Στον Φαίδωνα 62Β ο Πλάτων γράφει για τη διδασκαλία που δίνεται μυστικά (εν απορρήτοις… λόγος) πως εμείς οι άνθρωποι βρισκόμαστε σε κάποιου είδους φύλαξη (ἔν τινι φρουρᾷ) και αυτοί που μας φροντίζουν (επιμελούντες) ως ένα «των κτημάτων» τους είναι οι θεοί. Τώρα, πολλοί συνήθως μεταφράζουν τη λέξη «φρουρά» ως «φυλακή» (prison:Αγγ, Γαλ, Gefängnis Γερμ): αυτή η απόδοση είναι λάθος και δεν βάζεις τα «κτήματα» σου σε φυλακή!
Ο φιλόσοφος επαναλαμβάνει την ιδέα με την ίδια ορολογία (θεών κτήματα) στο Νόμοι 90 2 Α-Β και 906 Α-C. Αργότερα γράφει (όπως και στον Τίμαιο) πως οι άνθρωποι έχουν θεϊκή προέλευση και αφού εξαγνιστούν από τις ακαθαρσίες που μάζεψαν στην ανθρώπινη ενσωμάτωση θα επιστρέψουν στη θεϊκή τους κατάσταση.
Τόσο στον Φαίδωνα όσο και στους Νόμους τονίζεται πως οι θεοί φροντίζουν πολύ καλά τα «κτήματά τους» κι έτσι μόνο ανόητοι θα προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φύλαξη και φροντίδα των θεών που είναι σοφότεροι των ανθρώπων. Στον Φαίδρο, μάλιστα, γράφει (274 Α) πως οι πιο γνωστικοί άνθρωποι δεν θα προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν τους «ομόδουλούς» τους, δηλ. τους συνανθρώπους τους, αλλά τους «αγαθούς δεσπότες» τους (= θεούς).
Αλλά τι είναι οι θεοί για τον Πλάτωνα;
Και με ποιον τρόπο ή με ποιαν έννοια έχει θεϊκή προέλευση ο άνθρωπος;
Η πιο λεπτομερής περιγραφή είναι στον Τίμαιο. Αφού δηλώνει τον διαχωρισμό μεταξύ του Όντος που πάντα είναι και δεν έχει γένεση (ον αεί γένεσιν δε ουκ έχον) και του Γιγνομένου, αυτού που αναγίνεται συνεχώς και ποτέ δεν είναι (γιγνόμενον μεν αεί, ον δε ουδέποτε), παρουσιάζει τον Δημιουργό, αγαθό, ποιητή και πατέρα των πάντων (28C – 29Α). Αυτός στη συνέχεια δημιουργεί τα στοιχεία (ή ριζώματα – του Εμπεδοκλή) Πυρ και Γη και ανάμεσά τους Αέρα και Ύδωρ. Έτσι δημιουργήθηκε το τέλειο ζωντανό, ενιαίο Ον, αγέραστο και άνοσο. Σε αυτόν τον Κόσμο προσέσμιξε την Ψυχή που τον κινεί και κυβερνά δημιουργώντας έναν «(περι)στρεφόμενον Ουρανό» που είναι ευλογημένος ευδαίμων θεός (34Β). Την Ψυχή, όμως, τη δημιούργησε νωρίτερα από το μείγμα του αμετάβλητου και αδιαίρετου Ταυτού και του διαιρετού μεταβλητού Θάτερου και της μεταξύ τους μεικτής Ουσίας (35Α-C). Αυτή είναι η πρώτη ουσία με την οποία δημιουργεί.
Από αυτή μετά έφτιαξε τους ουράνιους θεούς, Σελήνη και Ήλιο και τους άλλους πλανήτες και αστέρες των οποίων οι μορφές και κινήσεις είναι ορατές και εκδηλώνουν τον χρόνο, που δημιουργήθηκε μαζί με τον Ουρανό (37E-39C). Αυτοί είναι ένα μείγμα της ως τότε γνωστής αστρονομίας, αστρολογίας και της εξιδανικευμένης παραδοσιακής θρησκείας (Όμηρος, Ησίοδος): είναι οι αστέρες που περιφέρονται ορατοί και οι άλλες θεότητες που ζουν αόρατοι στον ουράνιο κόσμο (ή Ολύμπιο και όπου αλλού) κι εμφανίζονται όταν θέλουν (οι θεοί της μυθολογίας–θρησκείας: 40Ε-41Α).
Για να μη δημιουργηθούν και άλλα αθάνατα είδη όντων κι έτσι χάσει την ανωτερότητά του ο Ουρανός με τους θεούς, ο Θεός αναθέτει σε αυτούς τους θεούς τη δημιουργία θνητών πλασμάτων (που θα ζουν στον αέρα, στα νερά και στη γη) επιτρέποντάς τους να μιμηθούν (στο δικό τους κατώτερο επίπεδο) τη δική του δύναμη «γενέσεως» (41C). Αλλά θα χρησιμοποιήσουν αστρική ουσία – με τη Λογική στο κεφάλι, τη θυμική/συναισθηματικη στο στήθος και την άλογη επιθυμητική στην κοιλιά.
Εδώ ας σημειώσουμε μια ολοφάνερη αντίθεση την οποία επισημαίνει ο ίδιος ο Πλάτων μα ουσιαστικά δεν μπορεί να δικαιολογήσει πειστικά. Λέει ο Δημιουργός στους θεούς πως αφού είναι προϊόντα δημιουργίας οι ίδιοι, δεν είναι ούτε απόλυτα αθάνατοι ούτε ακατάλυτοι, μα δεν θα υποστούν κατάλυση και θάνατο (41Β)!
Στη συνέχεια ο Δημιουργός ο ίδιος φτιάχνει τις ανθρώπινες ψυχές με όμοιο υλικό όπως έφτιαξε την ψυχή του Σύμπαντος μα σε δεύτερη και τρίτη βαθμίδα αγνότητας. Έφτιαξε τόσες όσες και τα άστρα κατανέμοντας κάθε ψυχή σε ένα άστρο. Έδειξε σε αυτές τους φυσικούς νόμους του Σύμπαντος και τις προειδοποίησε πως αφού αποκτήσουν σώματα θα έχουν αισθήματα και συναισθήματα – ηδονή και λύπη, φόβο και θυμό και παρόμοια. Και αν κυριαρχήσουν πάνω σε αυτά θα επανέλθουν στο άστρο τους και ζωή ευδαιμονίας, αν όμως κυριαρχηθούν από αυτά θα γεννηθούν σε κατώτερη μορφή (γυναίκας!) και αν συνεχίσουν έτσι σε μορφή ζώου.
Έδωσε μετά το θεϊκό αυτό μέρος της ψυχής στους θεούς και αυτοί ακολούθησαν την οδηγία του Πατέρα και έπλασαν θνητά σώματα παίρνοντας τα υλικά γης, νερού, αέρα και φωτιάς μα ενώνοντας τα με μικρά καρφιά που θα έφευγαν και τα σώματα θα διαλύονταν με τον θάνατο (43Α).
Με τις περιορισμένες γνώσεις της εποχής για τα ουράνια σώματα, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και κάθε στοχαστής τότε, θεωρούσε ανώτερες θεότητες τα κοντινά σώματα (σελήνη, ήλιο, εωσφόρο/αφροδίτη κ.λπ.) από τους μακρινούς ήλιους που φαίνονταν ως σπίθες.
Αυτή είναι η σχέση θεών και ανθρώπων στον Πλάτωνα.