Ε1882: Αξίες και απαξίωση

Ε1882: Αξίες και απαξίωση

- in Επικαιρότητα
0

Ποια είναι η πραγματική αξία της Τζοκόντα, ή Μόνα Λίζας, του γνωστού πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι που βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου (Παρίσι);

Πως θα εκτιμήσουμε σοβαρά ένα τέτοιο πορτραίτο; Μπορούμε να το εκτιμήσουμε και πως;

Χρηματικά είναι ανεκτίμητο: δεν πουλιέται και ας το ζητούν πολλοί προσφέροντας (δισ)εκατομμύρια.

Γιατί λοιπόν δεν πουλιέται έχοντας ανεκτίμητη αξία;

Αν δεις αυτόν τον πίνακα στο Μουσείο ή έστω ένα αντίγραφο, μια καλή ρεπροντιξιόν κάπου, δεν μπορείς να μην εντυπωσιαστείς – έστω και αν σε κάποιους θυμίζει πατάτα που πάει να χαμογελάσει. Δεν χρειάζεται να ξέρεις ποιος ήταν ο Ντα Βίντσι (κάποιος Ιταλός της Αναγέννησης, σίγουρα) ούτε σε ποιες ακριβώς συνθήκες τη ζωγράφισε. Βλέπεις ένα χαμόγελο απαλό και φωτεινό που δεν βλέπεις συχνά παρά μόνο στη φύση, σε μια λίμνη ή έναν ουρανό την αυγή ή το δειλινό, που είναι χαμόγελο του Θεού.

Βλέποντας το αινιγματικό μειδίαμα της Τζοκόντα μπορείς να σκεφτείς ίσως πώς συμβολίζει το απροσπέλαστο μυστήριο της ζωής μας.

Όμως πριν λίγα χρόνια κάποιος ανάπηρος σε καροτσάκι έριξε οξύ στον πίνακα – ευτυχώς δίχως ζημιά. Πρόσφατα, μέσα Ιανουαρίου 2024, δύο κοπέλες έριξαν σούπα που ευτυχώς πάλι σταμάτησε στο γυαλί του κάδρου χωρίς να βλάψει το πορτραίτο.

Το μπλουζάκι της μιας έγραφε “διατροφική απάντηση” – ό,τι και αν σημαίνει αυτό το ιδίωμα.

Τι δείχνουν τέτοιες επιθέσεις σε ένα έργο υψίστης καλλιτεχνίας και πολιτισμού που αιώνες τώρα φυλάσσεται για να δίνει χαρά, έμπνευση και μόρφωση και να υποδείχνει πως ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, θα μπορούσε να εκδηλώσει, αν ήξερε πως και πραγματικά ήθελε, όμοιες ικανότητες;

Η πρώτη άμεση (και όχι “διατροφική”) απάντηση είναι – χλευαστική απαξίωση και περιφρόνηση. Οι κοπέλες έδειξαν την επαναστατική ορμή τους (κατά γονιών σίγουρα και δασκάλων και καθηγητών και συστημικής κοινωνίας) όπως αυξανόμενες μάζες κακό-ανατεθραμμένων παιδιών. Περιφρονούν αυτούς που τα συντηρούν και προσπαθούν να τους δείχνουν τον δρόμο προς μια καλύτερη ζωή από αυτήν των ζωώδικων ορέξεων που κατακλύζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.

Δεν ενδιαφέρει πλέον ο πολιτισμός που υλοποιείται με σκληρή εργασία και αυτοπειθαρχία μα ο εύκολος πλουτισμός ή όλα όσα μπορούν να διευκολύνουν την γρήγορη απόλαυση και εξασφαλισμένη καλοπέραση – ύπνος, φαγητό, ποτό και σεξ.

Αυτή η ασθένεια υπόβοσκε πολλές γενεές, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τώρα έχει γίνει ξεδιάντροπο, χυδαίο. “Είμαστε νέοι, έχουμε δικαιώματα, τα οποία οφείλετε να σέβεστε και να παραχωρείτε.” Και σε αυτές τις απαιτήσεις συχνά βρίσκουν ενθάρρυνση από γονείς ή παππούδες και από βολεμένους συνδικαλιστές στην εκπαίδευση κάθε βαθμίδας.

Λίγοι μόνο, και ολοένα λιγότεροι, θέλουν να εργαστούν για τα αγαθά του πολιτισμού τον οποίον δεν γνωρίζουν σε όλη του την έκταση και τη λεπτή δύναμη του και ας βλέπουν και ακούνε τις αιωνόβιες εκδηλώσεις του ολόγυρα. Έτσι σιγά-σιγά έχει δημιουργηθεί ένας πλαστός πολιτισμός της ελάχιστης προσπάθειας, σαν τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη, που και αυτά περνούν ως “τέχνη” και ας είναι προϊόντα μηχανικού μυαλού δίχως έμπνευση. Και αυτή η κίβδηλη μα κυρίαρχη κουλτούρα εκτοπίζει όχι μόνο τον πραγματικό πολιτισμό μα και την ανάμνηση του.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *