Στην αρχή υπήρχε μόνο ο ουρανός ψηλά και τα νερά κάτω και ο κόσμος κυβερνιόταν από το Συμβούλιο των θεών το πανίσχυρο Orisha. O θεός Ololun διοικούσε τον ουρανό και ο Olokun διοικούσε τον κόσμο των υδάτων κάτω.
Ο θεός Obοtala ζήτησε άδεια από το Συμβούλιο να δημιουργήσει τη γη. Ο Ololun έδωσε άδεια και ο Orunmilla, ο σοφότερος του Orisha τον συμβούλεψε πως να το κάνει. ‘Θα χρειαστείς μια μακριά χρυσή αλυσίδα, το κέλυφος σαλιγκαριού γεμάτο άμμο, μια λευκή όρνιθα, έναν μαύρο γάτο κι ένα κουκούτσι χουρμά.’
Ο Obοtala μάζεψε όλα τα πράγματα και ζώα σε μια σακούλα και κρέμασε την αλυσίδα από μια άκρη του ουρανού. Άρχισε να γλιστρά προς τα κάτω, όλο και πιο χαμηλά, για πολύ μεγάλο διάστημα, ωσότου έφτασε στο άκρο της αλυσίδας, που όμως έμενε μετέωρη ψηλά, πάνω από τα νερά. Έτσι εκείνος άδειασε το κοχύλι άμμου και ελευθέρωσε την όρνιθα.
Η άμμος έπεσε σαν νησίδα στο νερό και η όρνιθα προσγειώθηκε πάνω της κι άρχισε να τσιμπολογά και να τινάζει την άμμο σε κάθε κατεύθυνση. Κι έτσι από την άμμο σηκώθηκαν ψηλά βουνά κι ανάμεσα οι πεδιάδες.
Τότε ο Obοtala έριξε το κουκούτσι στη γη κι αμέσως φύτρωσε η χουρμαδιά κι ένα δάσος χουρμαδιές. Ευχαριστημένος ο θεός κατέβηκε στη νεοδημιούργητη γη να ζήσει εκεί. Και ονόμασε τη γη Ife. Μα σύντομα βαρέθηκε μόνο να παίζει με τη γάτα του κι άρχισε να φτιάχνει φιγούρες από πηλό και να πίνει κρασί από χουρμάδες, φτιάχνοντας πάντα φιγούρες. Ζήτησε τότε από τον Ololun να εμφυσήσει ζωή στις φιγούρες. Την επομένη τα πήλινα πλάσματα είχαν ζωντανέψει μα του φάνηκαν πανάσχημα!
Ο Obοtala λυπήθηκε και ορκίστηκε να μην ξαναπιεί κρασί και ξεκίνησε να φτιάχνει από πηλό καλλίμορφες φιγούρες. Μόλις ο Ololun εμφύσησε ζωή στα νέα πλάσματα αυτά άρχισαν να κατασκευάζουν οικοδομές και πόλεις.
Αυτοί ήταν οι άνθρωποι.
Ο Obοtala ήταν ο θεός προστάτης τους, ιδίως των δύσμορφων και ανάπηρων. Όλο το Συμβούλιο έμεινε ικανοποιημένο από την εργασία του Obοtala. Όλοι οι θεοί εκτός από τον Olokun, τον Κύριο των υδάτων, που δεν τον είχαν συμβουλευτεί ή πληροφορήσει για τη δημιουργία της γης στα νερά του και τους ανθρώπους και τα άλλα πλάσματα.
Ο Olokun σε ένα ξέσπασμα θυμού προκάλεσε μια μεγάλη πλημμύρα που καταπόντισε σχεδόν όλη τη δημιουργία του Obοtala. Όταν τα νερά κατακάθισαν όλοι πήραν πια στα σοβαρά την ύπαρξη της θάλασσας.