1. Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη, αλλά η συχνή, αποσπασματική έστω ή διακεκομμένη, συζήτηση για το θέμα οφείλεται στην επιμονή της Τρόικας. Κάποιες κινήσεις έγιναν για το θεαθήναι αλλά καμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει κι ας λέει το κοντό και το μακρύ του κάθε απατεώνας πρωθυπουργός, κι ας γράφουν πύρινα άρθρα οι δημοσιογράφοι.
Το 1967 (Νοέμβριος) στην εξορία του στη Γαλλία ο κ. Καραμανλής έδωσε μια συνέντευξη στη Monde λέγοντας: “Για να επανέλθει η χώρα στην ομαλότητα θα χρειαστεί μια συνετή, έντιμος και ισχυρά κυβέρνησις, η οποία ασκούσα εκτάκτους εξουσίας θα λάβει ορισμένα ριζικά, ακόμα και αντιδημοκρατικά μέτρα. Ένα εξ αυτών θα ήτο να αναδιαρθρώσει την διοίκησιν και την παιδείαν, αι οποίαι, κακοποιηθείσαι τόσον από την επανάστασιν (δηλ. τη Δικτατορία) όσον και από τας προηγηθείσας αυτής Κυβερνήσεις, ευρίσκονται εις κατάστασιν αποσυνθέσεως” (σ130, Ν. Καζάνας Δημοκρατία: Ελευθερία υπό τον Νόμο Αθήνα, 1981).
Ο κ. Καραμανλής διετέλεσε πρωθυπουργός επί περίπου έξι χρόνια στη Μεταπολίτευση. Δεν έκανε απολύτως τίποτα, παρά τις επισημάνσεις του!
Γιατί να το κάνουν τα γελοία ανδρείκελα που κυβερνούν σήμερα;
2. Όλοι στενάζουν με την τερατογέννηση του ΕΝΦΙΑ – όλοι εκτός από τους μανδαρίνους στο υπουργείο Οικονομίας και τους κυβερνώντες. Ο φόρος μπήκε διότι χάρη στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή δεν υπήρχαν σίγουρα έσοδα στον κρατικό ταμείο – και πως θα καλύπτονταν τα έξοδα συντήρησης του αδηφάγου Δημόσιου;
Αλλά η γη και η ακίνητη περιουσία είναι φανερή. Ούτε να την κρύψεις σε τρύπες μπορείς (όπως τα λεφτά ή τα κοσμήματα) ούτε να την εξάγεις σε άλλες χώρες που δεν θα την φορολογήσουν. Είναι σίγουρος στόχος.
Έτσι όσοι εξουσιάζουν μια γκαρσονιέρα, ή έναν αγρό με κατσάβραχα στην κορφή του Παρνασσού ή της Πίνδου, καλούνται να πληρώσουν φόρο για να διορθωθούν τα εγκληματικά λάθη όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων μέχρι σήμερα που επέφεραν τη χρεοκοπία και συντηρούν αυτό το τρισάθλιο και ανίκανο κράτος.
Αντί να δημευτεί η περιουσία των καταχραστών της Εξουσίας δημεύεται η περιουσία πολιτών που ούτε καν γνώριζαν τι γινόταν. (Θα πει βέβαια ο άλλος πασόκος εγκληματίας, ο κ. Σημίτης, “Ας πρόσεχαν – να μάθουν τι γίνεται”!)
3. Ο Πάσχος Μανδραβέλης της Καθημερινής του οποίου τα άρθρα συχνά ανεβάζουμε στη “Βίγλα”, επισημαίνει τα λάθη του ΕΝΦΙΑ (“ένα χωράφι στα Τρίκαλα”, σ14, Καθημερινή 15-17 Αυγ, 14). Αναφέρει ως παράδειγμα ένα χωράφι στα Τρίκαλα επτά στρεμμάτων που εκτιμήθηκε από την εφορία στα 815.569,60 ευρώ, ενώ έβγαλε 2½ τόνους σιτάρι με κέρδος μόλις 300 ευρώ!
Είμαι βέβαιος πως πολλοί, αν όχι όλοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων, σπιτιών και χωραφιών, νιώθουν να αδικούνται, ιδίως αν τα ακίνητα δεν τους αποφέρουν κανένα εισόδημα. Και, αναμφίβολα, με το αλαλούμ που επικρατεί στο μυαλό των μανδαρίνων έχουν γίνει τερατώδη λάθη σε κάθε άποψη του ΕΝΦΙΑ.
Όμως δεν είναι αυτό το κύριο θέμα.
Υπάρχει μια γενική αντίληψη πως φόρους πρέπει να πληρώνουν μόνο όσοι έχουν εισοδήματα, δεδουλευμένα ή όχι. Εκ πρώτης όψεως η αντίληψη αυτή μοιάζει δίκαιη. Σχετίζεται με την ιδέα της αναλογικής φορολόγησης: φόρο πληρώνεις ανάλογα με το εισόδημά σου.
Είναι όμως πραγματικά ορθή και δίκαιη αυτή η αντίληψη;
Από τη μια παραπονιόμαστε για τους φτωχούς άστεγους ή άλλους που μένουν σε παράγκες και παραπήγματα (συχνά 6-8 σε ένα δωμάτιο) ενώ υπάρχουν χιλιάδες σπίτια, μικρά και μεγάλα, που αφήνονται ξενοίκιαστα για να ανέβουν οι τιμές τους. Παραπονιόμαστε για φτωχούς ακτήμονες, ενώ υπάρχουν χιλιάδες τοποθεσίες, ακόμα και στο κέντρο των μεγάλων πόλεων που μένουν αναξιοποίητες ή και αχρησιμοποίητες για να ανέβουν οι τιμές εδαφών.
Θέλουμε πράγματι δικαιοσύνη ή απλώς φωνασκούμε για να γίνεται ντόρος;
4. Ο κ. Μανδραβέλης προτείνει (στο άρθρο που ανέφερα) να περάσει ο ΕΝΦΙΑ, δηλ. η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δεν είναι ο μόνος. Και όλοι δίνουν παραδείγματα από άλλες προηγμένες χώρες της Δύσης.
Η μεταφορά αυτού του φόρου στους Δήμους δεν είναι ούτε κατά προσέγγιση λύση. Πρώτον, δεν ξέρω γιατί οι δημοσιογράφοι νομίζουν πως οι Δήμοι στη χώρα μας κάνουν καλύτερη κι εντιμότερη δουλειά από τα υπουργεία, Αν τα μισά από όσα λέει ο κ. Ρακιντζής αληθεύουν, τότε η διαφθορά στους Δήμους είναι πολύ μεγαλύτερη. Οι ένοχες συναλλαγές μεταξύ τοπικών υπαλλήλων κι επιτήδειων ιδιοκτητών θα δίνουν και θα παίρνουν αδιάκοπα. Ούτε υπάρχει εγγύηση πως οι δημοτικοί υπάλληλοι θα εκτιμήσουν πιο σωστά τις αντικειμενικές αξίες. (Όσο για την πρακτική σε άλλες χώρες, είναι φανερό πως με τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις τους ούτε αυτές έχουν βρει τη λύση στο πρόβλημα.)
Οι μόνοι που έχουν την ικανότητα να εκτιμούν ορθά τις αντικειμενικές είναι οι κτηματομεσίτες (real property). Και αυτούς μπορούν να τους προσεγγίσουν τόσο οι υπάλληλοι στο Οικονομίας όσο και οι στους Δήμους.
5. Αλλά το θέμα είναι πολύ διαφορετικό.
Είναι απόλυτα ορθό και δίκαιο να πληρώνουν φόρο όλοι όσοι κατέχουν γη. Θα εξαιρούνται κάτοχοι γαιών που έχουν αξία χαμηλή – ας πούμε 300 ευρώ το στρέμμα και κάτω. Αυτά θα είναι φτωχά ή απομακρυσμένα αγροτοκτηνοτροφικά εδάφη. Τα άλλα, από 301 ευρώ και άνω θα πληρώνουν φόρο – όλα ανεξαίρετα. (Οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι για παράδειγμα μόνο.)
Όμως η αντικειμενική αξία θα αφορά το έδαφος σκέτο, όχι και τα κτίσματα ή τις καλλιέργειες πάνω τους, ή τα ορυχεία από κάτω – ή όποιο άλλο εγγειοβελτιωτικό έργο.
Ο μόνος λογικός, ορθός και δίκαιος φόρος είναι αυτός επί των αξιών της γης σκέτης. Όλα τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη γη είναι προϊόντα της εργασίας.
Η εργασία δεν πρέπει να φορολογείται καθόλου! Οποιοσδήποτε φόρος επί της εργασίας ή των προϊόντων της καταπιέζει ή ανακόπτει τη θέληση για εργασία κι έτσι μειώνεται η παραγωγή και συρρικνώνεται η σύνολη οικονομία. Αυτά είναι πασίγνωστα πράγματα στην οικονομιολογική θεωρία αλλά ποτέ δεν εφαρμόζονται στην πράξη λόγω συμφερόντων και αδράνειας.
6. Υπάρχουν τρεις σοβαρές, όχι όμως ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Η πρώτη έγκειται στην κατανόηση πως η εργασία και το προϊόν της δεν πρέπει να φορολογούνται. Θα φορολογείται μόνο η αξία γαιών αφού αφαιρεθεί η αξία κτισμάτων, καλλιεργειών, ορυχείων και άλλων εγγειοβελτιωτικών έργων. Οι μεσίτες το κάνουν αυτό πολύ συχνά κι εύκολα. Θα μπορούσαν και οι έφοροι.
Η δεύτερη δυσκολία, και αυτή είναι σχεδόν ανυπέρβλητη στις παρούσες συνθήκες, έγκειται στο να βρεθούν έντιμοι πολιτικοί, έφοροι και άλλοι δημοσιουπάλληλοι, μεσίτες και ιδιοκτήτες, που θα εφαρμόσουν το μέτρο στην πράξη με σωστές εκτιμήσεις. Εδώ θα πρέπει να αγνοηθούν τα συμφέροντα όλα – πράγμα πολύ δύσκολο.
Η τρίτη συνδέεται με την πρώτη και συνίσταται στο να υπάρξει κατάργηση (ή έστω μείωση) όλων των άλλων φόρων και το κράτος να μάθει να λειτουργεί μόνο με τα έσοδά του, όπως κάθε καλή κι έντιμη εταιρία ή οικογένεια, δίχως να δανείζεται άμεσα ή έμμεσα – πράγμα εξίσου πολύ δύσκολο.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα απλούστατο όσο και φυσικότατο μέτρο! Μόνο συμφέροντα και αδράνεια εμποδίζουν την εφαρμογή του.