1. Λόγος για φορολογική μεταρρύθμιση γίνεται συχνότατα στη χώρα μας, όπου, ας μην παραπονιόμαστε, οι φόροι αλλάζουν με τη συχνότητα της γυναικείας μόδας.
Στην πραγματικότητα, παντού η φορολογία είναι περίπλοκη και μπορεί εύκολα να συνεπάγεται διαφθορά, δωροδοκία, και φοροδιαφυγή κι ένα εντονότατο αίσθημα καταπιεστικής αδικίας. Το αίσθημα της αδικίας έχει διάφορες απόψεις: ο φορολογούμενος νιώθει πως ίσως πληρώνει περισσότερα από άλλους• πως όσο πιο πολύ εργάζεται και κερδίζει, τόσο πιο πολύ φορολογείται, ενώ άλλοι εργάζονται λιγότερο και φορολογούνται λιγότερο• επίσης πως οι αντιπαροχές του κράτους (ασφάλεια, παιδεία, υγειονομική περίθαλψη, και άλλες υπηρεσίες) είναι υποδεέστερες ή ανεπαρκείς.
Μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Ναι! Υπάρχει ένα πιο απλό, αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα που αν δεν εκμηδενίζει τουλάχιστον περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες αδικίας, απάτης και διαφθοράς. Αυτό εφαρμόζεται μερικώς σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, στη Δανία, Νέα Ζηλανδία και αλλού.
Επίσης προωθεί έντονα την οικονομική ανάπτυξη.
2. Αυτό το σύστημα είναι απλό και αποτελεσματικό διότι βασίζεται στην ίδια τη φύση της παραγωγής, δηλαδή την πεμπτουσία της οικονομίας. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό.
Σε μια οποιαδήποτε οικονομία, σε μια μικρή, μεγάλη, δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, κάθε προϊόν της παραγωγής, όπως και το Εθνικό Προϊόν σε μια Πολιτεία, εμπεριέχει δύο αξίες: η μια προέρχεται από την εργασία του ατόμου (ή, ατόμων) και η άλλη από την ύπαρξη και προοδευτική ανάπτυξη της κοινότητας ή Πολιτείας.
Κλασικοί οικονομολόγοι όπως ο Alfred Marshall (Principle of Economics Λονδίνο 1890) και μετακλασικοί όπως ο R. Burgess (Public Revenue without Taxation Λονδίνο 1993), ο Ν. Καζάνας (Κοινωνία δίχως Φόρους Αθήνα 1996) και άλλοι αναγνωρίζουν αυτές τις δύο αξίες στα γραπτά τους. Οι κομμουνιστές όλοι, παρεμπιπτόντως, εμμένουν στη στρεβλή αντίληψη πως ο Μαρξ μιλάει μόνο για τη μια μοναδική αξία που παράγουν οι εργάτες• αλλά ο Μαρξ τόνισε στο ώριμο έργο του Κριτική του Προγράμματος Γκότα (1875): “Η εργασία δεν είναι η μόνη πηγή πλούτου [=δηλαδή αξιών ή αγαθών και υπηρεσιών που οι άνθρωποι επιθυμούν να έχουν]. Η Φύση εξίσου δημιουργεί αξίες…όπως και η εργασία” (Εκδ. Κορόντζη, Αθήνα 1976).
3. Η αξία ή τιμή λοιπόν ενός προϊόντος ή του συνόλου της ετήσιας παραγωγής μιας επιχείρησης, έχει ένα συστατικό που προέρχεται από την προσπάθεια του εργαζόμενου και ένα που προέρχεται από την ύπαρξη της κοινωνίας και των υπηρεσιών που αυτή προσφέρει. Το πρώτο ονομάζεται “ιδιωτικό μερίδιο (ή αξία)” και το δεύτερο “δημόσιο”. Ας επεξηγήσουμε αυτό το δεύτερο.
Ο οικονομολόγος Αθ. Κανελλόπουλος, υπουργός στη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, έγραψε: “Σ’ ένα περιορισμένο εδαφικό χώρο σωρεύεται και πλούτος και δύναμη και γνώση και πληροφόρηση και πολιτισμός… Αγοράζοντας χώρο στη πόλη, δεν εξασφαλίζεις απλώς τόπο εγκατάστασης. Αγοράζεις χρόνο, πληροφόρηση, αμεσότητα, σύνολο υπηρεσιών.” (Δική μου έμφαση: σελ. 120 Η Οικονομία ανάμεσα στο Χθες και το Αύριο Αθήνα 1980.)
Τέτοια είναι η συνεισφορά της κοινότητας ή Πολιτείας: χρόνος, πληροφόρηση, αμεσότητα, σύνολο υπηρεσιών – και ακόμα, πολιτισμικές εκδηλώσεις, εξειδικευμένη τεχνολογία, συγκοινωνίες, σύνδεση με ευρύτερες περιοχές και ξένες χώρες κλπ. Αυτά όλα βρίσκονται στην πρωτεύουσα και σε ολοένα λιγότερο βαθμό σε μεγάλες πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά, βουνοκορφές.
Αυτή η συνεισφορά είναι το δημόσιο τμήμα της αξίας ή τιμής ενός προϊόντος ή του συνόλου οποιασδήποτε ετήσιας παραγωγής.
Μια ορθολογικά σχεδιασμένη φορολόγηση θα επικεντρωθεί σε αυτό το δημόσιο τμήμα της αξίας του προϊόντος και καθόλου στο ιδιωτικό. Καθώς δε η αξία αυτή δημιουργείται από την κοινωνία ή Πολιτεία, το να απο-δίδεται πίσω σε κείνη δεν είναι φόρος με τη στενή έννοια αλλά μια μορφή ανταμοιβής.
4. Το τωρινό φορολογικό σύστημα είναι παντελώς παράλογο, αυθαίρετο, αναποτελεσματικό, συγχυσμένο και άδικο. Λέγεται “αναλογικό” ή “προοδευτικό”.
Η αντίληψη πως όλοι πρέπει να συνεισφέρουν ανάλογα με την εισοδηματική δύναμή τους ακούγεται πολύ λογική, αλλά μόνο για όσους γλιστρούν στην επιφάνεια της ζωής και δεν κοιτούν βαθύτερα.
Όλοι γνωρίζουμε πως το σύστημα επιτρέπει ευρύτατη διαφθορά: αφενός εφοριακοί που χρηματίζονται και αφετέρου φορολογούμενοι που φοροδιαφεύγουν. Η κατάσταση είναι τόσο γνωστή που δεν χρειάζονται άλλα σχόλια.
Μετά, καθώς φορολογούνται οι χαμηλόμισθοι και μικρο-συνταξιούχοι, μειώνεται το πραγματικό εισόδημά τους και, συνεπώς, η αγοραστική τους ικανότητα. Στην πράξη, όλοι αυτοί, που αποτελούν τη μάζα του λαού, μένουν φτωχοί ή γίνονται φτωχότεροι και έχουν ανάγκη από τις παροχές του Κράτους Προνοίας, δηλαδή από κρατική ελεημοσύνη – που συνήθως είναι χαμηλής ποιότητας.
Στην πραγματικότητα εξετάζοντας την εικοσαετία 1972-1992 βλέπουμε πως, παρά την κάποια άνοδο μισθών, ειδικά επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου που έδιναν διογκωμένες αυξήσεις, οι μισθοί και τα κέρδη διατηρούν περίπου τα ίδια ποσοστά του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, όπως δείχνει ο πίνακας του Υπουργείου Οικονομικών:
Αλλά μακρόχρονα, πιο βλαβερή συνέπεια είναι ο πληθωρισμός καθώς οι φόροι μετακυλίονται στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών και τις φουσκώνουν.
Οι εργαζόμενοι ζητούν και παίρνουν αυξήσεις, οι οποίες χάνουν ένα μέρος τους σε φόρους. Αυτές οι αυξήσεις επίσης μετακυλίονται κάποια ώρα στις τιμές και πάει λέγοντας ο φαύλος κύκλος.
Ο R.G. Holcombe επίσης έδειξε σαφώς ότι με τη μετακύλιση των φόρων και παρά την ευνοϊκή φορολόγηση των χαμηλόμισθων και τα χαριστικά επιδόματά τους, σε μια περίοδο 25 ετών τα προγράμματα ανακατανομής εισοδημάτων δεν έχουν ουσιαστική επίδραση: οι φτωχοί μένουν φτωχοί και οι πλούσιοι πλουσιότεροι! (Σ 286-8, Public Sector Economics1987 Wadsworth, CA.)
O R. Burgess εκφράζει όμοιες σκέψεις: “Είναι δυνατόν η άνοδος τιμών να συνεχίζεται επ’ άπειρον και ο πληθωρισμός να είναι μια επίμονη χρόνια κατάσταση» (σελ. 58, Public Revenue without Taxation Λονδίνο 1992).
5. Μια άλλη άποψη του “αναλογικού” ή “προοδευτικού” μας συστήματος φορολογίας είναι περιοριστική και αποθαρρυντική.
Ας φανταστούμε δύο βιβλιοχαρτοπωλεία ή σουβλατζίδικα ή μανάβικα ή οποιαδήποτε άλλη μικρή επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση ο ένας επιχειρηματίας εργάζεται το κανονικό ωράριο, κλείνει στις γιορτές και με κάθε ευκαιρία συμμετέχει σε απεργίες ή διαδηλώσεις. Ο άλλος εργάζεται 2-3 ώρες πιο πολύ, ανοίγει και στις γιορτές όποτε μπορεί. Ο δεύτερος έχει, όπως είναι ευνόητο, μεγαλύτερα έσοδα.
Τι κάνει η κολοβή φορολογία μας;…Σπεύδει να ρουφήξει περισσότερο φόρο από τον εργατικό επιχειρηματία. Στον τεμπέλη δίνει φοροαπαλλαγές και επιδόματα – χρήματα που προέρχονται από τους πιο ευσυνείδητους και ικανούς επιχειρηματίες!
6. Είναι αξιοπερίεργο πως οι συντηρητικές ή (νεο-)φιλελεύθερες κυβερνήσεις και σοσιαλιστικές ή προοδευτικές εφαρμόζουν και διατηρούν αυτό το αναποτελεσματικό, παράλογο και απεχθέστατο σύστημα που τιμωρεί την εργατικότητα βάζοντας περιορισμούς στην ανάπτυξη ενώ επικροτεί και κανακεύει τη φυγοπονία και, γενικότερα, τη διαφθορά.
Γιατί διαιωνίζεται αυτό το σαχλό σύστημα;… Για τρεις απλούστατους λόγους :
(α) Εδώ, όπως αλλού, λειτουργεί η φοβερή δύναμη της αδράνειας. Αυτό το σύστημα έχουμε, αυτό κληρονομήσαμε, αυτό εφαρμόζεται σε άλλες χώρες – και δεν γνωρίζουμε κάτι καλύτερο.
(β) Υπάρχει όντως άγνοια στις μάζες των πολιτών. Τα εκατομμύρια των κοινών ανθρώπων δεν έχουν την απαραίτητη πληροφόρηση και νομίζουν πως οι πολιτικοί και οι εξειδικευμένοι “επιστήμονες” οικονομολόγοι ξέρουν τι κάνουν, καθώς εφαρμόζουν το τωρινό σύστημα. (Το πρώτο-εφάρμοσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Πιτ στη δεκαετία του 1790 και στην Ελλάδα μας ο Καποδίστριας το 1830: άμεση φορολογία εισοδήματος σε “προοδευτική” κλίμακα 10%-25%.)
(γ) Υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα που θέλουν να αισχροκερδούν σε βάρος του κράτους και της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο εφοριακοί και φορολογούμενοι με μεγάλα εισοδήματα που επωφελούνται: όλοι αυτοί συνδέονται με πολιτικούς, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές και υπαλλήλους σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Πάρα πολλοί πολίτες έχουν αφανή έσοδα από τη διαφθορά.
7. Οι κάθε λογής οικονομολόγοι και κυρίως οι πανεπιστημιακοί αποτελούν μια φοβερά αξιοπερίεργη περίπτωση όσον αφορά αυτό το θέμα. Διότι γνωρίζουν κάλλιστα πως υπάρχει μια όλως διαφορετική μέθοδος φορολόγησης, το γράφουν στα εγχειρίδια Οικονομολογίας, κάποτε το αναφέρουν και σε ομιλίες τους – ΑΛΛΑ δεν την προωθούν!
Ίσως να μην είχε άδικο, αν κάποιος τους κατηγορούσε για απάτη. Αλλά ίσως πιο πιθανά πάσχουν από αδράνεια ή δειλία.
Αξιοσημείωτο είναι πως τη μέθοδο αυτή τη γνώριζαν μερικοί αγωνιστές του 1821 και διατύπωναν την κεντρική αρχή απλοϊκότατα. Έτσι μια εγκύκλιος του Μινιστέριου [=υπουργείου] Εσωτερικών, 6/5/1822, “Προς Εφόρους Μαραθωνησίου και Καπητάνους Μάνης” έχει την εισήγηση –
Όλα τα εις την ελευθέραν Ελληνικήν γην Τούρκικα κτήματα να λογίζονται εθνικά, και να δουλεύονται παρ’ εκείνων που τα εδούλευον, αι δε πρόσοδοι αυτών να εμβαίνουσιν εις το Εθνικό Ταμείον. (Αρχείον Ελληνικής Παλιγενεσίας, τόμος Α΄, σ 408-9.)
Η “πρόσοδος” είναι το πλεόνασμα που προκύπτει σε γεωτεμάχια τα οποία, σε μια περιοχή όπου καλλιεργείται, ας πούμε, βαμβάκι, καπνός ή σιτάρι, είναι πιο εύφορα ή βρίσκονται εγγύτερα σε νερό για άρδευση, συγκοινωνίες ή αγορά κλπ και παρουσιάζουν πλεόνασμα. Αυτή η πρόσοδος (=πλεόνασμα υπεράνω της παραγωγής των υποδεέστερων ή πιο απόμακρων κτημάτων) είναι το συστατικό που ορίσαμε ως “δημόσιο τμήμα” της αξίας του προϊόντος και οφείλεται στην ίδια τη Φύση και την ύπαρξη της κοινότητας (§3, πιο πάνω).
Τα πλεονεκτικά χωράφια έχουν μεγαλύτερη αξία από τα άλλα αφού έχουν μεγαλύτερη απόδοση. Έτσι η αξία ή τιμή της γης είναι ένας καλός και ακριβής δείκτης. Εδάφη με τη χαμηλότερη αξία έχουν χαμηλότερη αποδοτικότητα κι έτσι έχουν μεν ιδιωτικό μερίδιο αλλά μόνο αμελητέο δημόσιο μερίδιο. Είναι τα εδάφη με τις μεγαλύτερες αξίες που, φυσικά, έχουν μεγαλύτερη αποδοτικότητα και δημόσιο μερίδιο.
Το ίδιο ισχύει σε όλη την επικράτεια μιας Πολιτείας. Τα οικόπεδα στις πόλεις, και δη τα κεντρικά, έχουν τεράστιες αξίες σε σύγκριση με αγροτεμάχια στην ύπαιθρο, ενώ βραχώδεις βουνοπλαγιές δίχως νερά, χώμα ή ορυκτά δεν έχουν σχεδόν καμιά αξία στην κτηματαγορά.
Έτσι το δημόσιο τμήμα και η πρόσοδος σε άγονες εκτάσεις γεωργίας και κτηνοτροφίας είναι αμελητέο μέγεθος ενώ, με βαθμιαία αύξηση σε ευφορότερα εδάφη στην ύπαιθρο και σε οικόπεδα σε πόλεις, το μέγεθος του δημόσιου τμήματος φθάνει σε αστρονομικούς αριθμούς στις κεντρικές τοποθεσίες της πρωτεύουσας.
Αυτή η δημόσια αξία ή πρόσοδος είναι το μόνο που χρειάζεται να φορολογηθεί.
8. Από τον Άνταμ Σμιθ και όλους τους κλασικούς ως τους σύγχρονους οικονομολόγους όπως οι Νομπελίστες M. Friedman και J. Stiglitz, όλοι διδάσκουν πως η φορολόγηση της προσόδου (ή η αποκομιδή της δημόσιας αξίας της παραγωγής) είναι μια ιδιαίτερα πλεονεκτική και ευεργετική μορφή φορολογίας δίχως στρεβλωτική επίδραση στην οικονομία (σ 277 H. Speight 1965 Economics: The Science of Prices and Incomes, Λονδίνο Methuen). Και ο H. E. Daly έγραψε: “Η φορολόγηση της προσόδου δεν προκαλεί στρεβλώσεις στη διευθέτηση των οικονομικών πόρων και είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος άντλησης δημόσιων εσόδων. Στον βαθμό που αυτή αντικαθιστά άλλους φόρους, η σταθερότητα στην πιο αποτελεσματική διάθεση πόρων βελτιώνεται.” (σελ.67, Steady-state Economics, Λονδίνο 1992, Earthscan.)
Με άλλα, πιο απλά λόγια αυτή η φορολόγηση δεν θα (μπορεί να) μετακυλίεται στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, ενώ οι εργαζόμενοι θα αμείβονται πολύ περισσότερο και θα υπάρχει σταθερή ανάπτυξη. Η ευρηματικότητα, πρωτοβουλία και πρόσθετη προσπάθεια θα έχουν μεγάλες αμοιβές.
Τα ίδια έγραψαν οι Σμιθ, Ρικάρντο, Μιλ, Μάρσαλ, Φρίντμαν, Στίγκλιτς και τόσοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι ακαδημαϊκοί και μη.
Το γιατί δεν πιέζονται οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν αυτό το σύστημα είναι ακατανόητο. Το γιατί οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να το εφαρμόσουν το εξετάσαμε στο §6 νωρίτερα.
Επιπλέον όμως, επειδή οι αξίες γαιών είναι ή γίνονται πολύ εύκολα γνωστές στους πάντες, η διαφθορά θα εξαφανιστεί και θα επικρατεί η πολυπόθητη διαφάνεια. Τα γραφεία της Εφορίας θα αρκούνται με λίγο χώρο και ελάχιστους υπαλλήλους.
Να λοιπόν ένα καθαρό, αποτελεσματικό, αντιπληθωριστικό, αναπτυξιακό σύστημα που δεν αποθαρρύνει την εργασία και δίνει πίσω στο Δημόσιο αυτό που δημιουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες και η προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Θα επανέλθω.