Η ακόλουθη ιστοριούλα μπορεί να είναι Ιαπωνική, Ινδική ή Κινέζικη. Την βρήκα και στις τρεις παραδόσεις. Παίρνω την κινέζικη εκδοχή. Το μοναστήρι μπορεί να είναι ταοϊκό ή βουδιστικό.
Αρκετοί άνθρωποι κατοικούσαν στην περιοχή κοντά στο μοναστήρι με τον ναό Κάο. Υπήρχε αρκετή κίνηση, γιατί το Πνεύμα της Φωτιάς του ναού είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, ακόμα και για θαύματα. Μα όταν ανέλαβε ηγούμενος ο δάσκαλος Χογκέν, η κατάσταση άλλαξε βαθμιαία μα γρήγορα.
Ήταν φημισμένος για την οξυδέρκεια και τη σοφία του. Πολλοί καινούριοι μαθητές πήγαν να μελετήσουν κοντά του, όπως και πολλοί πιστοί πήγαιναν να λατρέψουν και να προσευχηθούν στο Πνεύμα του ναού.
Η κίνηση συνεχίστηκε λοιπόν, μα ο θόρυβος λιγόστεψε. Ο Χογκέν δίδασκε όλο και πιο εντατικά τη σιωπή της γλώσσας και του νου. Οι κωδωνοκρουσίες και οι ψαλμωδίες μειώθηκαν και μετά έπαψαν εντελώς. Ο Χογκέν απαγόρευσε ακόμα και την απαγγελία ιερών κειμένων και ο ίδιος έκανε πολύ λίγες ομιλίες, μα μόνο για να τονίσει την ανάγκη ησυχίας του νου. Υπήρχε μελέτη και ανάγνωση των γραφών, μα γινόταν σιωπηλά, εκτός από ορισμένες ώρες μια φορά τη βδομάδα. Όποια εργασία κι αν γινόταν, γινόταν σιωπηλά, μαγείρεμα, καθαρισμός, φροντίδα των κήπων.
Μέρα νύχτα το μοναστήρι με τον φημισμένο ναό του έστεκε σιωπηλό. Και η σιγή του απλώθηκε και αγκάλιασε όλη την περιοχή.
Η χήρα κυρία Τζιάνγκ αγάπησε αυτή την ασυνήθιστη ησυχία. Είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και γεράσει σε κείνη την κοινότητα. Κάποτε ήταν όμορφο νέο κορίτσι. Οι άντρες την ήθελαν, την κυνηγούσαν. Έτσι παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Ήρθε πόλεμος, μετά άλλος και άλλος. Ο άντρας της σκοτώθηκε. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, σκόρπισαν. Γέρασε μονάχη. Μόνο ένας γιος είχε μείνει λίγο πιο μακριά με την οικογένειά του κι ερχόταν να τη δει πότε πότε.
Η σιωπή που τύλιγε το μοναστήρι στην αρχή δεν της άρεσε. Τη φόβιζε. Μετά τη συνήθισε. Ήταν μια σιγή που σιγά σιγά διαχύθηκε στον νου της, στάλαξε στην καρδιά της. Έτσι ένιωθε το κάλεσμά της και την ήθελε όπως το φως και τον αέρα. Ένιωθε πως κάτι κρυβόταν βαθιά στη σιγή κα πότιζε όλο της το είναι με γαλήνη και σιωπηλή χαρά. Ούτε η ζωή την ένοιαζε πια ούτε ο θάνατος τη φόβιζε.
Αυτά προσπαθούσε να εξηγήσει σιγανά στον γιο της που απορούσε με την ησυχία και φωτεινότητά της. Και την ίδια ώρα προσπαθούσε να βρει την εξήγηση και για τον εαυτό της, αν και δεν την ένοιαζε πραγματικά.
Ξαφνικά η ησυχία έσπασε με τον ήχο του σήμαντρου του ναού. Ακολούθησε κι άλλος, κι άλλος. Ακολούθησε το βουητό της ψαλμωδίας.
Ο γιος της πήγε στο παράθυρο να δει τι γινόταν στο μοναστήρι.
‘Α!’ είπε η κυρία Τζιάνγκ χαμογελώντας. ‘Ο δάσκαλος πέθανε’.