1. Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τη «ζωή».
Πρώτα είναι η ύπαρξη και κίνηση του ανθρώπου (ή άλλου ζωντανού αυτοκινούμενου όντος) στον υλικό κόσμο, όπως τον ξέρουμε κυρίως στον πλανήτη μας. Αυτή η κίνηση συνίσταται σε διάφορες δραστηριότητες, όπως η καλλιέργεια φυτών, η κατασκευή κατοικιών ή άλλων κτιρίων, εργαλείων και συσκευών, επίπλων και ρούχων και άλλων αντικειμένων, συχνά σε συνεργασία με άλλους. Συμπεριλαμβάνει την οικογενειακή ζωή, ποικίλες μορφές διασκέδασης σε χορό, θεάματα, φαγοπότι, τραγούδι, σπορ και μορφές λατρείας με εκκλησιασμό, προσευχή, ψαλμωδία, διαλογισμό. Επίσης, διάφορες μορφές υπηρεσίας, φροντίδας και περίθαλψης άλλων ανθρώπων. Και, οπωσδήποτε, μπορούν να αναφερθούν πολλές άλλες κατηγορίες.
Μετά, είναι η ζωή η εσωτερική: οι επιθυμίες, σκέψεις και φαντασιώσεις, συγκινήσεις, συναισθήματα και οράματα, φιλοδοξίες, διαθέσεις, προβληματισμοί, εμπνεύσεις και άλλα παρόμοια.
Τέλος, είναι η ίδια η ζωή, δηλαδή η δύναμη ή ενέργεια που δίνει ζωντάνια και κίνηση στο πλάσμα και το κρατά ζωντανό ως τον θάνατο.
2. Κατανοούμε πως ο ζωντανός οργανισμός μας έχει ανάγκες βασικές, βιολογικές: πρέπει να αναπνέει κι έτσι πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στον αέρα˙ πρέπει να τρέφεται με νερό και τροφές από το περιβάλλον˙ πρέπει να κινείται για να μην ατονήσει και αποδυναμωθεί.
Αυτές οι ανάγκες είναι μέρος της ζωής και συγχρόνως κίνητρα για κίνηση, δράση, εργασία ώστε να έχουμε προσιτό και διαθέσιμο νερό και φαγητό. Επίσης, κατοικία και ρούχα που θα παρέχουν προφύλαξη από ακραίες συνθήκες κρύου και ζέστης. Και φυσικά ανάπαυση.
Μα δεν κατανοούμε πώς ακριβώς εγείρονται τόσες και τόσες επιθυμίες για πράγματα που δεν εξυπηρετούν ή ικανοποιούν οργανικές ανάγκες, κάποτε μάλιστα βλάπτουν τον οργανισμό μας – όπως πολύ αλκοόλ ή άλλες ουσίες ή ανθυγιεινές συνήθειες. Αλλά αφιερώνουμε πάρα πολύ χρόνο κι ενέργεια στην ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών. Αυτό δείχνει μεγάλο παραλογισμό εκ μέρους μας.
3. Η πιο ισχυρή επιθυμία μας, κοινή σε όλους και διακαής, είναι για ευτυχία. Με «ευτυχία» εννοούμε, υποθέτω, μια εσωτερική κατάσταση ικανοποίησης και ζωντάνιας όπου δεν αισθανόμαστε οδύνη, πόνο, ταραχή ή ενόχληση – τίποτα δυσάρεστο ή στενάχωρο.
Κι εδώ υπεισέρχεται ο παραλογισμός. Διότι πολλές επιθυμίες απαιτούν πολύ κόπο για να ικανοποιηθούν, μα και όταν ικανοποιούνται προκαλούν στεναχώρια, πόνο ή οδύνη κάποιου είδους. Ακόμα και η ικανοποίηση άκακων επιθυμιών, όπως καλό μετρημένο φαγητό και ποτό, δεν φέρνουν μόνιμη, διαρκή ευτυχία. Η ικανοποίηση που φέρνουν είναι βραχύβια. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα χρειάζεται επανάληψη, ή νέες επιθυμίες εγείρονται απαιτώντας ικανοποίηση.
Είναι ένα πολύ ανιαρό παιχνίδι που θα έπρεπε να μας δείξει σαφώς πως η ευτυχία δεν κατακτάται με την ικανοποίηση των επιθυμιών μας για πράγματα του υλικού ή έστω νοητικού κόσμου. Διότι και νοητικές (ή πνευματικές, όπως τις λένε πολλοί) επιδιώξεις, όπως π.χ. η ανάγνωση λογοτεχνίας, το άκουσμα μουσικής, η λύση μαθηματικών προβλημάτων και παρόμοια, προσφέρουν ικανοποίηση και πρόσκαιρη ευτυχία, μα κι αυτές ζητούν επανάληψη.
4. Χρειάζεται νωρίς να μάθουμε πώς λειτουργούν όλοι αυτοί οι παράγοντες, δηλαδή οι επιθυμίες και τα αισθήματα ικανοποίησης ή κορεσμού ή έλλειψης και ό,τι άλλο σε αυτήν την ανεξερεύνητη ζώνη.
Ζούμε μάλλον μιμητικά και μηχανικά έχοντας μάθει από τον περίγυρό μας πως αυτός είναι ο τρόπος ζωής. Σχολείο, πτυχία, οικογένεια, καριέρα, σπίτι και δουλειά, διακοπές, προαγωγή, ερωτοτροπίες, γάμος, παιδιά – και θάνατος.
Κάνουμε ό,τι έχουν κάνει και οι άλλοι όλοι, οι γονείς και φίλοι, οι άνθρωποι γύρω μας, εδώ και αιώνες. Υπάρχουν μικρές ή μεγάλες διαφορές στο μοτίβα και στους συνδυασμούς, μα οι πορείες είναι στην ίδια κατεύθυνση, με τα ίδια στοιχεία.
Σίγουρα πρέπει, αν θέλουμε να ευτυχήσουμε πραγματικά, να γνωρίσουμε ποια είναι η φύση μας, από πού ήρθαμε και γιατί ζούμε σε αυτόν τον πλανήτη· επίσης, να γνωρίσουμε τη φύση του κόσμου όπου υπάρχουμε, και να μάθουμε να συμμορφωνόμαστε με τους νόμους της δικής μας φύσης και της φύσης του κόσμου.
«Συμμόρφωση» ήταν το ιδανικό του Κομφούκιου για μια αρμονική, ευτυχισμένη ζωή.