Ο μαγικός αριθμός 1.5° C
Στην πραγματικότητα ο 1.5° C είναι μια κόκκινη γραμμή η οποία δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί μέχρι το 2100. Αν δεν ξεπεραστεί θα υπάρξουν και πάλι επιπτώσεις, μικρότερης, όμως, έκτασης. Αν ξεπεραστεί, οι επιπτώσεις θα είναι πάρα πολύ σημαντικές για τους ανθρώπους, την άγρια φύση και τα οικοσυστήματα. Τις σημαντικότερες θα υποστούν οι χώρες των τροπικών, καθόσον εκεί οι θερμοκρασιακές μεταβολές θα είναι εντονότερες, αλλά και λόγω της αδυναμίας προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες.
Η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1.5°C, θα έχει αντίκτυπο στη διάρκεια, την ένταση και τη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων. Σε καταστάσεις χωρίς ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, ένα ακραίο κύμα καύσωνα θα συνέβαινε π.χ., μια φορά ανά δεκαετία. Στην περίπτωση αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1.5° C, το ίδιο φαινόμενο θα συνέβαινε 4.1 φορές τη δεκαετία, στους 2° C, 5.6 φορές κ.ο.κ. σύμφωνα με τον IPCC. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, όλοι οι μηχανισμοί του κλίματος συνδέονται μεταξύ τους, η αύξηση της θερμοκρασίας θα έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της υγρασίας που με τη σειρά της θα δώσει ακραίες βροχοπτώσεις που θα αυξήσουν τη συχνότητα και ένταση των πλημμυρικών φαινομένων. Καθώς επίσης θα αυξάνεται η εξάτμιση, θα υπάρχουν και εντονότερες περίοδοι ξηρασίας.
Με αύξηση κατά 1.5°C, μέρος από τα στρώματα πάγου της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής θα διασωθούν. Θα χαθεί όμως το 30% από τον πάγο των παγετώνων στα βουνά της Ασίας, και τα 800 εκατ. πληθυσμού που εξαρτάται από το νερό των παγετώνων αυτών θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. Λόγω της τήξης των πάγων θα έχουμε μέχρι το 2100 σημαντική αύξηση της στάθμης της θάλασσας, γεγονός που σημαίνει διάβρωση των ακτών και κατάκλυση ορισμένων νησιωτικών κρατών και παράκτιων πόλεων. Θα κινδυνεύσουν 46 εκατ. κάτοικοι (κυρίως του Βιετνάμ, της Κίνας και της Ιαπωνίας). Θα υπάρξει μερική καταστροφή των κοραλλιογενών υφάλων και σοβαρά προβλήματα στις καλλιέργειες (σόγιας, ρυζιού, σιταριού και καλαμποκιού) καθώς και στην ιχθυοπαραγωγή.
Η διαφορά μεταξύ της θερμοκρασιακής αύξησης κατά 1.5° C και κατά 2° C είναι πολύ κρίσιμη για τους ωκεανούς και τους πόλους. Στους 2° C, τα αποτελέσματα θα είναι δραματικά: Η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει ακόμα περισσότερο, οι αρκτικοί πάγοι θα λιώνουν για πολλούς μήνες τον χρόνο και έτσι θα μειώνεται η αντανακλαστική τους ικανότητα, με πιθανό αποτέλεσμα περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι θα καταστραφούν, πράγμα που σημαίνει απώλεια των ενδιαιτημάτων των θαλάσσιων οργανισμών με σημαντικές επιπτώσεις στη θαλάσσια τροφική αλυσίδα.
Πέρα όμως από τη θάλασσα, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Τα μεγάλα κύματα καύσωνα που θα εμφανιστούν, θα έχουν ακραίες επιπτώσεις στις καλλιέργειες, και θα προκαλέσουν απώλειες ανθρώπινων ζωών (το μεγάλο κύμα καύσωνα το καλοκαίρι του 2003, προκάλεσε 70.000 θανάτους στην Ευρώπη). Θα υπάρξουν ακραίες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και πείνα σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη. Θα εμφανιστούν σε ευρεία έκταση σχεδόν ξεχασμένες αρρώστιες, όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός, θα χαθούν μεγάλα τμήματα των οικοτόπων και θα αυξηθεί σημαντικά ο κίνδυνος πυρκαγιών, ενώ το 8% του παγκόσμιου πληθυσμού θα έχει σοβαρότατο πρόβλημα έλλειψης νερού. Ορισμένες εκτιμήσεις προβλέπουν επίσης ότι σε κάποιες κομβικές περιοχές του πλανήτη μπορεί να υπάρξουν ολικές, μη αναστρέψιμες ανατροπές: Στην Αρκτική θα μπορούσε, ακόμη και τον χειμώνα, να μην υπάρχει καθόλου πάγος, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου θα μπορούσε να πεθάνει, και στο οροπέδιο του Θιβέτ να εξαφανιστούν πλήρως το χιόνι και οι πάγοι.
Σε πιθανή αύξηση 4°C, οι συνέπειες θα είναι δραματικές. Λόγω των ακραίων θερμοκρασιών ορισμένες περιοχές δεν θα είναι πλέον κατοικήσιμες (κυρίως Μ. Ανατολή και Β. Αφρική, με πληθυσμό 500 εκατ.). Λιμός θα εμφανιστεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη, και θα αναστραφεί πλήρως η πορεία ανάπτυξής τους. Η Ευρώπη, πλην της Ισλανδίας, θα υποφέρει από ξηρασία και έλλειψη νερού. Θα υπάρξει άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά σχεδόν 10 μέτρα και θα πλημμύριζαν όλες οι παράκτιες πόλεις και κυρίως της Ινδίας, Κίνας, Μπαγκλαντές, Βιετνάμ, Ινδονησίας, Ιαπωνίας, ΗΠΑ, Φιλιππίνων, Αίγυπτου, Βραζιλίας, Ταϊλάνδης, Μιανμάρ και των Κάτω Χωρών.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Κατά μέσο όρο, κάθε άνθρωπος εκλύει ετησίως στην ατμόσφαιρα 5 τόνους CO2. Οι εκπομπές αυτές υπολογίζονται με βάση την τροφή και ενέργεια που καταναλώνει, τις μετακινήσεις, την ένδυση, τις συνήθειες της ζωής του κ.ο.κ. Ανεπτυγμένα κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα εκλύουν 16,5 και 11,5 τόνους CO2 ανά άτομο, αντίστοιχα, ενώ αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ., Πακιστάν και οι Φιλιππίνες) εκλύουν περίπου 1 τόνο ανά κάτοικο.
Την τελευταία εικοσαετία υπάρχει μεγάλη κινητικότητα σε σχέση με το θέμα της καταπολέμησης/περιορισμού της κλιματικής αλλαγής. Με μία σύντομη ματιά στο διαδίκτυο μπορεί να βρει κάποιος τουλάχιστον 50 διαφορετικούς τρόπους για να συμβάλλει σε ατομικό επίπεδο στον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, όπως π.χ., να περιορίσει τα προϊόντα του κρέατος, να χρησιμοποιεί πράσινη ενέργεια, να ανακυκλώνει, να κινείται με ηλεκτρικά οχήματα, κ.λπ. Η σοβαρότερη και ουσιαστικότερη από τις προτεινόμενες λύσεις που καλύπτει ένα ευρύτερο επίπεδο πέρα από το ατομικό, αφορά την ανάπτυξη και χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην ξηρά (αιολική, ηλιακή, βιομάζα, γεωθερμία) και τη θάλασσα (αιολική, ηλιακή, κυματική, παλιρροιακή). Αλλά και πάλι με μια γρήγορη ματιά στο διαδίκτυο, θα διαπιστώσει κάποιος ότι είναι γεμάτο από ανθρώπους με «οικολογικές ευαισθησίες» που διαμαρτύρονται για τις ανεμογεννήτριες, τα ηλιακά πάρκα, τις κυματικές μηχανές, κ.λπ., και που βέβαια διαστρεβλώνουν τα πραγματικά δεδομένα που αφορούν τη λειτουργία και τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ΑΠΕ. Αυτές οι στρεβλώσεις είναι συνήθως αποτέλεσμα γενικότερης άγνοιας, κακής εκπαίδευσης, ελλιπούς επιστημονικής γνώσης, ειδικής ψυχοσύνθεσης. Όλα μαζί ή και διαζευκτικά.
Οικολογία
Το ευρύτερο περιβαλλοντικό ζήτημα και τα ειδικότερα θέματα που ανέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικότερα η κλιματική αλλαγή, έδωσαν μεγάλη ώθηση στη σχετικά νέα (τέλος του 19ου αι.) επιστήμη της οικολογίας, δηλαδή της μελέτης των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους. Η λέξη οικολογία «φορέθηκε» πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ο όρος κατανοείται στη χαμηλού επιπέδου άποψή του, την λεγόμενη ρηχή οικολογία (shallow ecology). Η ρηχή οικολογία προωθεί στρατηγικές κατά της ρύπανσης των θαλασσών, της ατμόσφαιρας κ.λπ. και υπέρ της εξοικονόμησης των φυσικών πόρων. Ουσιαστικός σκοπός της είναι η διασφάλιση της υγείας και ευημερίας των ανθρώπων στις ανεπτυγμένες χώρες. Είναι μια διαχειριστική/χειριστική περιβαλλοντική ηθική με εκμεταλλευτικό χαρακτήρα υπό το κάλυμμα της «επιστημονικής» γνώσης. Οι πολιτικές της αγνοούν ουσιαστικά τις υπανάπτυκτες χώρες, είναι βραχυπρόθεσμες και εγωκεντρικές, έχοντας κέντρο της τον άνθρωπο (ως χειριστή της φύσης) και τις άμεσες ανάγκες του, αλλά όχι όλους τους ανθρώπους! Σε τοπικό επίπεδο, ένα πολύ απλό παράδειγμα ρηχής οικολογίας είναι το εξής: αγοράζει ο κ. Χ, κάτοικος Αθηνών, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Έχει μελετήσει καλά το όλο θέμα, και γνωρίζει ότι το αυτοκίνητό του έχει μηδενικές εκπομπές. Ο κ. Χ νιώθει συνειδητοποιημένος οικολόγος και είναι περήφανος που συμβάλλει κι ο ίδιος σε μια πιο καθαρή Αθήνα. Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη του ο κ. Χ είναι ότι το ρεύμα που χρησιμοποιεί για το ηλεκτρικό του αυτοκίνητο, παράγεται κάπου αλλού άρα και ρυπαίνει κάπου αλλού. Αλλά δεν τον νοιάζει. Έχω την εντύπωση ότι τα περισσότερα από τα σημερινά οικολογικά κινήματα στρέφονται σε αυτή την άποψη της οικολογίας.
Η βαθιά οικολογία (deep ecology) από την άλλη πλευρά, πρεσβεύει αρχές σχετικά με το περιβάλλον καθαυτό (μέρος του οποίου είναι και ο άνθρωπος) και συνολικά. Οι αρχές αυτές αναφέρονται στην οικολογική ισότητα, την ποικιλομορφία, την αλληλεξάρτηση και τη συνύπαρξη όλων των μορφών ζωής. Έχει ως ηθική αρχή το «ου βλάψεις» και ως προτεραιότητα την προστασία όλων των οικοσυστημάτων, αναγνωρίζοντας ότι όλα τα είδη έχουν το δικαίωμα να ζουν. Η φύση έχει εγγενή αξία, και η προσέγγιση στη βιόσφαιρα είναι ολιστική, καθώς τα πάντα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και χρειάζονται χώρο για να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν. Η αποδάσωση, η απώλεια οικοτόπων, κ.λπ. εξετάζονται υπό αυτό το πρίσμα. Η ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος συνολικά, βελτιώνει αυτόματα το περιβάλλον και για τους ανθρώπους.
Η βαθιά οικολογία φαίνεται να προσφέρει μια ουσιαστικότερη προσέγγιση στο γενικότερο περιβαλλοντικό πρόβλημα και στην κλιματική αλλαγή. Έχει όμως ένα σημαντικό μειονέκτημα: προϋποθέτει ανθρώπους σχετικά υψηλής μόρφωσης, με γνώση, νοημοσύνη, και κατανόηση των μεγάλων νόμων της Φύσης, δηλαδή ανθρώπους που έτυχαν ευρείας και ουσιαστικής παιδείας!