1. Η ηλιθιότητα δεν είναι απουσία (ή το αντίθετο) της νοημοσύνης ή ευφυΐας. Είναι περιορισμοί στην ανθρώπινη νοημοσύνη – κοινώς στενοκεφαλιά.
Τους περιορισμούς στη λειτουργία της νοημοσύνης τους βρίσκουμε σε προσφιλείς αντιλήψεις που είναι προσκολλήσεις όπως – μου αρέσει, έχω συνηθίσει, τέτοια είναι η δική μου αντίληψη των πραγμάτων.
Το “έτσι μου αρέσει” και το “έτσι έχω συνηθίσει” είναι προσωπικές προσκολλήσεις και δεν επιδέχονται συζήτηση, δηλαδή δεν υπάρχουν επιχειρήματα ή αιτιάσεις υπέρ τους, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως τις δεχόμαστε ως ορθολογικές. Μπορεί κατά σύμπτωση να έχουν ένα ορθολογικό στοιχείο.
Η τρίτη προσκόλληση “έτσι είναι η δική αντίληψη (ανάγνωση, θεώρηση κλπ) των πραγμάτων” προϋποθέτει κάποια προηγούμενη διανοητική συζήτηση κι επεξεργασία. “Έχω,” διατείνεται η άποψη αυτή “συλλογιστεί τη φύση του κόσμου, τα πράγματα γενικά όπως είναι γνωστά, την ολότητα του σύμπαντος, την ιστορία του ανθρώπινου γένους, και τις γενικότερες συνθήκες σήμερα, κι έχω συμπεράνει πως αυτή είναι η ορθότερη αντίληψη”.
2. Περιττό ίσως να επισημάνω πως σπάνια μια άποψη στηρίζεται σε τέτοια ουσιαστικά και βασικά στοιχεία. Στις πλείστες περιπτώσεις το σκεπτικό όταν ξεφεύγει από το “έτσι μου αρέσει” ή “έτσι έχω συνηθίσει” στηρίζεται σε κολοβές σκέψεις, θολές αντιλήψεις κάποιας πολιτικής ή θρησκευτικής τάξης και συχνότατα σε προσωπικά συμφέροντα.
Δυστυχώς τέτοια είναι και η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα σε πολλά θέματα και συγκεκριμένα στο ζήτημα της καύσης. Στενοκέφαλη.
Πρόκειται για προσωπικό ή, μάλλον, εκκλησιαστικό συμφέρον και μόνο. Και αυτό εύκολα συνάγεται από τη στρεβλή εικόνα με την οποία παρουσιάζει την καύση των πτωμάτων η Ιερά Σύνοδος στην πρόσφατη συνεδρίασή της. Την παρομοιάζει με τη διαδικασία ανακύκλωσης απορριμμάτων (σάμπως αυτή είναι αφύσικη και ανθυγιεινή): είναι δε αναξιοπρεπές να καίγεται το σώμα στον κλίβανο αλλά ο σκελετός να αλέθεται σε μίξερ (!;!;).
Αυτό το τελευταίο είναι προϊόν της ηλιθιότητας της εκκλησιαστικής εξουσίας.
3. Στην αρχαία Ελλάδα η καύση ήταν όσο διαδεδομένη όση και η ταφή.
Η ταφή εξοβέλισε την καύση στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες διότι ήρθε με τη νέα θρησκεία από την Παλαιστίνη όπου ο Ιουδαϊσμός πρέσβευε ταφή!
Στη συνέχεια γύρω από την ταφή αναπτύχθηκαν ορισμένα έθιμα και το όλο ζήτημα έγινε μια εξαιρετικά προσοδοφόρος διαδικασία για την Εκκλησία και για τα Γραφεία Τελετών (=νεκροθαφτών) της σύγχρονης εποχής.
Το ότι αυτό το οικονομικό συμφέρον παίζει αποφασιστικό ρόλο επίσης συνάγεται από την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου η οποία μέμφεται τους Δημάρχους διότι αυτοί ξοδεύουν χρήματα για την ανέγερση κρεματορίων και όχι για τη διεύρυνση των υφιστάμενων κοιμητηρίων που είναι κεκορεσμένα!
Μα σίγουρα καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται ο κορεσμός θα εκτείνεται!
4. Ας αγνοήσουμε το γεγονός πως άλλες θρησκείες πρεσβεύουν την καύση, όπως ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός με δισεκατομμύρια πιστούς.
Ή πως οι Ζωροάστρες Πάρσιδες αφήνουν τα πτώματα ως τροφή για (σκουλήκια, ποντίκια μα και) όρνεα.
Ή πως οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες επίσημα επιτρέπουν την καύση στις χώρες τους.
Ή πως η Φύση επιτρέπει και τους τρεις τρόπους διάλυσης των πτωμάτων, όπως πιο πάνω. Διότι δεν διορθώνεται από θρησκευτική ευλάβεια ο νεκρός που αποτεφρώθηκε σε πυρκαγιά: μένει κάρβουνο και στάχτη!
Ή πως όλες οι προηγμένες χώρες της Δύσης έχουν εδώ και δεκαετίες επιτρέψει την αποτέφρωση.
Ερωτώ – τι το αξιοπρεπές έχει η εκκλησιαστική διαδικασία;
Πρώτον, η τελετουργία επί του πτώματος είναι χάσιμο χρόνου κι ενέργειας. (Είναι χάσιμο χρημάτων επίσης για τους συγγενείς μα σαφώς κέρδος για την Εκκλησία.) Το πτώμα δεν ακούει ενώ η ψυχή ή το πνεύμα έχει πετάξει σε άλλο κόσμο.
Μετά, το πτώμα το τρώνε τα σκουλήκια και μεγάλο μέρος γίνεται χώμα. Τα κόκαλα μαζεύονται στα οστεοφυλάκια και μετά πετιούνται ή διαλύονται σε σκόνη.
Τα περί αξιοπρέπειας της Εκκλησίας για το θέμα θυμίζουν τις αξιοπρέπειες των Συριζαίων και την εξαπάτηση των δικών τους πιστών.
Θα επανέλθω.