1. Στα κεφάλαια 2, 3 και 4 ο κ. Βαγενάς εξετάζει συνάφειες με τις επιρροές από άλλους ποιητές στην ποίηση του Σεφέρη. Δεν είναι πάντα εύκολη αυτή η διαδικασία μα ο ΝΒ βρίσκει αρκετά με πρώτους τους Γάλλους (Μποντλέρ, Βαλερί κλπ), με τον Έλιοτ και με τους δικούς μας, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό.
Στις πλείστες περιπτώσεις, τουλάχιστον μεταξύ Ελλήνων, οι στίχοι του Σεφέρη είναι καλύτεροι. Εννοώ είναι πιο λιτοί κι έχουν συχνότερα αντικειμενική αντιστοιχία (ή “συστοιχία”, όπως τη λένε ο Σεφέρης κι ο ΝΒ). Αλλά, όπως έγραψα σε προηγούμενο σημείωμα πουθενά ο ΝΒ δεν αναλύει έναν στίχο, όπως πουθενά δεν δίνει κριτήρια ούτε για καλή ποίηση ούτε για κριτική.
2. Πολλοί Γάλλοι ποιητές του 19ου αιώνα επηρέασαν τον Σεφέρη – Βαλερί, Βερλέν, Λαφόργκ, Μαλαρμέ, Μποντλέρ.
Ο ΝΒ επισημαίνει τις κυριότερες ιδέες που ο Σεφέρης δανείζεται από τον Μποντλέρ ή προσαρμόζει στις αντιλήψεις του Γάλλου. Όπως ο Μποντλέρ και ο Σεφέρης αρχικά πίστευε πως “η φύση δεν μπορεί να συμβουλεύσει παρά μόνο το έγκλημα” (σ. 130). Είναι μια από τις πολλές παλαβές ιδέες που κυκλοφόρησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ειδικά μετά τον Δαρβίνο (nature red in tooth and claw ‘η φύση κόκκινη – δηλ “ματωμένη” – σε δόντι και νύχι’). Από τον Μποντλέρ παίρνει την ιδέα πως γράφει “για να ελευθερωθώ από το προπατορικό αμάρτημα” (σ. 159). Αλλά υπάρχει αυτό; Ποιο είναι; Η ανυπακοή στον Θεό, το δάγκωμα του καρπού της γνώσης του καλού και κακού; Μα ένα κλειδί στη ζωή δεν είναι να διακρίνουμε το καλό από το κακό, το αληθινό από το μη-αληθινό, το αιώνιο από το παροδικό;
Ο Σεφέρης μάλιστα βρίσκει “ύψος και πειθαρχία στην τέχνη” του Μποντλέρ (σ. 161). Ήταν η εποχή της επανόδου των συμβολιστών και αθυρόστομων.
3. Στο θεωρητικό επίπεδο της ποιητικής, στην αισθητική, η σημαντικότερη επίδραση, όπως και στον Έλιοτ νωρίτερα, ήρθε από τον Ρεμύ ντε Γκουρμόν (σ. 161). Ανάμεσα στις αντιλήψεις του Γκουρμόν είναι και η θεωρία πως το Αιώνιο κι Αμετάβλητο δεν είναι αισθητό (προσέξτε – “αντικείμενο των αισθήσεων”, όχι της νόησης!) παρά μόνο ως κάτι προσωπικό και πρόσκαιρο. Ένα έργο τέχνης μεταδίνει μόνο συγκίνηση και ο προσδιορισμός αυτής της συγκίνησης αρκεί για τον προσδιορισμό του ωραίου. Το Απόλυτο, αν υπάρχει, μένει ασύλληπτο επομένως και ανέκφραστο.
Η αισθητική, υποτίθεται, είναι μια ερμηνεία όχι θεωρία της Τέχνης. Η τέχνη προϋπάρχει της αισθητικής. Γι’ αυτό και ο Σεφέρης, υποθέτω, ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει “καθαρή ποίηση” και η ποίηση πρέπει να ξαναμπεί “στο επίπεδο του χειροτέχνη που φτιάχνει μια καρέκλα”(σ. 115)!!!
Έτσι έχουμε τώρα μια απότομη κάθοδο από τη μεταφυσική και την καθαρή ιδέα στον χώρο των αισθήσεων και στην αισθητήρια ευχαρίστηση. Επίσης έναν νατουραλιστικό σχετικισμό (R. de Gourmont Le Chencin de Velours Παρίσι 1902).
4. Αυτή τη στάση κράτησε ο Σεφέρης, αυτές τις απόψεις εξέφρασε, στον διάλογο του με τον Τσάτσο (άρθρα της σειράς Ποίηση 17, 18).
Kι εδώ παραβλέπει ο Σεφέρης (και ο ΝΒ) πως ένας επιπλοποιός φτιάχνει την καρέκλα όχι ως έκφραση συγκίνησης ή του εαυτούλη του αλλά (κατά παραγγελία και) σύμφωνα με ορισμένους νόμους – να έχει 4 ή 3 πόδια, κάθισμα κλπ – που προϋπάρχουν της κατασκευής. Καμιά χειροτεχνία δεν λειτουργεί δίχως τους νόμους της που υπαγορεύονται από τα υλικά κι εργαλεία που χρησιμοποιούνται και από τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει!
Παραβλέπουν επίσης την αντίφαση μεταξύ του “σχετικισμού” και των “αισθητικών κριτηρίων” που χρειάζονται, όπως λέει ο Σεφέρης, για την αξιολόγηση της ποίησης των υπερρεαλιστών (ΝΒ, σ. 80-1 και Σεφέρη Δοκιμές τόμος 1, σ. 85). Έτσι παραλογίζονται.
Τέλος, αν εξετάσουμε την πρώτη ποίηση στην Ινδία (4η χιλιετία πκχ), στη Μεσοποταμία (3η χιλιετία πκχ), Κίνα 1η χιλιετία πκχ), Ελλάδα (1η χιλιετία πκχ), Παλαιογερμανόφωνες και Κελτικές χώρες (1η χιλιετία κχ), θα δούμε πως παντού υπάρχουν αυστηροί κανόνες: μέτρο και ρυθμός, νοηματική αλληλουχία και αντικειμενική αντιστοιχία με καθιερωμένα σχήματα λόγου. Δεν μπορεί όλες αυτές οι παραδόσεις να ήταν λάθος.
5. Ο ΝΒ παρουσιάζει – και πολύ ορθά – μερικές προφανείς συνάφειες Σεφέρη και Σικελιανού. Αλλά –καθόλου ορθά – δεν τις αναλύει. Στη σ. 205 βρίσκουμε:-
Ο άντρας κι η γυναίκα που μοιράστηκαν στη μέση/
σαν καρπό/ καρδιά και πνέμα κ’ ηδονή. (Σικ.)
κι όμως τα’ αγάλματα/ λυγίζουν κάποτε μοιράζοντας τον πόθο
στα δύο, σαν το ροδάκινο. (Σεφ)
Αφήνω τον Σικελιανό που αν δεν γράφει πρόζα, δεν μπορεί πουθενά(!!) να συμπληρώσει επάξια ένα δίστιχο. Πώς στην ευχή μοιράζονται αγάλματα τον πόθο σαν το ροδάκινο;… Ή πώς λυγίζει κάποτε το ροδάκινο;…
Στη σ. 253 ο ΝΒ παραθέτει μακροσκελές απόσπασμα από το Piazza San Nicolo του Σεφέρη γράφοντας πως οι στίχοι “μιλούν για τη δυνατότητα της ανάκτησης του χαμένου εαυτού μας”(!!!). Προσέξτε τώρα –
Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του Αϊ
Νικόλα/ μήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια
κόκκινη και μια πράσινη σφαίρα/ σαν υπερωκεάνιο μαρμαρωμένο.
Πώς μοιάζει ένας φαρμακοποιός με υπερωκεάνιο; Και πού είναι ο εαυτός;
Δεν μοιάζει να διακρίνει ο ΝΒ τη διαφορά μεταξύ πλαστής δήλωσης, εμπειρίας πραγματικής και αληθινής υλοποίησης σε ποιητική μορφή. Έτσι μας δίνει μια στροφή του Παπατσώνη που, υποτίθεται, δείχνει την ένωση της ψυχής με τον Κόσμο:
ηρεμία μαζί ταιριασμένη/ στη διάρκεια του συγκλονισμού/
είναι η ασφάλεια θρονιασμένη/ σε κοίτη παφλάζοντα πυρετού…
Ναι μπορεί ο Παπατσώνης να είχε μια συγκλονιστική εμπειρία μα η “κοίτη παφλάζοντα πυρετού” είναι κάκιστη ποίηση.
Με τέτοιες θολές θεωρίες και παράταιρες πρακτικές ευτελίστηκε η Τέχνη σε κάθε μορφή της.