1. Όλες οι τέχνες, έγραψα στο προηγούμενο 671. Φιλοσοφία: Πολιτισμός και ποίηση (1), και οι επιστήμες, η θρησκεία και η φιλοσοφία – όλες καταδεικνύουν το επίπεδο κουλτούρας, μόρφωσης και πολιτισμού των κατοίκων σε μια Πολιτεία. Μπορεί να γράφω με βιασύνη, για συντομία, πως ο πολιτισμός ξεπέφτει, κατολισθαίνει ή εκφυλίζεται, μα αυτός είναι τρόπος διατύπωσης μόνο. Ο πολιτισμός είναι πολιτισμός κι έχει για άξονά του τη δικαιοσύνη, είναι βάση για την πλήρη ανάπτυξη των πολιτών που θέλουν την πλήρη πνευματική ανάπτυξη στην Αυτοσυνειδησία και ποτέ δεν αλλάζει, δεν ξεπέφτει, δεν εκφυλίζεται. Οι άνθρωποι, οι πολίτες και οι θεσμοί της Πολιτείας, όμως, αλλάζουν, ξεπέφτουν ή εκφυλίζονται και συνήθως, στην εποχή μας, είναι ξεπεσμένοι και δεν πλησιάζουν ούτε το επίπεδο του πολιτισμού ούτε, φυσικά, την πλήρη ανάπτυξη στην Αυτοσυνειδησία.
Στην Ελλάδα, στη σύγχρονη εποχή από την ανεξαρτησία της κι έπειτα, μόνο ο Σολωμός (1798-1857) έγραψε καλή, όμορφη ποίηση. Μα κι εκείνος δεν άφησε ποίηση συγκρίσιμη με του Δάντη, που διαμόρφωσε την Ιταλική, ή του Chaucer και του Shakespeare που διαμόρφωσαν την Αγγλική. Στη Βρετανία, μάλιστα, μια υψηλής ποιότητας ποίηση διατηρήθηκε ως τον 1ο ΠΠ (1914) με τους Βικτωριανούς τελευταίους.
2. Στο προηγούμενο 671. Φιλοσοφία: Πολιτισμός και ποίηση (1) εξέτασα μερικά ποιήματα από τον 19ο αιώνα (όλα στην Ανθολογία του Λ. Πολίτη (Γαλαξία, Εκδ. Εταιρία Αθηνών). Διατύπωσα το συμπέρασμα πως ήταν αποκυήματα άρρωστου συναισθηματισμού, αποσπάσματα προσποίησης, όχι ποίησης. Δεν έδωσα τα ονόματα των ποιητών ούτε τους τίτλους των ποιημάτων ή τη συλλογή δημοσίευσης, διότι τείνουμε όλοι και όλες να παρασερνόμαστε από το όνομα και τη φήμη του ποιητή. Αν δούμε το όνομα Παλαμάς ή Σεφέρης, ας πούμε, αμέσως ο νους γεμίζει με ευλάβεια και νομίζουμε πως το ποίημα (πρέπει να) είναι καλό, έστω και αν δεν είναι.
Εδώ (και αλλού) εγώ εξετάζω την γραφή του κάθε στίχου και το σύνολο των στίχων που συνιστούν μια ολοκληρωμένη ενότητα ή εικόνα. Χρησιμοποιώ τα σύνεργα της ποιητικής ανάλυσης για να διαπιστώσω αν πρόκειται για ποίηση ή, πολύ συχνότερα, για προσποίηση ή παραποίηση.
Και οι μεν ποιητές μπορούν να γράφουν τα “ποιήματά” τους και οι εκδότες να τα εκδίδουν, ιδίως αν οι ποιητές πληρώνουν τα έξοδα. Μα οι κριτικοί, οι θεωρητικοί της ποίησης, οι καθηγητές, οι ανθολόγοι, πώς αποδέχονται ασυναρτησίες, παραλογισμούς και προσποιήσεις; Να άλλο ένα δείγμα:
Λιώνει τ’ Αστέρι των βοσκών/ μες στον υγρό ουρανό/ την πάσα ανάσα
τους κρατούν/ τα δέντρα στο βουνό,/ μου πνίγει την καρδιά βαριά/
σα νάρδου μυρωδιά/ κι αντιλαλεί/ μέσα στης μνήμης μου τα βάθια/
παλιός σκοπός για κάποια μάτια/ που ψιλοψιχαλίζουν/
και μέσα στο ψιχάλισμα φρεγάδες αρμενίζουν./
Κι αυτό είναι αποκύημα φτηνού συναισθηματισμού. Από που έρχεται ξαφνικά η “βαριά σα νάρδου (= φαρμακευτικού φυτού αιθέριο έλαιο) μυρωδιά”; Πώς και σε ποιόν ήχο αντιλαλεί “ο παλιός σκοπός”; Και τι γυρεύουν οι φρεγάδες στο (ψιλο)ψιχάλισμα. Πιστεύει κανείς, ή και ο ίδιος ο στιχουργός, αυτήν τη σαχλαμάρα;
3. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί τόσοι αργόσχολοι στιχουργοί καταπιάνονται με την πίκρα, τον πόνο, τα δάκρυα, τη θλίψη – ενώ, παρά τις κρίσεις και ανατροπές, η Ελλάδα αναπτυσσόταν σε όλο τον 19ο αιώνα. Ήταν η βαριά κληρονομιά του Βέρθερου (του Γκαίτε) και ενός αρρωστημένου ρομαντισμού που απλωνόταν.
Αυτή η άποψη εισήλθε και στον 20ο αιώνα – και συνεχίζει, με κάπως διαφορετικό ύφος, και στον 21ο αιώνα μας.
Μέσα από τη χλώρη του βυθού και πάλι/ Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα/
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα/ Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:/
“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά”/ Σου ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά.
Και γράφει ένας κριτικός που θαυμάζει τον ποιητή και το ποίημα: “Ελατήριο υπήρξε κάποια μνημική παραίσθηση που συχνά προκαλείται από τη λειτουργία της ψυχολογικής μνήμης όπου εντυπώσεις περασμένες ‘ταράζονται και αναδύονται.” Χάνεις την αίσθηση του αντικειμενικού χρόνου… σε μια ανάλαφρη υπνοβασία”. Και αναφέρει τον Proust που θυμήθηκε την παιδική του ηλικία με τη γεύση ενός μπισκότου με τσάι. Αναφέρει και τον Keats που ακούει το αηδόνι κι αναρωτιέται (κι εδώ προσποίηση!) κατά πόσο κοιμάται κι ονειρεύεται ή είναι ξύπνιος “Do I wake or sleep?” Δεν αναφέρει τον άλλο Άγγλο, τον Brooke που έγραψε για μια εμπειρία με τσάι και μπισκότα όμοια με του Προυστ.
Αυτά όλα είναι θεματολογική ανάλυση. Δεν είναι ποιητική ανάλυση, δηλαδή κατά πόσο το θέμα, το (συν)αίσθημα, που θέλει να εκφράσει, διατυπώνεται με ικανοποιητικό ύφος. Εγώ προσωπικά δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω, τι θέλει να εκφράσει ο ποιητής (χωρίς να αποκλείω την αντίληψη του κριτικού), μα ίσως φταίω εγώ εξολοκλήρου. Το “ανατρίχιασμα” είναι καθαρά υποκειμενικό (θα μπορούσε να είναι “κούνημα, ταλάντεμα, χορός”). Το “μονοθροεί και συνθροεί” είναι εξυπνακισμός και η “αραμαϊκή του απόκοσμου” (γιατί όχι φρυγική ή αυστραλιανή;) πάει να θυμίσει την Παναγία μα αυτό ακυρώνεται.
4. Να ένα πολύ αντιπροσωπευτικό κομμάτι του 1982 με την αρχική του στιχοθέτηση:
Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί με άλλα λουλούδια στα μαλλιά της
εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα
που εάν δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα ‘ναι χθες για πάντα
μιλώ φιλοσοφία
στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια.
Το πρώτο που παρατηρούμε είναι η αυθαίρετη ταξινόμηση των γραμμών του κειμένου: αυτή δεν δείχνει καμιά βαθιά σημασία μα περιφρόνηση προς την Ποίηση (γιατί να μη γράφω τους στίχους μου όπως θέλω;) και προς τον αναγνώστη. Μιλά φιλοσοφία, γράφει, και όντως ξεκινά με τον Πλωτίνο χωρίς όμως να προσδιορίζει για ποιο ζήτημα ο Νεοπλατωνιστής φιλόσοφος είχε δίκιο ή όχι. Ενδιάμεσα μας δίνει μια διαδοχή εικόνες, ιδέες, φράσεις, δίχως κεντρικό νήμα νοήματος.
Είναι μια κορύφωση του (παρ)άλογου. Ακόμα και η εικόνα της Ελένης να δένει τον ήλιο στα μαλλιά της με άλλα λουλούδια είναι ασύνδετη σε αυτήν την κακοτράχαλη σειρά στίχων, ιδίως την επακόλουθη σειρά 6 κουτσουρεμένων γραμμών ασυναρτησίας.
5. Είμαι βέβαιος πως μερικοί κριτικοί (που ίσως θα θαυμάζουν τέτοιους στιχοπλόκους) θα μπορέσουν να αναλύσουν θεματολογικά τις γραμμές και να αντλήσουν βαθιά νοήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας.
Μα τι σημασία έχουν; Τι σημασία έχει ποιος έγραψε τέτοιους στίχους. Όλη σχεδόν η λεγόμενη “ποίηση” γίνεται όλο και πιο ακαταλαβίστικη, πιο ψυχοπλακωτική, πιο αρνητική:
Ένα σεληνόφως απορίες/ μια θάλασσα αλλιώτικη/ σα να μην υπάρχουμε./ Αφίξεις χρόνων κατασπαράζουν φως./ Διαίρεση ακρίβειας./
Είναι “αφανείς νομοθέτες” τέτοιοι στιχοπλόκοι;
Τι σχέση έχουν τέτοια κείμενα με την αξιοπρέπεια, την ανάπτυξη, του ανθρώπινου πνεύματος;
Τρέφουν καθόλου κι ενδυναμώνουν τις ιδιότητες του πολιτισμένου ανθρώπου – την αίσθηση αλήθειας και δικαιοσύνης, εντιμότητας, ελέους, καλλιτεχνίας και μεγαλοψυχίας;