Πολλοί γράφουν στο Ίντερνετ για τη φώτιση και για πεφωτισμένους. Συνεχίζω λοιπόν στο θέμα αυτό.
Υπάρχουν πολλές αντιλήψεις. Μία πολύ απλή και αναγνωρίσιμη είναι όταν έχεις ένα πρόβλημα στην καθημερινή ρουτίνα σου και ξαφνικά σου έρχεται η λύση. Π.χ. Τι θα φάμε σήμερα; – αναρωτιέται η κυρία του σπιτιού, καθώς τρέχουν στο νου της διάφορα εδέσματα. Μερικά είναι εκτός εποχής. Άλλα φαγώθηκαν πρόσφατα. Άλλα είναι περίπλοκα και άλλα δεν αρέσουν στον σύζυγο. Και φυσικά έρχεται ή έκλαμψη – γίγαντες στον φούρνο! Και συνοδεύεται από μεγάλη ανακούφιση!
Μερικοί γράφουν (και διδάσκουν στις οργανώσεις τους) πως δεν υπάρχει «εγώ», δεν υπάρχει το άτομο που θα εμπειραθεί τη φώτιση. Το «άτομο» είναι μία σκέψη, μία φαντασίωση του νου. Υπάρχει μόνο το σύμπαν και τα φαινόμενα που παρουσιάζονται, διαρκούν όσο διαρκούν και περνούν καθώς γίνονται ή έρχονται άλλα φαινόμενα. Υπάρχει το σύμπαν και η ροή του γίγνεσθαι. Πάντα όταν συναντώ τέτοιες διατυπώσεις απορώ με την ανικανότητα να δουν οι συγγραφείς τη βασική αντίφαση στα όσα λένε.
Μία άλλη διατύπωση είναι πως διανοητικά μπορείς να γνωρίζεις πολλά για πολλά πράγματα. Π.χ. μπορείς να γνωρίζεις για την εκτροφή κοτόπουλων ή αλόγων ή ψαριών. Ο φωτισμένος δεν γνωρίζει με τον ίδιο τρόπο. Εκείνος, λένε όσοι ασχολούνται, ΕΙΝΑΙ τα κοτόπουλα ή ό,τι άλλο, και γνωρίζει με τον τρόπο που το κοτόπουλο γνωρίζει ή νιώθει τον εαυτό του. Ο φωτισμένος δεν γνωρίζει όπως ο μη–φωτισμένος με τη διανοητική γνώση ή πληροφόρηση που κατανοεί το αντικείμενο της γνώσης του ως κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό από τον εαυτό του. Το γνωρίζει όπως εκείνο γνωρίζει τον εαυτό του, ή όπως εγώ γνωρίζω τον εαυτό μου ή εσείς (ο καθένας, η καθεμιά) γνωρίζετε τον εαυτό σας.
Ακούγεται ορθό. Μα πώς γνωρίζουμε συνήθως τους εαυτούς μας; Ποιος ή ποια, ή τι, γνωρίζει ποιον ή ποιαν ή τι; Γνωρίζω πως είμαι άντρας με μία συγκεκριμένη εργασία και οικογένεια, πως μου αρέσουν οι μελιτζάνες μα όχι τα ρεβίθια (ας πούμε), πως ξέρω τρεις γλώσσες, πως θυμώνω εύκολα (ή όχι), πως φοβάμαι τα φίδια και πίνω τσίπουρο ή κονιάκ ή γλυκό κρασί. Μα ποιος τα γνωρίζει αυτά όλα και ποιος είναι αυτός ο άλλος που γίνεται γνωστός ως κάτοχος όλων αυτών των ιδιοτήτων και στοιχείων;
Μα και αυτή η «αυτογνωσία» δεν διαφέρει καθόλου από τη συνηθισμένη διανοητική γνώση που έχουμε οι κοινοί άνθρωποι για άλλα αντικείμενα, πρόσωπα ή περιστατικά. Πώς π.χ. γνωρίζει τον εαυτό του ο φόβος μου για τα φίδια, ο θυμός μου, η αρέσκεια μου για κονιάκ και για μελιτζάνες και η απέχθειά μου, ας πούμε, για ρεβίθια;
Μετά μερικά από αυτά τα στοιχεία δεν τα είχα όταν ήμουν δώδεκα ετών. Δεν είχα οικογένεια (γυναίκα και παιδιά κι εγγόνια) ούτε έπινα τσίπουρα. Τότε έπαιζα ποδόσφαιρο και μου άρεσε, ενώ τώρα το απεχθάνομαι και προτιμώ για σπορ το κολύμπι, τους 6 – 7 μήνες που η θάλασσα είναι ζεστή.
Οπότε, και ο δεύτερος εξηγητής δεν αντιλαμβάνεται τις χοντρές και βασικές αντιφάσεις που έχουν οι εξηγήσεις του.
Κατά τ’ άλλα, Ναι, είναι πολύ πιθανό η φώτιση να επιφέρει κάποιου είδους αυτογνωσία, μία ταπεινότητα και συμπόνια, μία βαθύτερη γαλήνη εσωτερικά και απλή ζωή εξωτερικά με αρμονικές σχέσεις.
Μα πώς ακριβώς αναπτύσσονται κι εκδηλώνονται αυτές οι ιδιότητες; Πιο εύκολα παρουσιάζονται οι γνωστές μας διαβολικές δολιότητες, μοχθηρίες και μίση.