Στο ινδικό επικό Ραμαγιάνα ο πρίγκιπας Ράμα, διάδοχος του θρόνου, εξορίζεται μαζί με τη γυναίκα του Σίτα και τον μικρότερο αδερφό του Λάξμαν στη ζούγκλα. Εκεί έμειναν πολλά χρόνια κι είχαν πολλές περιπέτειες.
Μια μέρα ο Λάξμαν ρώτησε τον Ράμα τι είναι η μεγάλη ψευδαπάτη του κόσμου “μάγια” για την οποία ο Ράμα μιλούσε συχνά.
“Α, δεν θες να τη γνωρίσεις από κοντά. Θα έχεις μπελάδες”, είπε ο Ράμα. “Μη σε απασχολεί”.
Μα ο Λάξμαν επανήλθε στο θέμα καθώς πήγαιναν οι δυο τους στο ποτάμι να κάνουν μπάνιο και ο Ράμα του είπε “Εντάξει, αφού έχεις μεγάλη περιέργεια θα τη δεις σύντομα”.
Έκαναν το λουτρό τους και βγήκαν. Τότε ο Ράμα είπε στον αδερφό του πως ένα δαχτυλίδι έφυγε από το δάχτυλό του μέσα στο ποτάμι.
Ο Λάξμαν που πάντα υπηρετούσε με αφοσίωση τον αδερφό του προθυμοποιήθηκε αμέσως να βουτήξει και να φέρει το δαχτυλίδι. Μόλις βυθίστηκε στο νερό έχασε τις αισθήσεις του.
Αργότερα συνήλθε και βγήκε από το νερό. Βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική περιοχή κοντά σε ένα όμορφο χωριό. Εκεί συνάντησε μια όμορφη κοπέλα και οι δυο ερωτεύτηκαν. Παντρεύτηκαν, έφτιαξαν το σπιτικό τους κι έζησαν ως οικοδεσπότες με όλα τα αγαθά και όλες τις δυσκολίες που οι άνθρωποι συναντούν στη ζωή. Πέρασαν τα χρόνια και απέκτησαν 4 γιους. Όταν γέρασε πια, έπαθε μαλάρια και κάποια ώρα πέθανε.
Οι γιοι του πήραν το σώμα του, το σαβάνωσαν και το έριξαν στο ποτάμι όπως ήταν το έθιμο. Καθώς το σώμα βυθιζόταν και μετά ανέβηκε στην επιφάνεια, ο Λάξμαν συνήλθε κι είδε πως κρατούσε το δαχτυλίδι.
Βγήκε από το ποτάμι, έδωσε το δαχτυλίδι στον αδερφό του και του διηγήθηκε το περίεργο όνειρο που είδε καθώς βούτηξε στα νερά.
‘Ήταν όλο τόσο αληθοφανές”, είπε στον Ράμα με δάκρυα στα μάτια.
“Ήθελες να μάθεις για τη μάγια, τη μεγάλη ψευδαπάτη. Αυτή ήταν!”, του εξήγησε ο Ράμα. Μα δεν του είπε πως τώρα συνέχιζε μια νέα ψευδαπάτη και κάποια ώρα θα συνερχόταν και από αυτήν.