“Εν αρχή ήν ο Λόγος… Στην αρχή είναι ο Λόγος που είναι στον Θεό… Σε κείνον είναι η ζωή που είναι το φως των ανθρώπων… Είναι το φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο… μα ο κόσμος δεν το γνωρίζει…” (Κατά Ιωάννη, 1.1-10)
Στη Βεδική Παράδοση ο Βασιλιάς Τζάνακα ρώτησε τον σοφό Γιάτζνιαβάλκια: “Όταν ήλιος και φεγγάρι σβήσει, όταν και η λαλιά έχει χαθεί,/ τότε ποιο φως έχει ο άνθρωπος στο σκοτάδι και τη σιωπή;//” Και ο σοφός απάντησε: “Τότε έχει για φως του τον Εαυτό./ Ο άνθρωπος μόνο με το φως αυτό/ κάθεται, κινείται κοντά ή μακριά/ κάνει έργα κι επιστρέφει τελικά.//” Μετά ο σοφός εξήγησε: “Ο Εαυτός γίνεται δύναμη διάκρισης/ κρυμμένος μες στις ζωτικές αισθήσεις/ το φως σε κάθε ανθρώπου την καρδιά/ και μένει ίδιος παντοτινά… Μοιάζει να παίρνει τη μορφή του νου/ να δημιουργεί πράματα, να κινείται παντού/ μα υπεράνω ύπνου και θανάτου//. ”(Bṛhadāraṇyaka Ουπανισάδα, 4.4.1-9)
Πριν πολλά χρόνια μια φίλη μεγάλης ηλικίας μου αφηγήθηκε γιατί ασπάστηκε η ίδια τον Βουδισμό. Σε κάποια συγκέντρωση παλαιών συμμαθητριών από το γνωστό κολλέγιο συνάντησε ξανά μετά από χρόνια μια φίλη που είχε γίνει μοναχή βουδίστρια. Όλες οι γυναίκες ένιωσαν λίγο ή πολύ άβολα. Η ίδια η φίλη μου ένιωσε το ίδιο αρχικά.
Η μοναχή, που δεν κάπνιζε, δεν έπινε και δεν φλέρταρε, μα φερόταν σεμνά κι ευγενικά προς όλες, εξομολογήθηκε πως παντού εκτός από συνάξεις με άλλες μοναχές, οι άνθρωποι ένιωθαν κάπως άβολα – γυναίκες και άντρες, νέοι και ηλικιωμένοι. Παρά τη σεμνότητά της η ίδια φαινόταν να είναι ευτυχισμένη.
Δεν ήταν φυσικά παντρεμένη. Δεν είχε ερωτικές σχέσεις, δεν είχε δική της μόνιμη κατοικία ούτε καριέρα. Ζούσε από ένα βουδιστικό κέντρο σε άλλο, ανάλογα με τις οδηγίες της ηγουμένης της, μα δεν φαινόταν να την κουράζει αυτό και δεν ένιωθε να της λείπει τίποτα – ούτε το σπίτι, ούτε οι συγγενείς, ούτε παιδιά. Δεν πήγαινε στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, δεν διασκέδαζε. Είχε όμως βρει μια νέα ολόδική της πληρότητα στον εαυτό της σε μια εσώτερη βαθύτατη γαλήνη.
Και η φίλη μου, που μου έλεγε την ιστορία, ένιωσε αυτήν τη γαλήνη, έπαψε να νιώθει άβολα κι επιδίωκε όποτε ήταν δυνατό να συναντά τη μοναχή.
Η μοναχή είχε ένα χάρισμα. Είχε το δικό της φως για το σκοτάδι. Κυριολεκτικά! Ήταν ένα γαλαζωπό φως που ακτινοβολούσε από τα μάτια της, η ίδια η δύναμη της συνειδησίας της. (Η φωτογραφία είναι δανεισμένη από άρθρο της J. J. Matthews στο Διαδίκτυο.)
Με κείνο το φως έβλεπε στο πιο βαθύ σκοτάδι – και όλα έπαιρναν την ίδια ανάλαφρη απόχρωση διότι όλα ήταν εκδηλώσεις της ενότητας του Εαυτού, η της Βούδα-συνειδησίας, όπως την έλεγε.
Να ένας άλλος τρόπος, σε αυτόν τον καιρό κρίσης, να μειώσουμε τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος!