1. “Ευτυχία, χαρά και γαλήνη” ευχήθηκε σε όλους ο δήμαρχος της Ύδρας για το Πάσχα, Απρ. 2018.
Γιατί κάνουμε τέτοια ευχή; Διότι επιθυμούμε αυτά τα αγαθά. Δεν ευχόμαστε να έχουμε (ή να έχουν οι άλλοι) αγαθά που ήδη έχουμε (ή έχουν οι άλλοι).
Κι επιθυμούμε ή ευχόμαστε τέτοια αγαθά, διότι νομίζουμε πως δεν τα έχουμε (ή δεν τα έχουν οι άλλοι). Δεν επιθυμούμε κάτι που έχουμε και απολαμβάνουμε.
Από την άλλη για να επιθυμούμε και να ευχόμαστε την ευτυχία, πρέπει κάπως να πιστεύουμε πως υπάρχει, πως μπορούμε να την έχουμε. Και όντως όλοι κατά καιρούς νιώθουμε να έχουμε κάποια μορφή ευτυχίας. Όλοι το νιώσαμε αυτό κάποτε, ίσως μάλιστα πολλές φορές. Μόνο που η ευτυχία δεν διάρκεσε, ή δεν διάρκεσε πολύ.
Ερωτευόμαστε και βρίσκουμε ανταπόκριση – και νιώθουμε μεγάλη ευτυχία. Περνούμε τις εξετάσεις μας ή βρίσκουμε μια καλή δουλειά ή κερδίζουμε ένα λαχείο, πάλι νιώθουμε χαρά κι ευτυχία. Μα δεν διαρκεί. Ευτυχώς ούτε η δυστυχία διαρκεί – εκτός κι αν εμείς την αναμασούμε στις σκέψεις κι εξάπτουμε τα συναισθήματά μας.
2. Τι είναι τέλος πάντων αυτή η ευτυχία που πιστεύουμε πως υπάρχει και την αναζητούμε ακατάπαυστα, ο καθένας και η καθεμιά με τους τρόπους μας;
Η χαρά σίγουρα είναι συστατικό της. Η γαλήνη επίσης. Αν έχουμε ταραχή, ενόχληση, πόνο ή θλίψη, ζήλεια, θυμό, αηδία ή σιχαμάρα, τότε σίγουρα δεν νιώθουμε ευτυχία. Ο νους νιώθει ευτυχία όταν υπάρχει σιωπηλή χαρά, ικανοποίηση και γαλήνη – μια εσωτερική κατάσταση αταραξίας, ισορροπίας.
Αλλά πώς επιτυγχάνεται; Και πώς μονιμοποιείται;
Αφού είναι μια εσωτερική, ψυχική (ή νοητική ή συναισθηματική) κατάσταση, μπορεί να παράγεται από κίνηση, δράση, απόκτηση εξωτερικών υλικών πραγμάτων;
Πιστεύουμε πως η ευτυχία υπάρχει, μα επίσης πως είναι παράγωγο σύνδεσης με εξωτερικές καταστάσεις, ενέργειες ή ουσίες, ή παράγωγο απόκτησής τους. Εφόσον τα πάντα στον κόσμο είναι παροδικά κι εφόσον συνδέουμε την ευτυχία μας με αυτά τα παροδικά, και η ευτυχία μας θα είναι παροδική. Ας μην εκπλησσόμαστε.
3. Το 1887 ο Ολλανδός Ed. Bellami έγραψε το In het jaar 2000 που δημοσιεύτηκε το 1906 στο Άμστερνταμ και δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στα ελληνικά το 1989 (Μέδουσα, Αθήνα) ως Κοιτώντας το Παρελθόν.
Το θέμα πολύ απλό. Ένας άντρας του 19ου αιώνα υπνωτίζεται και ξυπνά ξανά το 2000 σε μια πόλη γεμάτη αγάλματα, σιντριβάνια, σκεπαστά πεζοδρόμια και συνεχή φωτισμό που κατήργησε το σκοτάδι. Οι άντρες φορούν ημίψηλα και οι γυναίκες όλες κομψή βραδινή τουαλέτα. Πρόκειται για μια νέα ουτοπία.
Στα σπίτια υπάρχουν όλες οι ανέσεις, ακόμα και δωμάτιο μουσικής που συνδέεται τηλεφωνικά με μια αίθουσα συναυλιών της πόλης. Το χρήμα δεν παίζει κανέναν ρόλο πια. Κάθε πολίτης προστατεύεται από “την πείνα, το κρύο και τη γύμνια”. Η ομορφιά της ζωής (=ευτυχία;) βρίσκεται στην ίδια την κοινωνία! Υπάρχει σύστημα πιστώσεων για ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Τα αγόρια είναι γεροδεμένα και τα κορίτσια ‘δροσερά και δυναμικά’ και οι σχέσεις ελεύθερες. Τα ιδιωτικά καταστήματα δεν υπάρχουν και τα φαγητά κατασκευάζονται σε μεγάλα κεντρικά μαγειρεία και, αν χρειάζεται, στέλνονται κατ’ οίκον!
Η εγκληματικότητα και ιδιοτέλεια είχαν εξαφανιστεί και ακόμα και οι πιο άξεστοι και αγροίκοι είχαν “τους καλούς τρόπους της πολιτισμένης τάξης”. Ο μακρύς και “θλιβερός χειμώνας της ανθρωπότητας είχε τελειώσει!”
4. Πρόκειται για σκέτη ονειροπόληση. Ο ευφάνταστος συγγραφέας ανήκε στην κάστα των σοσιαλιστών (ή σοσιαλδημοκρατών) που αριθμητικά μεγάλωνε συνεχώς – και ως φαίνεται, γλιστρούσε από τη λογική και την ευθυκρισία στην εύκολη φαντασίωση και στο ευχολόγιο. Μόνο ανόητοι πιστεύουν στην παλαβομάρα της προόδου.
Πώς στην ευχή εκδιώχνεις ή εξορίζεις από την ανθρώπινη κοινωνία την ιδιοτέλεια και την εγκληματικότητα; Ποια χώρα και ποια εποχή κατόρθωσε κάτι τέτοιο έστω για λίγες μέρες;
Οι αρνητικές αρετές (απάτη, διαφθορά, κλοπή, ληστεία, ναρκομανία, φόνος και ό,τι άλλο) όχι μόνο δεν ελέγχονταν στα τέλη του 19ου αιώνα, μα αυξάνονταν.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ολοένα περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν ευχαρίστηση στην ανωμαλία, στην εγκληματικότητα και στην κακοποίηση άλλων ανθρώπων.
“Ιδιοτέλεια” είναι μια άλλη λέξη για τον αχαλίνωτο εγωισμό που κυριαρχεί στη μεγάλη πλειοψηφία, αν όχι το σύνολο, της ανθρωπότητας. Πώς θεραπεύεται ή παρακάμπτεται αυτός;
Η ευτυχία παραμένει μια επιθυμία κι ευχή.