1. Ελάχιστοι άνθρωποι, ακόμα και πανεπιστημιακοί, επαγγελματίες, οικονομολόγοι κάθε είδους, ή καλά μορφωμένα άτομα, κατανοούν τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο – καπιταλισμού και προσοδισμού. Όλοι αντιλαμβάνονται μια διαφορά μεταξύ καπιταλιστών και προλετάριων ή εργαζομένων και σταματούν σε αυτή τη διάκριση.
Ειδικά οι μαρξιστές και αναρχοαριστεροί πάσης φύσης. Επιδίδονται σε «αγώνες» και συνθηματολογίες ενάντια στους «καπιταλιστές» και υπέρ των αδικημένων, εργαζομένων προλετάριων. Νομίζουν, όπως όλοι μας σχεδόν μετά από τόσες δεκαετίες μαρξιστικής, σοσιαλιστικής και αναρχοαριστερής προπαγάνδας, πως οι «καπιταλιστές» είναι οι πλούσιοι σκληρόκαρδοι εκμεταλλευτές των ανά τον πλανήτη λαών. Επαναλαμβάνουν ανιαρά και κουραστικά, παπαγαλίζοντας, σαχλά συνθήματα χωρίς σκέψη κι έρευνα.
Κάθε φορά που βρίζουν ή καταριόνται τους άσπλαχνους καπιταλιστές ή κεφαλαιοκράτες, δεν καταλαβαίνουν πως βρίζουν ή καταριούνται τον μικρο-μαγαζάτορα που πουλάει ψιλικά, ή επιδιορθώνει ρούχα, ή βάφει αμάξια και αλλάζει λάστιχα, ή φτιάχνει τα υδραυλικά μας, τα ηλεκτρικά μας ή τα ξυλουργικά μας. Όλοι αυτοί οι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, και πολλοί άλλοι σαν αυτούς, είναι κεφαλαιούχοι, αφού για να κάνουν τη δουλειά τους χρησιμοποιούν κεφάλαιο.
Κεφάλαιο είναι χρήμα, βέβαια. Αλλά είναι και όλα τα σύνεργα που ένας εργάτης χρησιμοποιεί στη δουλειά του. Η ράφτρα χρειάζεται τη μεζούρα, τη ραπτομηχανή, τα ψαλίδια, τις βελόνες και τις καρφίτσες της: όλα αυτά είναι κεφάλαιο και από αυτή την άποψη, η ίδια είναι «καπιταλίστρια»! Ο τυροπιτάς της καντίνας ή του μικρομάγαζου έχει τον φούρνο, το ψυγειάκι, τους δίσκους, τα μαχαίρια και ό,τι άλλο χρειάζεται στην εργασία του. Ομοίως ο ξυλουργός στο εργαστήρι του έχει τον τόρνο, τις πλάνες, τα σφυριά κλπ. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα σύνεργα είναι κεφάλαιο.
Οι πραγματικοί αμαρτωλοί, κλέφτες κι εκμεταλλευτές, είναι οι προσοδιστές, αυτοί που απολαμβάνουν την πρόσοδο χωρίς εργασία ή άλλη συνεισφορά!
2. Για τη σύγχυση φταίει σε μεγάλο βαθμό ο Μαρξ και σε μεγαλύτερο ο πιστός του πατρόνας, βιομήχανος, καπιταλιστής και προσοδιστής, Φ. Ένγκελς, που δεν έδωσαν τις κατάλληλες, πιο καθαρές εξηγήσεις.
Όχι ότι ο Μαρξ δεν αναφέρθηκε στο θέμα. Στο πρώιμο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στην αρχή του οποίου γράφει για το φάντασμα του κομμουνισμού που πλανιέται στη γέρικη Ευρώπη, προς το τέλος του δεύτερου μέρους δηλώνει ως πρώτο μέτρο (από 10) της προλεταριακής κυβέρνησης να είναι «Η απαλλοτρίωση της [μεγάλης] γαιοκτησίας και η χρησιμοποίηση της προσόδου για τα έξοδα του κράτους». Εδώ, όπως και σε άλλα γραπτά του αργότερα, ο Μαρξ δεν μιλάει για κεφάλαιο, αλλά για πρόσοδο.
Δυστυχώς ούτε ο Μαρξ ούτε οι δήθεν μεγάλοι μαρξιστές κάνουν με αρκετή σαφήνεια τον διαχωρισμό μεταξύ κεφαλαίου και προσόδου. Έτσι ας αφήσουμε τις συγκεχυμένες αντιλήψεις που ταλανίζουν τους μαρξιστές και συνοδοιπόρους.
3. Στη Βρετανία, όπου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έζησε ο Μαρξ εξόριστος με τη χρηματική βοήθεια του Ένγκελς, αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «καπιταλισμός» κι έφθασε στην κορύφωσή της η Βιομηχανική Επανάσταση.
Σε αυτή την ιστορική χώρα με τις πανάρχαιες συντηρητικές παραδόσεις, το θεσμό της Βασιλείας, την ξεθωριασμένη αριστοκρατία, τους μεγαλογαιοκτήμονες, τους τραπεζίτες και ασφαλιστές, τους διπλωμάτες του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας άνθισε ο «καπιταλισμός» αλλά δεν δικαιώθηκε η αρχική πρόβλεψη του Μαρξ ότι σε τέτοια χώρα θα γινόταν προλεταριακή επανάσταση.
Τέλος πάντων, στη Financial Times, εφημερίδα-όργανο, θα έλεγαν οι πλείστοι αναρχοαριστεροί, του «κεφαλαίου», ένας τακτικός οικονομικός συνεργάτης, ο John Kay, έγραψε στη στήλη του (27/12/2009): «Μπορείς να πλουτίσεις με το να δημιουργήσεις πλούτο ή με το να ιδιοποιηθείς τον πλούτο που έχουν δημιουργήσει άλλοι. Όταν η ιδιοποίηση πλούτου είναι παράνομη λέγεται ‘κλοπή’ ή ‘εξαπάτηση’. Όταν είναι νόμιμη λέγεται από οικονομολόγους ‘προσοδοθηρία’ (rent-seeking)».
Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz δίνει μια προειδοποίηση στο τελευταίο του βιβλίο The Price of Inequality (2012, New York, W. Norton). Η Δυτική οικονομία δεν θα επιβιώσει, γράφει, αν συνεχίσει να παράγει την ανισότητα εισοδημάτων που προκαλούν οι προσοδοθήρες (rent-seekers). Και ορίζει την προσοδοθηρία ως επιχειρήσεις (corporations) με μεγάλη οικονομική δύναμη που μανιπιουλάρουν τις αγορές ή τη νομοθεσία προς όφελός τους για να ιδιοποιούνται εισοδήματα που ανήκουν σε άλλους.
4. Τι είναι ακριβώς η (γεω-)πρόσοδος;
Ο Βρετανός οικονομολόγος-ιστορικός F. Harrison δίνει τον ακόλουθο ορισμό: «Πρόσοδος είναι το πλεόνασμα υπεράνω του εισοδήματος που δίδεται στην εργασία και στο κεφάλαιο» (σ 32 The traumatized Society, London, Shepheard-Walwyn 2012).
Η πρόσοδος λέγεται (κακώς) ‘υπεραξία’ και ‘πλεόνασμα’ (surplus) και ‘δημόσια αξία’ (public value) κατά τον Alfred Marshall και άλλους: Βλ. Φορολογική Μεταρρύθμιση Β και Φορολογία Γ: Κέρδος και Πρόσοδος.
Το διάγραμμα εικονίζει μια μεγαλούπολη, περιοχή ή χώρα, με λιμάνι (Λ) και ζώνες από μονάδες παραγωγής όπου σύμφωνα με τον νόμο του Ricardo η πρόσοδος μειώνεται καθώς απομακρυνόμαστε από το Λιμάνι-Κέντρο. Οι στήλες είναι, ας πούμε, κτήματα καλλιέργειας σιταριού ή καλαμποκιού, εργοστάσια υφαντουργίας ή παπουτσιών, σουπερμάρκετ, τράπεζες ή ό,τι άλλο. Οι στήλες ΧΧ αντιπροσωπεύουν εδάφη που δεν χρησιμοποιούνται. Όλες οι άλλες στήλες (=παραγωγικές μονάδες) χρησιμοποιούν ισότιμο κεφάλαιο κι εργατικό δυναμικό.
Αφού σε όλες τις μονάδες έχουμε ίσο κεφάλαιο και ίση εργασία, γιατί παρουσιάζεται διαφορά στην πρόσοδο; Πού οφείλεται αυτή;
Ας πούμε πως οι στήλες αντιπροσωπεύουν πέντε εργοστάσια παπουτσιών. Σίγουρα τα δύο, Α και Β, που είναι πιο κοντά στο Λιμάνι (και στην πρωτεύουσα ή μεγαλούπολη) έχουν οφέλη από την εγγύτητά τους στις πηγές πρώτων υλών, στις αγορές όπου διατίθενται τα προϊόντα τους, στα κεντρικά κρατικά γραφεία, στο πληθυσμιακό κέντρο για τους εργαζόμενους, στις πολιτισμικές εκδηλώσεις και παρόμοια. Όσο πιο μακριά από το κέντρο τόσο πιο πολλά τα έξοδα. Το ίδιο ισχύει για την κλωστοϋφαντουργία, για σουπερμάρκετ κλπ.
Στην περίπτωση καλλιεργειών σημαντικό ρόλο παίζει και η εγγύτητα σε ποταμό ή δεξαμενή της ΕΥΔΑΠ ή άλλη πηγή νερού και η ευφορία εδάφους.
Υπάρχουν διακυμάνσεις, φυσικά, που οφείλονται στην παρουσία πολύτιμων φυσικών πόρων, όπως ουράνιο, ή διαμάντια. Ένα χρυσωρυχείο έχει πολύ μεγαλύτερο εισόδημα από το καλύτερο σουπερμάρκετ στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αλλά ένα χρυσωρυχείο κοντά στο Λιμάνι-Κέντρο έχει μεγαλύτερο εισόδημα από κάποιο άλλο 100 χιλιόμετρα μακρύτερα, χωμένο στην έρημο, εφόσον, όπως είπαμε, χρησιμοποιούν ίση εργασία και ίσο κεφάλαιο. Σε τι οφείλεται, λοιπόν, η διαφοροποιημένη πρόσοδος;
5. Είναι φανερό πως η πρόσοδος οφείλεται στην τοποθεσία της παραγωγικής μονάδας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της πόλης, περιοχής ή Πολιτείας και στα πλεονεκτήματα που επιδέχεται από την εγγύτητα αγορών, συγκοινωνιών και άλλων δημοσίων υπηρεσιών. Ή, με άλλα λόγια, οφείλεται στην ύπαρξη και ανάπτυξη της σύνολης κοινωνίας.
Αλλά τώρα εδώ ας προσέξουμε ακόμα ένα σημείο. Κάθε τοποθεσία έχει μια αξία ή τιμή, μεγαλύτερη στις κεντρικές ζώνες όπου η πρόσοδος είναι υψηλότερη και μικρότερη όπου η πρόσοδος είναι χαμηλότερη – με τις διαφορές που οφείλονται, όπως είπαμε, σε έκτακτες καταστάσεις όπως η παρουσία πολύτιμων φυσικών πόρων, ευφορία εδάφους και παρόμοια. Αλλά και η ευφορία εδάφους και οι φυσικοί πόροι δεν είναι στοιχεία που υπάγονται στην εργασία καθεαυτή του ανθρώπου ή στο κεφάλαιο καθεαυτό που χρησιμοποιείται για την αξιοποίησή τους. Έτσι σε κάθε περίπτωση, η αξία ή τιμή μιας τοποθεσίας οφείλεται στη θέση της μέσα στην ανεπτυγμένη κοινωνία.
Πρόσοδο, πλεόνασμα ή διαφορά στην τιμή έχουν και τοποθεσίες όχι μόνο καταστημάτων αλλά και κατοικιών. Το οικόπεδο μιας κατοικίας στην Πλάκα ή στο Κολωνάκι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από ένα ισομέγεθο οικόπεδο στον Βύρωνα ή στη Θήβα ή στη Φλώρινα.
6. Αυτό το πλεόνασμα, η διαφορά στις αξίες εδαφών που λέγεται και υπεραξία, οφείλεται στην ύπαρξη και πρόοδο της κοινωνίας σε πληθυσμό, γνώση, τεχνολογία, δημόσιες υπηρεσίες και άλλες εκδηλώσεις πολιτισμικής ανάπτυξης.
Αφού η πρόσοδος, το πλεόνασμα, δημιουργείται από την ύπαρξη της κοινωνίας (ή Πολιτείας), τότε πρέπει να δίνεται στην κοινωνία (ή στο κράτος) για να χρηματοδοτεί όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και απαραίτητες κρατικές λειτουργίες.
Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Με τη φορολογία, βέβαια, ένα μέρος της προσόδου όντως δίνεται στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό όμως είναι πολύ μικρό. Το υπόλοιπο, η μερίδα του λέοντος, πάει σε ιδιωτικές τσέπες. Επειδή τα έσοδα από τη δημόσια αξία ή πρόσοδο είναι λιγοστά, το Δημόσιο αναγκάζεται να φορολογεί και την ιδιωτική αξία που οφείλεται στην εργασία και στις επενδύσεις κεφαλαίου και είναι η αμοιβή τους. Συνεπώς οι εργαζόμενοι παίρνουν λιγότερα ως αμοιβή τους από αυτά που πραγματικά παράγουν – και σ’ αυτό οι μαρξιστές έχουν απόλυτο δίκιο. (Το κράτος επίσης δανείζεται από τους προσοδιστές που συσσωρεύουν μη-δεδουλευμένο πλούτο και κάποια ώρα χρεοκοπεί!)
Έτσι έχουμε διπλή κλοπή, διπλό σφετερισμό.
Αφενός το κράτος ή Δημόσιο κλέβει από τους εργαζόμενους καθώς με την άδικη, ανόητη φορολογία του ιδιοποιείται ή σφετερίζεται μέρος από τη φυσική αμοιβή των εργαζομένων.
Αφετέρου ιδιώτες κλέβουν από την πρόσοδο καθώς σφετερίζονται μεγάλο μέρος από τη φυσική αμοιβή του Δημοσίου. Αυτοί που ιδιωτικοποιούνται τη δημόσια αξία είναι οι προσοδοθήρες ή προσοδιστές.
7. Κι εδώ βέβαια εγείρεται το ερώτημα γιατί το επιτρέπουν αυτό οι λαοί και οι κυβερνήσεις; Γίνεται, διότι πολίτες και κυβερνήτες πάσχουν από άγνοια, αλαζονεία και απληστία. Αυτό χρειάζεται άλλου είδους προσέγγιση και θεραπεία.