Πριν πολλούς αιώνες στην Περσία, σε μια φτωχογειτονιά της πρωτεύουσας ζούσε μια γερόντισσα σε μια χαμοκέλα στενή σαν το μυαλό του αμαθούς και σκοτεινή σαν τον τάφο του τσιγκούνη. Για σύντροφο είχε μόνο μια γάτα και την τάιζε από τον δικό της χυλό εκτός κι αν εκείνη έπιανε κάποιο ποντίκι. Μα αυτό γινόταν σπάνια. Πιο συχνά έβλεπε τα χνάρια τους παρά τα ίδια τα ποντίκια. Στη σπάνια περίπτωση που έπιανε ποντίκι χαιρόταν σαν ζητιάνος που βρίσκει θησαυρό και το γιόρταζε για μια βδομάδα μη ξέροντας αν ήταν ξύπνια ή ονειρευόταν. Αλλιώς χυλός και πείνα ήταν οι μέρες της.
Μια μέρα που λιαζόταν στην οροφή είδε μια άλλη γάτα να περπατά στον μαντρότοιχο ενός γειτονικού σπιτιού. Εύσωμη και στιλπνή εκείνη περπατούσε αργά μα σίγουρα κι ευλύγιστα με ύφος τίγρης.
“Ποια είσαι συ; Από που είσαι και πως έχεις τέτοια κομψότητα και δύναμη;”, ξεφώνισε κατάπληκτη η γάτα της γερόντισσας.
“Είμαι από εδώ μα και ψιχουλοφάγος του Σουλτάνου”, απάντησε η άλλη. “Κάθε μέρα γλιστράω μέσα στο παλάτι και από τα πλούσια κατάλοιπα διαλέγω τα πιο καλά κρεατικά ή ψαρικά μαζί με κέικ και κουλούρια. Μετά ξαπλώνω, παίζω ή βγαίνω βόλτα σ’ ευτυχισμένη ανεμελιά ως το τσιμπούσι της επομένης”. Καθώς μιλούσε κορδωνόταν με αυταρέσκεια. “Μα εσύ, καημένη, με τη φιγούρα σου κάνεις να ντρέπεται η κάθε γάτα – και να λυπάται: είσαι πετσί και κόκαλο. Ναι, έχεις γατήσια ουρά, μουστάκια και αυτιά, αλλιώς θυμίζεις πιο πολύ αράχνη. Αν μια φορά ερχόσουν μαζί μου στο παλάτι και μόνο μυρίζοντας τα πεντανόστιμα φαγιά θα έπαιρνες νέα ζωή και τα φτωχά σου κόκαλα θα έδεναν”.
“Ναι, ναι”, μουρμούρισε η γάτα της γερόντισσας. “Εδώ μόνο λίγο χυλό έχω για φαγητό και σπάνια ένα ισχνό ποντίκι”. Και πρόσθεσε με ύφος ικετευτικό: “Αφού είμαστε γειτόνισσες και τώρα γνωριζόμαστε, δείξε λίγη φιλία και πάρε με και μένα στο παλάτι”.
Όταν η νέα φιλενάδα της της το υποσχέθηκε, η στερημένη γάτα έτρεξε, κατέβηκε στην κάμαρα της γερόντισσας και της ανιστόρησε όσα συνέβησαν και ειπώθηκαν. Κι εκείνη με την επιφυλακτική ωριμότητα των γερατειών της είπε συμβουλευτικά:
“Μην εξαπατιέσαι καλή συντρόφισσά μου! Μη δίνεις τόση σημασία στα πλούσια φαγητά του παλατιού. Το πιάτο του λαίμαργου συχνά γεμίζει με πόνο. Μην αφήσεις τη γωνιά της λιγοστής έστω ικανοποίησής σου. Τα χείλια της απόλαυσης, τα μάτια της πλεονεξίας, συχνά κλείνουν με μια θανατική βελόνα και την κλωστή της Μοίρας. Η ευχαρίστηση με όσα έχεις είναι που σε κάνει πλούσια”.
Μα η προσδοκία για το πλούσιο φαγοπότι είχε τόσο κατακλύσει τον νου της γάτας που απέρριπτε τη συμβουλή της γέρικης σοφίας. Έτσι λέγεται πως η καλύτερη συμβουλή του κόσμου κρατιέται σαν νερό σε κόσκινο όταν προσφέρεται σε ξεροκέφαλο.
Την επομένη, λοιπόν, η στερημένη γάτα συνόδεψε με αδημονία την εύσωμη και πήγαν στο παλάτι. Κι εκεί πράγματι είδε σωρούς ευωδιαστές πλούσιες λιχουδιές. Έτρεξε κι άρπαξε λαίμαργα, τυφλά ένα κομμάτι. Όμως καθώς πλημμύρισε με απόλαυση στην πρώτη της μπουκιά, ένιωσε κι έναν πόνο έντονο να διαπερνά όλο της το είναι – καθώς στον ώμο της καρφώθηκε ένα βέλος.
Τι είχε συμβεί;
Την προηγούμενη και προ-προηγούμενη είχαν εισδύσει στο παλάτι πολλά γατιά κι έκαναν φασαρία με τα νιαουρίσματά τους. Ο Σουλτάνος και οι αυλικοί ενοχλήθηκαν πολύ. Τότε ο Σουλτάνος διάταξε να μπουν έξτρα φρουροί με τόξα και σπαθιά κι αν έβλεπαν καμιά γάτα να την σκοτώσουν αμέσως.
Έτσι το έφερε η Μοίρα και η γάτα μας τραυματίστηκε βαριά. Αίμα ξεχύθηκε κι αβάσταχτος πόνος την πλημμύρισε.
“Αν ξεφύγω μόνο μ’ αυτή τη λαβωματιά”, νιαούρισε στον εαυτό της, “θα μείνω στη φτωχή καλύβα μου ικανοποιημένη με τον χυλό και το δυσεύρετο ποντίκι. Έπρεπε ν’ ακούσω τη σοφή γριά”.
Κι έτρεξε πίσω στη χαμοκέλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τον πόνο της πληγής της και τον φόβο του θανάτου.