(από τον Τσουάνγκ Τζου- κεφ 5, Τεκμήρια Αρετής).
Ο Shen T’u Chia είχε χάσει ένα πόδι. Μαθήτευε στον Pohun Wu μαζί με τον Τζου Ch’an, υψηλό αξιωματούχο από το Cheng [που έγινε αργότερα υπουργός και κυβέρνησε την περιοχή τόσο θαυμαστά που οι κάτοικοι δεν κλείδωναν τα σπίτια τους και ο Κομφούκιος έκλαψε όταν έμαθε πως πέθανε].
Ο Τζου Τσαν είπε κάποια στιγμή: “Αν εγώ βγω πρώτος, εσύ να μείνεις πίσω και αν εσύ βγεις πρώτος εγώ θα μείνω πίσω”.
Την επόμενη μέρα και οι δυο κάθονταν στην ίδια ψάθα, στην ίδια αίθουσα. Ο Τζου Τσαν είπε τα ίδια: “Αν εγώ βγω πρώτος, εσύ καθυστέρησε λίγο και αν εσύ βγεις πρώτος, θα καθυστερήσω εγώ. Όμως τώρα θα βγω εγώ. Θα μείνεις πίσω ή όχι; Βλέπεις έναν αξιωματούχο μπροστά σου μα δεν παραμερίζεις. Νομίζεις πως είσαι ίσος μ΄ έναν υψηλό αξιωματούχο;”
Ο Σεν Του Τσία απόρησε: “Υπάρχει αξιωματούχος στον περίβολο του δασκάλου μας; Δεν το ήξερα. Ίσως επειδή είσαι τέτοιος, νομίζεις πως πρέπει να έχεις προτεραιότητα… Μα έχω ακούσει πως ο πραγματικά λαμπερός καθρέφτης δεν πιάνει σκόνη. Αν έχει σκόνη τότε δεν είναι πραγματικά λαμπερός. Όποιος είναι στη συντροφιά των σοφών πολύ καιρό δεν κάνει λάθη. Θεωρείς τον δάσκαλο σπουδαίο κι εσύ έχεις βελτιωθεί κοντά του, ωστόσο μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι σωστό αυτό;”
“Είσαι ήδη σακατεμένο πλάσμα”, είπε ο Τζου Τσαν, “κι όμως κάνεις πως είσαι σπουδαίος σαν τον αυτοκράτορα Γιάο! Κοίτα τον εαυτό σου και θα καταλάβεις πως, όντας ανάπηρος, πρέπει να συλλογιστείς τις δικές σου παραλείψεις”.
Ο Σεν Του Τσία είπε τότε: “Αυτοί που καλύπτουν τα ελαττώματά τους για να μην τιμωρηθούν είναι πάρα πολλοί. Όσοι δεν κουκουλώνουν τα λάθη τους και, ως τιμωρία χάνουν κάποιο μέλος τους, είναι λιγοστοί. Μόνο ο ενάρετος αναγνωρίζει το αναπόφευκτο και το αποδέχεται ως πεπρωμένο δίχως παράπονο. Όποιος περνούσε μπροστά από τον στόχο, την ώρα που ο Hou Yi (διάσημος τοξότης) έριχνε τα βέλη του, κάποιο θα τον χτυπούσε. Αν γλύτωνες αυτό θα οφειλόταν σε καλή τύχη. Πολλοί είναι αυτοί που έχουν και τα δυο τους πόδια και με κοροϊδεύουν – επειδή έχω χάσει το ένα. Παλιά αυτό με εξόργιζε. Αφότου όμως μαθητεύω με τον δάσκαλό μας δεν ενοχλούμαι. Μένω γαλήνιος. Ίσως επειδή ο δάσκαλος με ξεπλένει με την καλοσύνη του. Ίσως επειδή άρχισα να καταλαβαίνω και μόνος μου. Πάντως στα 19 χρόνια που μαθητεύω, εγώ δεν ένιωθα το μειονέκτημα κι εκείνος δεν έδειξε να το προσέχει. Τώρα εσύ κι εγώ υποτίθεται πως μελετούμε τον πνευματικό κόσμο εσωτερικά. Μα εσύ κάνεις τώρα το λάθος να μας σέρνεις στον εξωτερικό υλικό κόσμο των σωμάτων και μορφών.”
Ο Τζου Τσαν ταράχτηκε, βρέθηκε σε αμηχανία, η όψη του άλλαξε και είπε: “Α καλά λες! Ας ξεχάσουμε το θέμα!”