Οι άνθρωποι έφτασαν κουρασμένοι και μπερδεμένοι στον Τόπο του Μεσόχωρου όπου πρωτοβγήκαν, μα δεν βρήκαν τη Γιαγιά Αράχνη. Μόνο όταν νύχτωσε για καλά και τα άστρα γέμισαν τον ουρανό κατάλαβαν γιατί δεν την βρήκαν στην περιοχή τους. Εκείνη καθόταν στον ιστό της ψηλά στον ουρανό αστροστολισμένη και κουνούσε λυπημένη το κεφάλι της, χύνοντας λίγα δάκρυα-άστρα που έσβηναν γιατί έβλεπε την ανοησία των αγαπημένων της ανθρώπων. Μερικοί άνθρωποι επίσης έκλαψαν κι έτρεξαν μακριά όσο μπορούσαν να ενωθούν με τη Γιαγιά τους κι αναλήφθηκαν ψηλά στον ουρανό. Και ο λευκός δρόμος που ακολούθησαν είναι ο Γαλαξίας μας. Πιο πέρα, τα καλοκαίρια, φαίνεται ο ιστός της Αράχνης. Είναι πάντα εκεί και η Γιαγιά μπορεί πάντα να κατέβει στους ανθρώπους, όποτε θελήσει.
Τελικά είχαν μείνει μόνο δυο άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα. Παρά τη λύπη και την κούρασή τους ταξίδεψαν νότια. Ήταν η μόνη κατεύθυνση που δεν είχαν ταξιδέψει. Ο δρόμος ήταν σκληρός, μέσα από μια μεγάλη έρημο, ακολουθώντας τον ποταμό Ρίο Γκράντε. Σε κάθε βήμα – άμμος, ζέστη και σκόνη.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Η γυναίκα είχε δει πρασινάδα στα δεξιά τους και πήγαν μαζί, πέρα από τον Jornado del Muerto ‘Δρόμο του Θανάτου’, στα πρώτα δέντρα. Πλάι στο πράσινο δάσος ήταν το γαλάζιο νερό του μεγάλου ποταμού.
«Εδώ είναι όμορφα!» είπε η γυναίκα. «Ας μείνουμε εδώ ν’ αναπαυθούμε. Ο τόπος φαίνεται φιλόξενος κι ευνοϊκός για μας.»
Έτσι αναπαύθηκαν στη δροσερή σκιά, απολαμβάνοντας την ομορφιά γύρω τους. Μετά, όταν επανήλθαν οι δυνάμεις του, ο άντρας είπε: «Κοίτα, υπάρχει ένα χρυσαφένιο βουνό πιο κει. Κοίτα πώς λάμπει κι αστράφτει, πέρα από την κοιλάδα στον νότο.»
«Καλύτερα να μην πας εκεί», προειδοποίησε η γυναίκα. «Είδες πόσα πάθαμε όταν πλησιάσαμε τα προηγούμενα βουνά.»
Έτσι ο άντρας έμεινε μαζί της μα η ματιά του πήγαινε αδιάκοπα στο χρυσό βουνό. Η δε γυναίκα είδε ξάφνου κάτι να κινείται στην άμμο.
«Κάτι σέρνεται στην άμμο», είπε. «Τι να είναι αυτό το ζωάκι άραγε;»
Τώρα ο άντρας της είπε να προσέξει μην τους τύχει πάλι κάτι φονικό σαν την αρκούδα που τους επιτέθηκε στο βορεινό βουνό.
Οι δυο μαζί παρακολουθούσαν τώρα το πλασματάκι που σερνόταν στην άμμο – κι αναγνώρισαν τον φίλο τους τον Τυφλοπόντικα που τους είχε βοηθήσει παλιά.
Μα είδαν επίσης αχνάρια άλλου μικρού ζώου που επίσης περπατούσε αργά, πολύ αργά, στην άμμο προς το νερό του ποταμού. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πλασματάκι!
«Η πλάτη του είναι σκληρή σαν βράχος», είπε η γυναίκα. «Μα δες, έχει ένα σχήμα χαραγμένο, χρωματιστό. Κοίτα, κοίτα! Είναι ο ιστός της Γιαγιάς Αράχνης!»
Συνέχισαν κι οι δυο μαζί να το κοιτούν καθώς σερνόταν με μικρά ποδαράκια. Και οι δυο μαζί κατάλαβαν και ξεφώνισαν, και οι δυο μαζί: «Έχει τη μορφή του Χρυσού Βουνού!»
Κοίταξαν πέρα, μακριά στον νότο, όπου λαμποκοπούσε το χρυσαφένιο βουνό το οποίο φαινόταν ξαφνικά να έρχεται προς το μέρος τους. Κι όσο το κοιτούσαν τόσο πιο κοντά πλησίαζε – κι έμοιαζε με το ζωάκι. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Κοίταξαν ξανά το βουνό και μετά το ζωάκι και κατάλαβαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο.
Ήταν το Βουνό της Χελώνας, όπως τους είχε πει η Γιαγιά Αράχνη.
Είχαν ξαναβρεί τον Τυφλοπόντικα και τη Γιαγιά τους. Μα είχαν βρει επίσης τη χελώνα που δεν την ήξεραν και το βουνό της και το καταπράσινο δάσος και την εύφορη γη πλάι στον μεγάλο ποταμό. Είχαν βρει την καινούρια κατοικία τους που τους είχε υποσχεθεί η προστάτιδα πρόγονος όλων των πλασμάτων, η Γιαγιά Αράχνη.