Ο μύθος αυτός είναι ένας από τους πολλούς που περισώθηκαν από την Καίτη Λάνγκλοχ Πάρκερ στο Σίδνεϊ την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα – Australian Legendary Tales 1896. Είναι οι μύθοι της φυλής Narran που αποκαλούνταν Noongahburrahs.
Ο μύθος αυτός μιλάει για τη θηλυκή άνεμο Mayrah (ή πνεύμα της Άνοιξης στη γλώσσα Yawalray) που φυσά και διώχνει τον χειμώνα για να έρθει η άνοιξη.
Στην αρχή του χειμώνα οι ιγουάνες (=μεγάλες σαύρες) κλείνονται στις κρυψώνες τους στην άμμο. Οι μαύροι αετοί μαζεύονται στις φωλιές τους. Οι σαυρούλες garbarlee κρύβονται μέσα σε πεσμένους μικρούς κορμούς, ίσα ίσα που χωράνε. Οι ιγουάνες ανοίγουν τούνελ βαθιά στην άμμο και κλείνουν το πέρασμα πίσω τους καθώς προχωρούν. Όλα μένουν στις χειμερινές κατοικίες τους ωσότου η Mayrah φυσήξει τον χειμώνα μακριά.
Η Mayrah πρώτα ξεσηκώνει μια καταιγίδα. Όταν οι ιγουάνες ακούνε τη βροντή, καταλαβαίνουν πως η άνοιξη είναι κοντά και αρχίζουν να ανοίγουν το πέρασμα να βγούνε πάλι έξω. Μα δεν αφήνουν τον χειμερινό κρυψώνα τους ωσότου ακούσουν τον μικρό αετομάχο (που ξέρει να καρφώνει τη λεία του) να κελαηδά όλη τη μέρα δίχως σταματημό – γκούρι, γκούρι, γκούρι! Τότε πια ξέρουν σίγουρα πως η Mayrah έχει διώξει τον χειμώνα για καλά και τα πουλιά αρχίζουν να ζευγαρώνουν και να χτίζουν φωλιές. Τότε ανοίγουν τα μάτια τους και ξαναβγαίνουν στην πράσινη γη.
Και οι μαύροι που ακούν τους αετομάχους να κελαηδούν, γκούρι, γκούρι, γνωρίζουν πως μπορούν να πάνε να βρουν τις ιγουάνες που τώρα θα είναι πιο παχιές από την αρχή του χειμώνα, όταν εξαφανίστηκαν.
Ξέρουν επίσης πως θα βρουν τους αγκαθωτούς μυρμηγκοφάγους piggiebilla καθώς τρέχουν μακριά, αφήνοντας τα μικρά τους κρυμμένα μέσα στην άμμο μόνα πια να φροντίζουν τον εαυτό τους, γιατί δεν μπορούν πια να τα μεταφέρουν τώρα που τα αγκάθια τους μεγάλωσαν και τους τρυπούν στον θύλακά τους. Έτσι τα παρατούν και τρέχουν μακριά για να μην ακούν άλλο τις κραυγές τους. Γνωρίζουν πως θα τα ξαναδούν αργότερα όταν θα έχουν μεγαλώσει πια.
Τότε είναι που καθώς φυσά η Mayrah απαλά, ανοίγουν ένα – ένα τα λουλούδια και οι μέλισσες πετάνε πάλι να μαζέψουν μέλι.
Κάθε πουλί φορά ξανά το πιο χαρμόσυνό του φτέρωμα και κελαηδά την γλυκύτερη του μελωδία για να ελκύσει ταίρι κι έτσι μετά πάνε ζευγάρι να φτιάξουν τη φωλιά τους.
Και η Mayrah συνεχίζει να φυσάει απαλά ωσότου η γη όλη γεμίζει με αφθονία.
Μα έρχεται η ώρα που η φωτεινή θεότητα Yhi (η ακτινοβολία του ήλιου) αρχίζει να την κυνηγά σπρώχνοντάς την πίσω εκεί από όπου ήρθε. Τώρα τα λουλούδια γέρνουν και μαραίνονται και τα πουλιά κελαηδούν μόνο τη χαραυγή. Η Yhi τώρα κυριαρχεί στον κόσμο του καλοκαιριού, ωσότου έρθουν οι φθινοπωρινές καταιγίδες να το δροσίσουν και ο χειμώνας ξαναπαίρνει τη θέση του.
Στην ώρα της ξανά και η Mayrah, η αγαπημένη όλων των πλασμάτων φυσάει και διώχνει τον χειμώνα μακριά φέρνοντας πάλι αφθονία.
(Ο μύθος είναι μια λυρική περιγραφή του ερχομού της άνοιξης και πλατύτερα του ετήσιου κύκλου των εποχών με έμφαση στην ανοιξιάτικη αναζωογόνηση και αφθονία.
Υπάρχουν δυο συμπαντικές δυνάμεις που δίνουν κίνηση στον κύκλο. Εδώ πρωταγωνίστρια είναι η Mayrah, ο άνεμος που δημιουργεί την τελευταία μεγάλη καταιγίδα: είναι η πνοή, το πνεύμα της Άνοιξης που διώχνει τον χειμώνα μα με τη σειρά της κι αυτή εκδιώχνεται από τη Yhi, τη μεγάλη θεά του φωτός και του καλοκαιριού που στη συνέχεια φέρνει το φθινόπωρο και τον Χειμώνα.)