1. Υπάρχουν τουλάχιστον δυο είδη ψυχολογίας. Το ένα είναι η σύγχρονη ψυχολογία (με όλα τα ποικίλα παρακλάδια της ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας) που θεωρείται ‘επιστήμη’ και όπου ο ψυχολόγος μελετά άλλους ανθρώπους. Το δεύτερο είναι το αρχαιότερο είδος όπου ο άνθρωπος μελετά τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτό το δεύτερο λέγεται ‘εσωτερισμός’ και κανονικά θα συμπεριλάμβανε τις αρχές της γλωσσολογίας, της επιστήμης, της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της τέχνης.
Υπάρχουν άνθρωποι με ισχυρή μνήμη που θυμούνται καθαρά τη γέννησή τους και ορισμένες πτυχές της βρεφικής ηλικίας τους. Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από τις φαντασιώσεις ορισμένων ψυχασθενών που νομίζουν πως ήταν ο Ναπολέων, η Μαντάμ Πομπαντούρ, η Κλεοπάτρα, ο Μεγαλέξανδρος και παρόμοια.
Αλλά εκτός από τέτοιες τεκμηριώσεις, όλοι έχουμε το (συν)αίσθημα ύπαρξης: το αίσθημα ‘εγώ είμαι, υπάρχω’. Αυτό το αίσθημα υπάρχει σε όλες τις αναμνήσεις μας φθάνοντας πίσω στις πρώτες πρώτες αναθυμήσεις μας.
2. Η σωζόμενη λογοτεχνία δείχνει πως οι άνθρωποι ακόμα και στις παλαιότερες εποχές, δηλαδή στην 3η χιλιετία πκχ, είχαν αυτό το (συν)αίσθημα ‘εγώ είμαι, υπάρχω’, έστω κι αν δεν υπήρχαν καθρέφτες τότε – όπως απαιτεί η θεωρία του Ζακ Λακάν.
Ο Γάλλος ψυχαναλυτής ακολούθησε πιστά τις αντιλήψεις του Φρόιντ μα τις τροποποίησε σημαντικά. Διερεύνησε την έννοια του Υπερ-Εγώ σε συμβολική τάξη, του Εγώ σε φαντασιακή και το Εκείνο σε πραγματικό.
Το πραγματικό παρομοιάζεται με την πραγματικότητα που ερευνούν οι επιστήμες, η οποία είναι μια ασύλληπτη ολότητα. Μόνο στην πρώιμη βρεφική ηλικία βρισκόμαστε κοντά στο πραγματικό αυτό: εδώ υπάρχουν μόνο ανάγκες. Αυτή η κατάσταση χάνεται καθώς το βρέφος εισέρχεται στη γνώση και χρήση της γλώσσας.
Η φαντασιακή τάξη έρχεται με την κατοπτρική συγκρότηση του ‘εγώ’, έχει κάτι το ναρκισσιστικό και προσθέτει στις ανάγκες απαιτήσεις. Το πραγματικό εξακολουθεί να υπάρχει και βρίσκεται σε ένταση με το φαντασιακό.
Η συμβολική τάξη σχετίζεται στενά με τη γλώσσα που φέρνει κανόνες και εντολές για την κοινωνική ζωή και τις σχέσεις με τους άλλους: είναι ο νόμος του πατέρα. Σε αυτό το στάδιο εκδηλώνονται και προστίθενται οι επιθυμίες, ενώ ολοκληρώνεται και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα όπου το παιδί επιθυμεί ερωτικά τη μητέρα του!
3. Αυτά όλα ακούγονται αληθοφανή και οι ψυχαναλυτές τα δέχονται λίγο πολύ – καθώς πολλοί άνθρωποι αναπτύσσονται κατά τον τρόπο αυτό. Αλλά όπως έγραψα στο προηγούμενο, είναι μάλλον φαντασιακά των ψυχολόγων και καθόλου αληθινά. Μπορεί κάποιο αγόρι να ερωτευτεί την μητέρα του και να έχουν αιμομικτική σχέση, όπως κάποιος πατέρας έχει με την κόρη του. Αυτό είναι όλο. Δεν ισχύει για όλους και όλες, όπως δεν ισχύουν η ομοφυλοφιλία, η κτηνοβασία, ο μαζοχισμός κλπ.
Κατά τη θεωρία του Λακάν το βρέφος διαχωρίζεται από τη μητέρα όχι στη γέννα μα όταν αρχίζει να μιλάει, μπαίνοντας δηλαδή στη συμβολική τάξη και στον νόμο του πατέρα. Όμως κατά την ίδια θεωρία, το βρέφος αποκτά αίσθηση του ‘εγώ’ (=ύπαρξης) καθώς ανακαλύπτει στον καθρέφτη πως το δικό του σώμα είναι ξεχωριστό από της μητέρας και όλα τα άλλα υλικά σώματα. Και, πάντα κατά τη θεωρία, τώρα νιώθει άγχος/ανησυχία (anxiety), καθώς αισθάνεται πως έχασε κάτι!
4. Προφανώς οι θεωρητικοί αυτοί δεν βλέπουν την αντίφαση εδώ. Διότι δεν είναι δυνατόν το βρέφος να μη βλέπει πως υπάρχουν πολλά πολλά διαφορετικά σώματα στο σύνολο πεδίο της επίγνωσης ή όρασής του και όλα να είναι ξεχωριστά. Αφού όμως η πραγματικότητα, κατά τη θεωρία, είναι υλική/σωματική (‘το εγώ είναι πρώτα σωματικό εγώ’), τότε ο διαχωρισμός δεν γίνεται με τη μάθηση της γλώσσας. Σε αυτό το στάδιο σίγουρα γίνεται διατύπωση, μα ο διαχωρισμός υλικών σωμάτων υφίσταται εξαρχής.
Άνθρωποι που είχαν ή έχουν εξωσωματική εμπειρία, νιώθουν τον εαυτό του ως θεατή να βρίσκεται έξω (πάνω ή πίσω) από το κορμί τους και να κοιτά ακόμα και το δικό του ξεχωριστό σώμα όπως όλα τα άλλα. Όμως αναπόδραστα και ανεξαίρετα ‘ξαναμπαίνουν’ στο δικό τους σώμα. Γιατί αγνοούν αυτές τις μαρτυρίες οι ψυχαναλυτές είναι απορίας άξιο.
Πρέπει να συμπεράνουμε πως η δύναμη του εαυτού υπάρχει εκ γενετής μαζί με το σώμα. Αλλά είναι τέτοια που να μπορεί να έχει επίγνωση ή αίσθηση και άλλων σωμάτων και συνδέεται με τον λεπτότερο ψυχικό ή νοητικό κόσμο των άλλων, χωρίς να προκαλεί καμιά ταραχή ή να προδίδει την παρουσία της στους άλλους. Εξερευνά το δικό της σώμα σιγά σιγά και ταυτίζεται με αυτό μαθαίνοντας να ελέγχει όλα τα μέλη μέσω των κινητικών λειτουργιών.
Όμως αυτό που έχει σημασία για τον στοχαστικό άνθρωπο είναι να μάθει με αυτοεξέταση πως λειτουργεί ο νους του στην τωρινή ενηλικίωσή του και να δει αν μπορεί να τη βελτιώσει.