1. Σε μια οικονομική κρίση όπως αυτή που τώρα διανύουμε στην Ελλάδα, οι μάζες που δεν ανήκουν στην τάξη των πλούσιων ή έστω ευκατάστατων νιώθουν να χάνεται το νόημα της ζωής καθώς βυθίζονται σε μια θολούρα απόγνωσης και απελπισίας, καθώς οι μήνες περνούν δίχως να αναδύεται κάποια ελπιδοφόρα προοπτική βελτίωσης.
Μετά, οι πιο οξυδερκείς και στοχαστικοί ανάμεσα σε όλους αυτούς που δεν έχουν παρασυρθεί από τις ωρυγές των αν-ελλήνων και χρυσαυγιτών, ή των αναρχοαριστερών, και αυτοί νιώθουν παρόμοια απόγνωση καθώς βλέπουν πως το πολιτικό σύστημα δεν αλλάζει, παρά τις εξαγγελίες των κυβερνόντων και πως η διαφθορά έχει διαστάσεις πανδημίας. Μα και ακούνε κατάπληκτοι τον κ. Στουρνάρα να μας βεβαιώνει πως δεν είμαστε, κατά μέσον όρο και σε σύγκριση με άλλους λαούς, υπερφορολογημένοι – κι ας ρευστοποιούν τα τελευταία εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία τους για να πληρώσουν τα πολλαπλά χαράτσια και τις αυξανόμενες τιμές προϊόντων.
Δεν έχω αμφιβολία πως η κάστα των πολιτικάντηδων και των συνδικαλιστών όλων των παρατάξεων έχουν το κύριο φταίξιμο για την όλη απελπιστική κατάσταση. Αλλά είναι μόνο αυτοί που φταίνε?…
2. Σήμερα όμως ας αφήσουμε τις επαναλαμβανόμενες πολιτικο-οικονομικές αναλύσεις κι ας αναρωτηθούμε σοβαρά – γιατί βρισκόμαστε σε αυτές τις συνθήκες.
Γιατί έχω γεννηθεί σε αυτή την οικογένεια, σε αυτή τη χώρα, σε αυτή την εποχή;
Και γιατί είμαι έτσι όπως (νομίζω πως) είμαι, με όλες τις αρετές και όλα τα ελαττώματα μου;
Τέτοιες ερωτήσεις δεν θέτουμε στον εαυτό μας. Ούτε τις θέτουμε σε άλλους ή τις θέτουν άλλοι σε μας, τουλάχιστον όχι συχνά.
Και φυσικά δεν έχουμε καμιά εύκολη απάντηση.
Μπορούμε μάλιστα, να κάνουμε άλλο ένα τολμηρό βήμα και να αναρωτηθούμε – Είναι θέμα τύχης, κάτι εντελώς τυχαίο, ή κάτι άλλο;
Τότε μένουμε ίσως άναυδοι καθώς εισερχόμαστε στον μάλλον άγνωστο χώρο της ψυχολογίας, φιλοσοφίας και μεταφυσικής.
Κι όμως αυτά είναι βασικά ερωτήματα και είναι μάλλον δύσκολο να ξέρουμε πώς να πορευθούμε στη ζωή, τι να πιστεύουμε για τον κόσμο και πώς να φτιάξουμε μια σωστή κοινωνία ή να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, αν δεν γνωρίζουμε τι είδους πλάσματα είμαστε, από πού ερχόμαστε, γιατί βρισκόμαστε όπου βρισκόμαστε και που θα πάμε, αν πάμε κάπου, όταν τελευτήσουμε κι αποχωρήσουμε αναγκαστικά από αυτόν τον κόσμο.
3. Ο Carl Jung ήταν ένας μεγάλος, πρωτοποριακός ψυχοθεραπευτής, ψυχολόγος και ψυχίατρος που δημιούργησε μια δική του σχολή στη σφαίρα αυτή. Ακόλουθος του S.Freud για μερικά έτη, εθεωρείτο από τον Freud και τους συναδέλφους τους διάδοχός του. Αργότερα διαφώνησε με ορισμένες δογματικές θέσεις του μέντορά του και ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Λίγο πριν πεθάνει (1961), είπε:
“Μέχρι σήμερα Θεός για μένα είναι το όνομα με το οποίο καταδείχνω όλα όσα διασταυρώνουν το εγωιστικό μου μονοπάτι βίαια και παράτολμα – όλα τα πράγματα που ανατρέπουν τις υποκειμενικές αντιλήψεις μου, τις προθέσεις και τα σχέδια μου κι αλλάζουν την πορεία της ζωής μου προς το καλύτερο ή το χειρότερο.” (Συνέντευξη στο House-keeping Magazine, Δεκ.1961.)
Με άλλα λόγια δεν πίστευε στο τυχαίο καθόλου, όπως και ο Αϊνστάιν που είπε “ο Θεός δεν παίζει ζάρια!” Κάθε εισβολή, ανατροπή ή διακοπή στην πορεία που οδηγούσε η δική του εγωιστική θέληση, τη θεωρούσε θεϊκή επέμβαση που έδινε νέο νόημα στη ζωή. Για τον Γιούνγκ, το νόημα της ζωής βρισκόταν ακριβώς σε κάθε συμφορά και καλοτυχία που του συνέβαινε διότι θεωρούσε κάθε συμβάν μια έκφραση υπερπροσωπικών δυνάμεων κι ενεργειών.
Είναι φανερό πως το Σύμπαν δεν δίνει πολλή σημασία ή προσοχή στις προσωπικές καθαρά υποκειμενικές αντιλήψεις και προθέσεις μας. Τα γεγονότα εξελίσσονται σύμφωνα με τη δική τους λογική και δυναμική: αυτή κάποτε, ναι, συμπίπτει με τις επιθυμίες μας, μα συχνά τις αγνοεί εξοργιστικά.
4. Στην εποχή μας πολλοί πιστεύουν πως το τυχαίο κυριαρχεί: το Σύμπαν εξελίχθηκε τυχαία• ομοίως το ηλιακό μας σύστημα, η ζωή πάνω στη Γη και ο άνθρωπος με τη νοημοσύνη του.
Παρά τα λόγια του Αϊνστάιν και του Γιούνγκ και άλλων στοχαστών, παρά πολλοί ψυχολόγοι, φυσικοί, βιολόγοι και άλλοι επιστήμονες έχουν υιοθετήσει αυτή την άποψη του τυχαίου.
Χωρίς όμως να δίνουν πειστικούς λόγους γι αυτή την άποψη.
Πως μπορεί, για παράδειγμα, να εγερθεί κάτι από το απόλυτο τίποτα, ή νοημοσύνη από μη-νοημοσύνη;
Αν υπάρχει έστω κι ένας νόμος στο Σύμπαν, τότε πρέπει να ενεργεί κάποια Νοημοσύνη ευθύς εξαρχής δίνοντας τάξη, συνοχή και νόημα στα πάντα. Και, όπως παρατηρούμε, πολλοί νόμοι, λειτουργούν στον γνωστό μας κόσμο. Πχ, ρίχνουμε μια πέτρα κι αυτή πέφτει κάτω πάλι. Ή φυτεύουμε βελανίδι και βλασταίνει βελανιδιά ενώ από το ρόδι ροδιά. Δεν ξέρουμε καμιά περίπτωση που μια μπάλα να αιωρείται για πολύ στον αέρα δίχως κάποια στήριξη, ή από το αμύγδαλο να βλασταίνει πεύκο κι από το σπέρμα του ποντικού να ξεπηδά ελέφαντας.
Υπάρχουν νόμοι. Άρα υπάρχει Νοημοσύνη. Άρα υπάρχει σχέδιο και σκοπιμότητα. Έστω κι αν εμείς δεν τα γνωρίζουμε αυτά.
5. Ο Γιούνγκ αποδίδει σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα μοναξιάς και κατάθλιψης που συχνά νιώθουμε, και γενικά τη δυστυχία μας, στο ότι δεν βρίσκουμε ικανοποιητικό νόημα στη ζωή μας. Γιατί δεν ψάχνουμε στο σωστό μέρος. Στα τυφλά κυνηγάμε υλικά πράγματα που δίνουν, όπως νομίζουμε, πλούτο, εξουσία, ηδονή, χωρίς όμως να ικανοποιούμε τη λαχτάρα μας για κάποιο νόημα. Νομίζουμε, ακόμα, πως εμείς κάνουμε τα πάντα κι έχουμε τον έλεγχο.
Ο Γιούνγκ λέει (σε Σεμινάριο που δημοσιεύθηκε μετά θάνατο, 1962, από τη Λέσχη Analytical Psychology Club, Νέα Υόρκη): “Όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι νιώθουν μοναξιά στην ψυχή τους διότι νομίζουν πως δεν υπάρχει τίποτα που δεν έχουν φτιάξει οι ίδιοι… Νομίζουμε πως εμείς επινοήσαμε τα πάντα στον υλικό κόσμο και πως τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν το κάναμε εμείς οι ίδιοι!”
Αφαιρώντας τη νοημοσύνη και την πνευματικότητα από τον κόσμο γύρω μας και μένοντας μόνο με τα χοντρά πράγματα των πόθων μας χωρίς να εμβαθύνουμε καθόλου στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής (ή στο νου) μας, δεν είναι παράξενο που χάσαμε ή δεν βρίσκουμε νόημα στη ζωή.
Όπως το θέτει ένας άλλος σημαίνων ψυχίατρος, ο Ε.Edinger –
“Το πρόβλημα του νοήματος της ζωής σχετίζεται στενά με την αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας.” Η ερώτηση “Τι είναι το νόημα της ζωής μου” είναι σχεδόν ίδια με την ερώτηση “Ποιός ή ποιά είμαι;”
6. Ποιος ή ποια είσαι;… Να μια καλή ερώτηση!
Όταν λέμε ή σκεπτόμαστε “ο εαυτός μου” (“εμένα” και “μου”) σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Και ποιος ή τι ρωτάει?
Υπάρχουν σκέψεις… υπάρχουν (συν-)αισθήματα… υπάρχουν διαθέσεις… Αυτά όμως δεν είμαι εγώ. Διότι εγώ είμαι κάτι ξεχωριστό και μπορώ και τα παρατηρώ – όπως παρατηρώ το σώμα και τα ρούχα μου κι άλλα αντικείμενα γύρω μου.
Γιατί βρίσκομαι ως άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο, αυτή την εποχή;…
Ποιός ή ποιά είμαι;… “Εγώ δεν γνωρίζω ποιος είμαι κι αν δεν μάθω κατά πόσο είμαι ον θεϊκό ή ένα τέρας, δεν μπορώ να επιδοθώ σε άλλες έρευνες”, λέει ο Σωκράτης στον Φαίδρο του Πλάτωνα.
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε κι άλλο αυτή την αναζήτηση (ή συζήτηση). Αλλά είπαμε αρκετά για μια αρχική προσέγγιση. Τελειώνω με λίγα λόγια από τον Αμερικανό στοχαστή Ralph Waldo Emerson (αρχές 19ου αιώνα):
“Το μυστικό του κόσμου είναι ο δεσμός μεταξύ του ατόμου και του γεγονότος στο παρόν… Η ψυχή περιέχει ήδη το συμβάν που θα αντιμετωπίσει… κι αυτό [το συμβάν] είναι αποτύπωμα της μορφής της…”(The Conduct of Life).
“Κάθε πλάσμα εκπέμπει από τον Εαυτό του τη δική του κατάσταση στην εξωτερική σφαίρα των γεγονότων… Δεν υπάρχουν απρόοπτα, ατυχήματα. Ο νόμος κυβερνά ό,τι υπάρχει.”
7. Δύσκολα;… Θα επανέλθω.