1. Γενικά δεν είναι γνωστό πως ο Άνταμ Σμιθ που θεωρείται «πατέρας της σύγχρονης Πολιτικής Οικονομίας» ήταν περισσότερο φιλόσοφος και καθηγητής της Λογικής, αν και φοβερά αφηρημένος συνήθως.
Πολύ πριν το Πλούτος των Εθνών (πλήρης τίτλος: An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations) είχε δώσει διαλέξεις περί Ρητορικής και Δικονομίας και είχε δημοσιεύσει ένα λιγότερο γνωστό μα εξίσου βαθυστόχαστο έργο Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων (The Theory of Moral Sentiments). Είχε γράψει επίσης φιλοσοφικά δοκίμια.
Πολλές από τις ιδέες του στο Πλούτος των Εθνών είναι καινοτόμες και πολύ ορθές. Αυτές βοήθησαν μάλιστα να γίνουν πολλές μεταρρυθμίσεις και καθόρισαν νέες πολιτικές για τις αγγλικές κυβερνήσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και στον 19ο αιώνα.
2. Κατά τη γνώμη μου, όμως, δεν εκδήλωσε μεγάλη οξυδέρκεια ούτε στη Φιλοσοφία ούτε στην Πολιτική Οικονομία. Το Πλούτος των Εθνών αρχίζει όχι με αρχές μα κάπου στη μέση της παραγωγής και από κείνο το σημείο (καταμερισμός της εργασίας) εκτείνεται δίχως πολλή λογική διαδοχή σε διάφορα άλλα θέματα.
Εδώ θα εξετάσω μια ιδέα πολύ αποκαλυπτική που όμως φαίνεται αρχικά δυσνόητη και ευάλωτη σε παρερμηνεία. Γράφει στο 1ο βιβλίο, κεφ. 2, παράγραφο 2 (τέλος): «Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοποιού ή του φούρναρη, αλλά από το ενδιαφέρον τους για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε δε, όχι στον ανθρωπισμό τους, μα στη φιλαυτία τους, και ποτέ δεν τους μιλούμε για τις δικές μας ανάγκες αλλά για τα δικά τους οφέλη».
Είναι μια πολύ ορθή και πρακτική παρατήρηση για τον εγωισμό μας.
3. Αργότερα, στο 4ο βιβλίο, κεφ. 2, επεκτείνει την ιδέα επεξηγηματικά. Γράφει εκεί μια παρατήρηση που έγινε διάσημη καθώς περιέχει και την πρόσθετη αναφορά στο «αόρατο χέρι» που κατευθύνει τις πράξεις μας:
«Καθώς κάθε άτομο (…) ούτε επιδιώκει να προάγει το δημόσιο συμφέρον, ούτε ξέρει σε ποιον βαθμό το προάγει (…), επιδιώκει μόνο τη δική του ασφάλεια. Κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία έτσι που το προϊόν της να έχει ενδεχομένως τη μεγαλύτερη δυνατή αξία, επιδιώκει μόνο το δικό του κέρδος, και οδηγείται σε αυτό, όπως σε άλλες περιπτώσεις, από ένα αόρατο χέρι στην προαγωγή ενός σκοπού που δεν συνιστούσε μέρος των προθέσεών του».
17 έτη νωρίτερα είχε γράψει κάτι παρόμοιο στο Η θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων, 4ο βιβλίο, κεφ. 1 – μα με μια σημαντική διαφορά:
«[Οι πλούσιοι] καταναλώνουν κάτι περισσότερο από τους φτωχούς, και παρά τον έμφυτό τους εγωισμό και πλεονεξία (…) μοιράζονται με τους φτωχούς το προϊόν κάθε προόδου τους. Ένα αόρατο χέρι τους καθοδηγεί να κάνουν την ίδια κατανομή των απαραιτήτων της ζωής που θα είχε γίνει αν η γη είχε μοιραστεί σε ίσα μερίδια σε όλους τους κατοίκους της. Κι έτσι, χωρίς να το επιδιώκουν και να το γνωρίζουν, προάγουν το συμφέρον της κοινωνίας…»
Εδώ βρίσκουμε ένα αγνοημένο μα πελώριο, σχεδόν τερατώδες, σφάλμα στη στόχαση του Σμιθ. Διότι η γη δεν είναι μοιρασμένη σε ίσα μερίδια και οι πλούσιοι δεν προάγουν το συμφέρον της σύνολης κοινωνίας αλλά μόνο το δικό τους!
4. Βέβαια, ναι, από μια ευρύτερη προοπτική ακόμα και με τον εγωισμό και τη φιλαυτία μας, όλοι, όχι μόνο οι πλούσιοι, προάγουμε κάποιο άγνωστο σε μας γενικότερο σχέδιο που συμπεριλαμβάνει και «το συμφέρον της κοινωνίας». Ο Σμιθ όμως εδώ είναι ασαφής και η διάτύπωσή του λανθασμένη.
Ο Μπαρούχ ή Βενέδικτος Σπινόζα, Ολλανδο-Εβραίος φιλόσοφος, επίσης, αναφέρθηκε στον εγωισμό και στη φιλαυτία των ανθρώπων. Το μεγάλο του έργο Ηθικά (Ethica) θα φανεί αρχικά σε πολλούς παράξενο με τον έντονο εγωισμό που διατυπώνει. Μα σύντομα, αν ο αναγνώστης προχωρήσει με λίγη εμπιστοσύνη και υπομονή, θα δει μια πολύ πειστική λογική στη συνέχεια και αναπάντεχη ανατροπή της αρχικής θέσης.
Η πρόταση 6 στο 3ο βιβλίο δηλώνει: «Κάθε ον, όσο μπορεί με τη δύναμή του, ενεργεί έτσι που να διασφαλίζει και παρατείνει την ύπαρξή του».
Είναι, με άλλα, σύγχρονα λόγια, «το ένστικτο της αυτοσυντήρησης», που περιγράφεται σε μια εύλογη, πρακτική παρατήρηση της έμφυτης, ακατανίκητης τάσης που όλοι έχουμε. Η λογική δεν απαιτεί τίποτε αφύσικο, τίποτα ενάντια στη μεγάλη Φύση και είναι ενάντια στη Φύση να μη ζητούμε τη διασφάλιση και διαιώνιση της ύπαρξής μας. Έτσι η λογική επιβάλλει να διασφαλίζουμε αυτό το όφελος (Ηθικά, 4, 18).
5. Αυτή η φυσική μα εγωιστική τάση για αυτοσυντήρηση γρήγορα φωτίζεται διαφορετικά.
«Κάθε άνθρωπος που επιδιώκει την αρετή κι επιθυμεί το αγαθό, επιθυμεί το ίδιο αγαθό και για τους άλλους» (4, 37).
Έχει όμως νωρίτερα δηλώσει ο Σπινόζα: «Το ανώτερο αγαθό για τον νου είναι η γνώση του Θεού, η δε μεγαλύτερη αρετή είναι να γνωρίσουμε τον Θεό. Ο Θεός πάλι είναι εκδηλωμένος στη Φύση, στους νόμους και στις λειτουργίες της» (4, 28).
Παράλληλα με την αυτοσυντήρηση, ο νους επιθυμεί μεγαλύτερη κατανόηση και αυτή η επιθυμία είναι κοινή σε όλους (4, 26-28). Επίσης, όλοι μπορούν αν το θελήσουν να απολαμβάνουν εξίσου το υπέρτατο αγαθό που είναι η γνώση του Θεού.
Έτσι όλοι θα πρέπει να θέλουμε να έχουν και οι άλλοι αυτή την κατανόηση και να είναι καλή συντροφιά για μας και για άλλους και συνεπώς βοηθούμε όσο μπορούμε να προσεγγίσουν το υπέρτατο αγαθό.
Ο Σμιθ προτείνει την επιδίωξη της προσωπικής ικανοποίησης κι επιτυχίας – που συχνά, μα άθελα, επιφέρει την ικανοποίηση κι επιτυχία σε άλλους. Ο Σπινόζα ζητάει όχι μόνο την επιδίωξη της προσωπικής μας ικανοποίησης μα τη θεληματική επιδίωξη και της ικανοποίησης των άλλων.
Ο Σμιθ ήταν προϊόν της Σκωτικής κοινωνίας της εποχής του με τα ταξικά προνόμια και μειονεκτήματά της. Ο Σπινόζα ήταν προϊόν της πανανθρώπινης ύπαρξης και νοημοσύνης.