντιμότητα αυτή εκλείπει από όλους που θα έπρεπε σε όλους τους τομείς της κοινωνίας να δίνουν το καλό παράδειγμα. Οι πολιτικοί ηγέτες ξεχωρίζουν με τα πελώρια ψέματα που εκστομίζουν ξεδιάντροπα, και από όλους στις τελευταίες δεκαετίες ξεχωρίζει ο κ. Τσίπρας, ο πρόεδρος του αναρχοαριστερού Σύριζα που τώρα πάει τρεκλίζοντας να γίνει κεντρο-αριστερό κόμμα. Και δυστυχώς μόνο στη χώρα μας σε ολόκληρη την ανεπτυγμένη Δύση, έχουμε τέτοιο φαινόμενο – μεγάλη μερίδα του λαού να στηρίζει έναν τέτοιον απατεώνα αντί να τον φυλακίσει. Γι’ αυτό η αξιοπιστία της χώρας μας είναι πολύ χαμηλή διεθνώς.
Αν δεν υπάρχει κάποια πίστη, δεν μπορεί να εκτελεστεί καμιά ανταλλαγή και συναλλαγή. Διότι κάποιος πρέπει πρώτος να παραχωρήσει το αγαθό του εμπιστευόμενος πως και ο άλλος θα κάνει το ίδιο αμέσως μετά. Θα το εξετάσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο.
5. Η ‘‘πίστωση’’ είναι παράγωγο της πίστης και πραγματικά και γλωσσολογικά.
Όποιος δίνει πίστωση καθώς παραχωρεί κάποιο εμπόρευμα, την ίδια στιγμή παίρνει κάτι και ο ίδιος. Παίρνει την προφορική ή γραπτή υπόσχεση από τον άλλο ότι αυτός ο άλλος θα αποπληρώσει το χρέος του σε κάποια συμπεφωνημένη ημερομηνία. Κάθε παραλήπτης πίστωσης έχει χρέος/υποχρέωση/καθήκον να τηρήσει έμπρακτα τον λόγο του αποπληρώνοντας το χρέος του. Ομοίως, κάποιος μπορεί να πληρώσει για ένα εμπόρευμα – μηχάνημα ή ρούχο – με αντάλλαγμα την υπόσχεση του προμηθευτή πως αυτό το εμπόρευμα θα σταλεί στη διεύθυνση που ο αγοραστής έχει ορίσει.
Πάμε παρέα να φάμε σε ταβέρνα. Τρώμε και πίνουμε. Και όλη την ώρα ο ιδιοκτήτης μας παραχωρεί τα ποτά και τα εδέσματα με πίστη. Εμείς πληρώνουμε όταν τελειώσουμε, μετά από δυο ώρες. Ή πάμε διακοπές σε ξενοδοχείο και μένουμε 10 μέρες. Ο ξενοδόχος μας εξυπηρετεί πάλι με πίστη όλο αυτό το διάστημα. Εμείς πληρώνουμε όταν φεύγουμε.
Η σημασία της πίστης και πίστωσης αυξάνεται καθώς μεγαλώνει το πλαίσιο και η ποικιλία συναλλαγών και η διαίρεση κι εξειδίκευση της εργασίας.
Ο ωρολογιακός χρόνος, όπως βλέπουμε, παίζει σπουδαίο ρόλο επίσης.
Πάρτε ακόμα ένα παράδειγμα – τη ναυπήγηση ενός δεξαμενόπλοιου. Ο εφοπλιστής παίρνει δάνειο από την τράπεζά του, μάλλον, και αυτό δίνεται ως προκαταβολή στο ναυπηγείο το οποίο αγοράζει με αυτήν τα υλικά που χρειάζεται και πληρώνει τους μισθούς των εργαζομένων. Μετά από 3 ή 4 μήνες θα δοθεί μια νέα δόση αφού ο εφοπλιστής και η τράπεζα έχουν ικανοποιηθεί πως η κατασκευή προχωράει κανονικά. Και η διαδικασία συνεχίζεται ως την ολοκλήρωση της κατασκευής σε 1 ή 1,5 έτος.
Φανταστείτε τι (δεν) θα γινόταν αν δεν υπήρχε πίστη και πίστωση.
Η πίστη είναι η ατμόσφαιρα στην οποία αναπτύσσεται η οικονομία όλη και είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να την προωθεί με όλα τα μέσα κυρίως με αδέκαστη και γρήγορη δικαιοσύνη – κάτι που δεν γίνεται σήμερα, οπότε η ίδια η κυβέρνηση εκδηλώνει μεγάλη αναξιοπιστία, δυστυχώς, καθώς ενδιαφέρεται μόνο να νέμεται την εξουσία και τη δόξα, την καλοπέραση και τα κονδύλια που τη συνοδεύουν για να ευχαριστεί τους πελάτες ψηφοφόρους της.