Ένας Ιρλανδός μπαίνει σε μπαρ και παραγγέλνει 3 ποτήρια Γκίνες. Κάθεται απόμερα και πίνει μια γουλιά από κάθε ποτήρι διαδοχικά. Όταν τελειώνει, πάει στο μπαρ και παραγγέλνει ακόμα τρία ποτήρια.
Ο μπάρμαν του λέει: “Ξέρεις, η μπίρα ξεθυμαίνει. Θα ήταν καλύτερα αν έπαιρνες ένα ποτήρι κάθε φορά και το τελείωνες.”
“Αχ!” αποκρίνεται ο Ιρλανδός. “Ξέρεις, έχω δύο αδέρφια: ο ένας είναι στην Αυστραλία κι ο άλλος στην Αμερική. Κι εγώ εδώ. Όταν χωρίσαμε, είπαμε να πίνουμε με αυτόν τον τρόπο για να θυμόμαστε τις μέρες που πίναμε μαζί. Έτσι πίνω και για τα δύο αδέρφια μου”.
Ο μπάρμαν συμφώνησε πως ήταν ωραίο έθιμο και δίχως άλλη κουβέντα έδωσε τα τρία ποτήρια.
Ο Ιρλανδός έγινε τακτικός θαμώνας στο μπαρ κι έπινε πάντα με τον ίδιο τρόπο στην ίδια μοναχική γωνιά του. Η παραγγελία του ήταν πάντα τρία ποτήρια: δύο για τα αδέρφια του και κι ένα για τον εαυτό του. Οι άλλοι θαμώνες όπως κι ο μπάρμαν συνήθισαν.
Μια μέρα όμως έρχεται και παραγγέλνει δυο ποτήρια.
Όλοι οι τακτικοί θαμώνες το πρόσεξαν και τήρησαν σιγή. Ο Ιρλανδός ήπιε σιγά –σιγά τα ποτήρια του και πήγε για τη δεύτερη δόση του.
“Δεν θέλω να σκαλίσω τα προσωπικά σου,” του είπε ο μπάρμαν, “Μα έχεις τα συλλυπητήρια όλων μας για την απώλειά σου”.
Ο Ιρλανδός σάστισε για μια στιγμή μόνο, μα αμέσως κατάλαβε και γέλασε.
“Όχι, όχι!” είπε. “Και τα δυο αδέρφια μου είναι καλά. Να, η γυναίκα μου προσχώρησε στην Εκκλησία των Βαπτιστών κι έτσι αναγκάστηκα εγώ να πάψω να πίνω. Μα, φυσικά, τα αδέρφια μου συνεχίζουν!”