1. Πολλοί εκφράζουν την τάση που έχουν για “προβληματισμούς” ή και για “αναζητήσεις”. Τα δυο συνδέονται. Διότι αν έχεις προβληματισμό, θα αναζητήσεις κάποια λύση.
Πολλοί λοιπόν προβληματίζονται με τη ζωή, τη θρησκεία και παρόμοια. Μα και χωρίς να νιώθουν πως προβληματίζονται, νιώθουν μια παρόρμηση/ώθηση, να αναζητήσουν “τον Θεό” ή ανώτερες καταστάσεις και ικανότητες ή “πνευματική ανάπτυξη”.
Στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί “δάσκαλοι” και πολλές οργανώσεις ή Σχολές που προσφέρουν τέτοιους διαύλους αναζήτησης. Με την εξάπλωση του Διαδικτύου, μάλιστα, τώρα πια βρίσκεις άμεση καθοδήγηση. Μερικές περιπτώσεις είναι πρακτικές, βοηθητικές. Άλλες φαίνονται πολύ παράξενες και αντιρεαλιστικές, μερικές εξωγήινες και άκρως παραπλανητικές. Μα έτσι έχουν τα πράγματα.
Αναρωτιέμαι όμως αν έχουμε αληθινή επίγνωση της κατάστασης.
2. Από ό,τι βλέπω και όσο μπορώ να κρίνω (πάντα με την πιθανότητα να κάνω λάθος) για τους περισσότερους ανθρώπους η αναζήτηση του Θεού ή της πνευματικής ανάπτυξης είναι ηθοποιία και είδος προσποίησης εκ μέρους του “εγώ”, του εαυτούλη μας. Συχνά είναι μίμηση άλλων ή η αντίληψη πως είναι καλό να έχουμε “προβληματισμό” μα και αναζήτηση σε αυτόν τον τομέα. Έτσι δείχνουμε σοβαρότητα κι εμβρίθεια.
Στην πραγματικότητα το “εγώ” είναι σαν να ληστεύει κάποιον και μετά τον βοηθά δήθεν να βρεθούν τα κλεμμένα.
Διότι είναι το “εγώ” (ο εαυτούλης μας, ένα πρόσωπο κατασκεύασμα στον νου) που θέλει να φαίνεται σοβαρός κι εμβριθής και “πνευματικός άνθρωπος” ή, πιο σωστά, “με πνευματικά ενδιαφέροντα”. Μα είναι συγχρόνως εκείνος που επέφερε την έλλειψη πνευματικότητας με τις ορέξεις του για τις υλικές εγκόσμιες κτήσεις και απολαύσεις, ληστεύοντας τον ξενιστή του από τον φυσικό του πλούτο.
Διότι το “εγώ” είναι η έντονη πίστη πως ο Θεός δεν είναι ο Θεός και το Πνεύμα δεν είναι το Πνεύμα. Κατά βάθος πιστεύει πως δεν υπάρχει Θεός ή Πνεύμα – άλλο από τον εαυτούλη του.
Διότι μάλλον το “εγώ” έχει πάρει το ίδιο τη θέση του Υψίστου και του Πνεύματος. Κι έμαθε να υποκρίνεται, όπου και όταν χρειάζεται, ακόμα και ταπεινότητα. Μα συγχρόνως έχει αναστατώσει και μπερδέψει με διάχυτη σύγχυση τη δική του άμεση γειτονιά του μεγάλου σύμπαντος.
3. Αν θέλει όντως πνευματική ανάπτυξη, αν ο παλμός του της αναζήτησης είναι γνήσιος, θα πρέπει ο άνθρωπος να μάθει πρώτα ορισμένες δύσπεπτες αλήθειες.
Μια από αυτές είναι πως χρειάζεται “δάσκαλο”. Δίχως δάσκαλο που θα τον προσέχει από κοντά, θα χαθεί σε διάφορες πλάνες. Και δεν γίνεται μέσω αλληλογραφίας. Πρέπει να υπάρχει καλή σχέση και ειλικρινής “μαθητή-δασκάλου” και στενή επαφή.
Μια δεύτερη και μάλλον σκληρή πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσει νωρίς είναι πως προσεγγίζει τον δάσκαλο για να μάθει και δεν “ξέρει καλύτερα”. Μαθαίνει να δέχεται και να εφαρμόζει αυτά που εκείνος του διδάσκει.
Η τρίτη σκληρή πραγματικότητα είναι πως έτσι όπως φαντάζεται τον εαυτό του είναι μια παρανόηση. Το “εγώ” του, έτσι όπως φαντάζεται τον εαυτό του να είναι, δεν υπάρχει όσο κι αν επαναλαμβάνει “εγώ… εγώ… εγώ…” ή “μου… μου… μου” και “δικό μου” ή “εμένα”.
4. Αυτό το “εγώ” και ο “εαυτός” που περιφέρεται ή αιωρείται σαν ακαθόριστος ίσκιος είναι μια συνήθεια, παμπάλαια και βαθύριζη. Έχει αναπτύξει ένα αυτόνομο, αυτόματο σύστημα κι έτσι λειτουργεί. Δηλαδή λειτουργεί μηχανικά όπως το αυτόνομο νευρικό σύστημα του οργανισμού μας.
Οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό το εγωιστικό αυτόνομο σύστημα, το οποίο μοιάζει να κυβερνά τον άνθρωπο και τη ζωή του. Όμως αυτό μπορεί να παρατηρηθεί. Διότι το “εγώ” και όλη η συμπεριφορά του ξετυλίγεται μέσα στο πεδίο της επίγνωσής μας. Το παρατηρούμε σε όλα του τα καμώματα. Υπάρχει μια άλλη δύναμη, μια άλλη οντότητα, άγνωστη και αθέατη (και ανώτερη) που το παρατηρεί.
Όταν αυτή η κατάσταση γίνει πια κατανοητή, όταν συνειδητοποιηθεί στην ίδια την εμπειρία και δεν υπάρχει πια αμφιβολία για τη φύση του σφετεριστή «εγώ», τότε ο άνθρωπος θα νιώσει μεγάλη ανακούφιση κι ελευθερία.
Τότε θα νιώσει επίσης ευγνωμοσύνη και θα θέλει να γονατίσει και να ευχαριστήσει και να λατρέψει τον Κύριο. Μόνο που αυτός που θέλει να το κάνει δεν υπάρχει. Είναι μια ακόμα θεατρική παράσταση σε λεπτότερο επίπεδο του πολυμήχανου και πολυπρόσωπου “εγώ”.
Υπάρχει όμως η επίγνωση που δεν ανήκει στο “εγώ” και το αναγνωρίζει όποιο προσωπείο και αν φορά, και αυτή είναι η αληθινή δύναμη του ανθρώπου, πάντα παρούσα και αδιάπτωτη.