1. Αν εμείς εργαστούμε συνετά κι έντιμα και συνεισφέρουμε ασφάλεια, ευημερία και πρόοδο στην επόμενη γενεά, τότε ίσως ξεπληρώνουμε το χρέος μας προς τις προηγούμενες γενεές που μας κληροδότησαν τόσο πλούτο.
Το κάνουμε αυτό; Ή φροντίζουμε κυρίως για τη δική μας καλοπέραση κι αφήνουμε αυξημένα χρέη και στο υλικό και στο νοητικό επίπεδο για την επερχόμενη γενιά;
Μάλλον το δεύτερο.
2. Το ίδιο κάνουν και οι σύγχρονες κυβερνήσεις με τον δικό τους ξεδιάντροπο τρόπο. Τα μέλη τους δεν αρκούνται στην επιδίωξη του δικού τους προσωπικού πλουτισμού με την προώθηση των προνομίων και συμφερόντων τους. Για να εξασφαλίσουν την παραμονή ή επανεκλογή τους στην εξουσία, δημιουργούν θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, τις οποίες βαπτίζουν “οργανικές” ή “θεσμικές” ή ό,τι άλλο, ενώ πρόκειται για εντελώς άχρηστες και αντιπαραγωγικές επινοήσεις και διορίζουν αβέρτα τους ψηφοφόρους-πελάτες τους με πλούσιες απολαβές (και μονιμότητα). Συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι η διόγκωση των κρατικών δαπανών και της γραφειοκρατίας, η οποία λειτουργεί τώρα ως τροχοπέδη στην αποδοτικότητα του Ιδιωτικού Τομέα. Επιπλέον, αναδύεται όλο και πιο αναίσχυντα η διαφθορά καθώς οι ίδιοι οι κυβερνήτες και οι προστατευόμενοί τους στις δημόσιες υπηρεσίες απαιτούν να χρηματίζονται για να προωθούν μέσα από τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της γραφειοκρατικής εξουσίας τις υποθέσεις των πολιτών, νόμιμες και παράνομες.
Από κάθε άποψη οι χειρότερες κυβερνήσεις, είναι, όπως διαπιστώσαμε από την ιστορία του 20ου αιώνα, οι κομμουνιστικές• μετά, οι φασιστικές, που τουλάχιστον αποδέχονται κάποια θρησκεία και την ηθική της και σε κάποιο βαθμό οι καταπιέσεις και οι αδικίες τους περιορίζονται – παρότι και οι θρησκείες κάποτε είναι καταπιεστικές. Οι καλύτερες είναι οι καπιταλιστικές που στην πράξη έχουν γίνει πλέον σοσιαλδημοκρατικές καθώς συνίστανται σε μίγματα ελεύθερης οικονομίας και σοσιαλισμού με ορισμένες κρατικοποιημένες παραγωγικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες πρόνοιας.
Αλλά όλες, με σπανιότατες εξαιρέσεις, ξοδεύουν περισσότερα σε μισθούς, παροχές, άχρηστους οργανισμούς και υπηρεσίες κλπ από όσα εισπράττουν – τουλάχιστον από ό,τι βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι δημιουργούν χρέη καθώς δανείζονται για να αντεπεξέλθουν σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις. Αυτό δεν θα πείραζε αν υπήρχε παραγωγή που να αντιστάθμιζε αυτές τις υποχρεώσεις, αν δηλαδή ο Ιδιωτικός Τομέας αύξανε την παραγωγή του έτσι που να αυξηθεί και η φοροδοτική του ικανότητα για να καλυφθούν τα χρέη του κράτους. Αλλά γιατί θα πρέπει οι επιχειρηματίες να εργάζονται και να επενδύουν περισσότερο έτσι που ένα διεφθαρμένο, σπάταλο κράτος να απομυζά σε φόρους τον πλούτο που αυτοί παράγουν για να χρηματοδοτεί τους κηφήνες του Δημοσίου; Αυτό τώρα φαίνεται απαράδεκτα παράλογο Έτσι, ο Ιδιωτικός Τομέας ή δεν παράγει περισσότερα, ή φοροδιαφεύγει (ή και τα δυο) – με την ευλογία των κρατικών αξιωματούχων που βάζουν στον προσωπικό τους λογαριασμό τα ποσά που θα έπρεπε να μπουν στο Δημόσιο Ταμείο.
3. Υπάρχει ακόμα μια άποψη: το εμπορικό ισοζύγιο πληρωμών.
Όχι πάντα, αλλά συνήθως οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν αρνητικό ισοζύγιο. Με άλλα λόγια, εισάγουν περισσότερα από ό,τι εξάγουν. Αυτό επίσης δεν πειράζει, εφόσον οι απολαβές είναι σε υψηλό επίπεδο και οι πολίτες μπορούν να καταναλώνουν αγοράζοντας συνεχώς. Αν όμως το χρήμα που κυκλοφορεί προέρχεται από κρατικές παροχές που προέρχονται από δάνεια, τότε η κατάσταση ενέχει τεράστιους κινδύνους και κάποια ώρα η οικονομία θα καταρρεύσει, αν δεν παρθούν μέτρα λιτότητας και εξυγίανσης.
Αυτό έγινε μεγαλειωδώς στην Ελλάδα μας με τη Μεταπολίτευση και την μετάβαση στην πολλά υποσχόμενη, όμως απατηλή, “δημοκρατία”.
4. Τα κρατικά χρέη δημιουργούνται με ομόλογα (ας πούμε αξίας € 10.000), διετή, πενταετή, δεκαετή κλπ. Αυτά διατίθενται προς πώληση με την υπόσχεση πληρωμής ενός επιτοκίου πάνω από τον τρέχοντα πληθωρισμό: αν δηλαδή ο πληθωρισμός (η αύξηση στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών) είναι στο 3% ετησίως, τα ομόλογα θα έχουν επιτόκια από 4% και πάνω ανάλογα με την φερεγγυότητα του κράτους. Λόγω των συνθηκών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη δεκαετία 1997-2007, το χρήμα ήταν σχετικά φθηνό: τα μέλη της ΕΕ μπορούσαν να δανείζονται μεγάλα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με χαμηλά επιτόκια. Όταν η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Ευρωζώνης και υιοθέτησε πια το κοινό Ευρώ (1/1/01), δανειζόταν με επιτόκια χαμηλότερα του πληθωρισμού της. Αλλά ούτε αυτά τα ποσά ούτε οι πλούσιες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις της έφθαναν και αναγκαζόταν να καταφεύγει στην έκδοση ομολόγων προσφέροντας υψηλότερους τόκους.
Πού χρωστά ένα κράτος; Από πού δανείζεται; Ποιοί αγοράζουν τα ομόλογα; Τι είναι αυτές οι περιβόητες “αγορές”;
Συχνά το κράτος δανείζεται από την (Εθνική) Κεντρική Τράπεζα ή από άλλες τράπεζες. Μπορεί επίσης, αν είναι πραγματικά ανεξάρτητο και αυτόβουλο κράτος, όπως ήταν η Ελλάδα πριν εισέλθει στην Ευρωζώνη, να τυπώνει δικό του χρήμα κατά βούληση. Αυτή η πρακτική προκαλεί πληθωρισμό και αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων καθώς η συναλλαγματική αξία του νομίσματος πέφτει. Όσο περισσότερο χρήμα τυπώνεται τόσο περισσότερο πέφτει η αξία του. Αν η χώρα είναι αυτάρκης από κάθε άποψη, με πλούσιους φυσικούς πόρους (μέταλλα, πετρέλαιο κλπ), με ανεπτυγμένη γεωργία-κτηνοτροφία και προηγμένη βιομηχανία (οχήματα, φάρμακα, χημικά κλπ), τότε ζει ζωή χαρισάμενη. Αν όχι, τότε αντί να πλουτίζει, φτωχαίνει καθώς τα εισαγόμενα ακριβαίνουν.
Αλλιώς, συνήθως, το κράτος εκδίδει ομόλογα που αγοράζονται από τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οίκους. Τα πρώτα ομολογιακά δάνεια έγιναν στην Φλωρεντία τον 14ο αιώνα: η signoria, η κυβέρνηση, μάζευε λεφτά (prestanze) από εύπορους πολίτες και τους έδινε “αποζημίωση” (danu emergens) αφού ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν από την Εκκλησία. Σήμερα έχουν τα ομόλογα ένα επιτόκιο, όπως είπαμε, το οποίο πληρώνεται ετησίως και την ημερομηνία λήξης (μετά από δύο, πέντε ή δέκα έτη) πρέπει να αγοραστούν πίσω κι έτσι να εξοφληθούν από το κράτος που τα εξέδωσε.
Συχνά, το δανειζόμενο κράτος εξυπηρετεί τα δάνειά του (στη λήξη των ομολόγων) με νέα δάνεια (=νέα ομόλογα, χρέη), αφού στις πλείστες περιπτώσεις δεν υπάρχει αύξηση παραγωγής, ή η αύξηση είναι πολύ μικρή για να αντισταθμίσει τα δάνεια. Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που ενδιαφέρονται κυρίως για γρήγορα και ασφαλή κέρδη, συνεχίζουν να εμπορεύονται ομόλογα (=δάνεια, χρέη) εφόσον το δανειζόμενο κράτος διατηρεί κάποια αξιοπιστία: εφόσον δηλαδή πληρώνει τόκους και αποπληρώνει τα δάνεια στην λήξη των ομολόγων. Όταν όμως αυτές οι “αγορές” διαβλέψουν πως το κράτος έχει πάρει μεγάλα δάνεια και αδυνατεί να τα εξοφλήσει, τότε ανεβάζουν το κόστος των δανείων όλο και πιο πολύ. (Αυτό έγινε με την Ελλάδα και γίνεται τώρα, καλοκαίρι 2012, με την Ιταλία και την Ισπανία).
5. Οι αγορές αυτές, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, λειτουργούν ως φρένο στις ασωτίες των κυβερνήσεων. Ανέχονται τις σπατάλες τους και τις βοηθούν με έντοκα δάνεια, αλλά μόνο μέχρι ενός ορίου. Αν το κράτος δεν δείξει αυτοσυγκράτηση στις δαπάνες του, αν δεν εξυγιάνει τα δημοσιονομικά του περικόπτοντας τα έξοδά του με την επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας, τότε θα πτωχεύσει και οι αγορές δεν θα το βοηθήσουν.
Οι “αγορές” μπορεί να είναι τοκογλυφικές επιχειρήσεις αλλά δεν έφταιξαν σε τίποτα. Δεν μπορούμε να κατηγορούμε καρχαρίες ή τίγρεις για σκληρότητα επειδή σπαράζουν τα θύματά τους. Τέτοια είναι η φύση τους.
Μπορεί και οι αγορές να φαίνονται άσπλαχνες και αισχροκερδείς, αλλά στην πραγματικότητα στις επικρατούσες συνθήκες (με ανελεύθερη γη και απουσία Γεωφορολόγησης Φορολογική Μεταρρύθμιση (I), (II), (III)& Προσάρτημα), είναι φύλακες άγγελοι των δανειζόμενων κρατών. Διότι έτσι, καθώς ανεβάζουν το κόστος δανείων, προειδοποιούν τα κράτη να πάρουν εξυγιαντικά μέτρα κάνοντας μεταρρυθμίσεις.
Οι αγορές προειδοποίησαν επανειλημμένα την Ελληνική κυβέρνηση το 2009, Ιανουάριο και Οκτώβριο (όπως είχαν προειδοποιήσει με συστάσεις κι εκθέσεις και την κυβέρνηση του Κωστάκη), αλλά οι Πασόκοι κώφευαν ακούγοντας μόνο το δικό τους σύνθημα “Λεφτά υπάρχουν”.
6. Οι μάζες τρέφουν εχθρότητα – όχι εντελώς αδικαιολόγητα – κατά των “αγορών” για τις οποίες δεν γνωρίζουν ούτε τα πιο στοιχειώδη πράγματα. Τρέφουν την όποια εχθρότητα και προς τις τράπεζες, όχι διότι τις συνδέουν με τις αγορές, αλλά διότι τις θεωρούν όργανα του καπιταλισμού και της πλουτοκρατίας που εκμεταλλεύονται τον λαό. Κι εδώ δεν έχουν άδικο.
Οι τράπεζες έχουν πάψει προ πολλού να εκτελούν το λειτούργημά τους, όχι διότι άλλαξαν ξαφνικά προς το χειρότερο, αλλά διότι η διάβρωση της εντιμότητας πέρασε και στους τραπεζίτες, που τώρα πια θέλουν μεγάλους τζίρους, νέα ευέλικτα προϊόντα και μεγαλύτερα κέρδη. Όλοι θυμόμαστε πόσο συχνά μας τηλεφωνούσαν οι τράπεζες πριν το 2008 για να μας δώσουν κάρτες και δάνεια.
Σε καλές εποχές, οι τράπεζες αποκομίζουν τεράστια κέρδη, τα οποία μοιράζονται στους μετόχους ή επενδύονται -μερικώς- σε νέα προϊόντα κι επεκτάσεις. Είναι όμως εξοργιστικό, εκ πρώτης όψεως και κυρίως για τους αμαθείς αναρχοαριστερούς, όταν σε κακές εποχές έχουν μεγάλες ζημίες και οι κυβερνήσεις σπεύδουν να τις διασώσουν με ανακεφαλαιοποιήσεις από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Ναι, κανονικά θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους και οι αδύναμες να βουλιάξουν ενώ οι πιο ισχυρές να επιπλεύσουν. Όμως δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Πρώτον, η χρεοκοπία τραπεζών σημαίνει απώλεια καταθέσεων για πολλούς (μικρο-μεσαίους) καταθέτες που έτσι χάνουν τις οικονομίες τους. Δεύτερον, και ισχυρές τράπεζες μπορεί κάλλιστα να βουλιάξουν συμπαρασύροντας πιο αδύναμες καθώς κι άλλες εμπορικές η βιομηχανικές εταιρίες. Αν μάλιστα το τραπεζικό σύστημα ολόκληρο τιναχτεί στον αέρα, τότε η σύνολη οικονομία θα καταρρεύσει και θα περάσει καιρός προτού ανασυγκροτηθεί με μεγάλες ενέσεις ρευστού χρήματος και την ανασυγκρότηση των τραπεζών.
Ας μην ξεχνάμε πως είναι η πίστωση (η πίστη και εμπιστοσύνη) που ουσιαστικά κάνει εφικτή την παραγωγή και τις συναλλαγές και, όπως είδαμε στα Χρέη (I) §§ 2 και 3, το τραπεζικό σύστημα είναι το εκδηλωμένο υλικό σύνεργο της πίστωσης.
Η άλλη παράμετρος που αναφέρεται σε κάθε ευκαιρία από γλυκανάλατους σοσιαλιστές και ανεγκέφαλους αναρχοσταλινικούς είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών. Νομίζουν όλοι αυτοί, κυρίως οι τσαρλατάνοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α πως οι ίδιοι, ενώ δεν έχουν την παραμικρή γνώση για τη λειτουργία των τραπεζών, θα μπορούν να τις διοικούν καλύτερα για το συμφέρον του λαού. Στην πραγματικότητα το μόνο που θα κάνουν είναι κομματικές καταχρήσεις, όπως στις πρώην χώρες “του υπαρκτού σοσιαλισμού”, για να πλουτίζουν οι ίδιοι και να καταστρέψουν τον οικονομικό οργανισμό της Πολιτείας.
Αυτό που χρειάζονται οι τράπεζες είναι οξυδέρκεια κι έντιμους τραπεζίτες, ανεξάρτητους από κάθε κρατική επίδραση, και στα ύψιστα κλιμάκια και στη διεύθυνση των (υπο-)καταστημάτων.
Σε ιδανικές συνθήκες με πολίτες και κυβερνήτες έντιμους, με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν ορθά, με ελεύθερη πρόσβαση στη γη για όποιον τη θέλει και με γεωφορολόγηση, χρέη θα είναι γενικά αχρείαστα και ανύπαρκτα. Στις τωρινές συνθήκες αυτά είναι απαραίτητα κι εφόσον υπάρχει έντιμη εργασία και παραγωγή δεν βλάπτουν καθόλου. Όταν όμως πολίτες και κυβερνήτες κοιτάζουν πώς θα πλουτίσουν γρήγορα κι εύκολα, συχνά παράνομα, σε βάρος άλλων, όταν δηλαδή κυριαρχεί άγνοια-αλαζονεία-απληστία, τότε η οικονομία θα βουλιάξει στην άβυσσο χρέους και ο λαός θα υποφέρει έντονα.
Θα επανέλθω.