1. Υπάρχουν πολλές αντιφάσεις και παραλήψεις στα γραπτά των σύγχρονων ποιητών σαν τον Σεφέρη και κριτικών σαν τον Ν. Βαγενά.
Μια κάπως αντικειμενική προσέγγιση στις Καλές Τέχνες διαχρονικά δείχνει πως ο καλλιτέχνης, η μεγαλοφυΐα, δημιουργεί και μεταδίνει (συν)αίσθημα. Διδάσκει και τέρπει ταυτόχρονα. Μπορεί το συναίσθημα να είναι οργή, θλίψη, ένταση, αηδία, αλλά το μεγάλο έργο θα φέρει ανάταση κι ευχαρίστηση.
Στις μέρες μας οι καλλιτέχνες όλοι θεωρούνται ισότιμοι – ζωγράφοι, μουσικοί, ποιητές. Παρότι αναγνωρίζεται πως υπάρχουν διαβαθμίσεις σε καλά, μέτρια και κακά έργα, δεν διατυπώνονται σταθερά κριτήρια και θεωρητικά δεν απορρίπτονται τα παρακατιανά. Ειδικά στην ποίηση, κάθε στιχοπλόκος πληρώνει να εκδοθούν τομίσκοι ποιημάτων του και όλοι μιλούν γενικά για ποίηση και ποιητές. Στην πράξη ελάχιστοι τους διαβάζουν.
Στον ποιητικό κύκλο (και αλλού στη ζωή) η ματαιοδοξία κυβερνά ολοκληρωτικά – και ποιητές και κριτικούς. Γι’ αυτό διατυπώνονται τόσες μεγαλόστομες θεωρητικολογίες περί “άμεσης συγκινησιακής επικοινωνίας” (Βαγενάς σ 76-7) ή έκφρασης του βαθύτερου εαυτού (σ 35-6) και παρόμοια, ενώ χιλιάδες σελίδες είναι αγνότατες ασυναρτησίες, όπως –
Επανεφευρίσκω τη γλώσσα μου/
που όταν φυσάω γίνεται θάνατος/ η ανάσα μου/
αναφλέγομαι τα φωνήεντα/ που πλάθω πυρίτιδα.
2. Υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες πρόθεση και αποτέλεσμα ή λόγια και πράξεις. Συχνά μάλιστα βλέπουμε αντίφαση ανάμεσα στα δύο. Ο ΝΒ αναφέρει τα δύο μα δεν αναπτύσσει το θέμα ούτε τα συνδέει με τη ματαιοδοξία. Ούτε βλέπει, ή λέει, πως ο Σεφέρης ενδιαφερόταν περισσότερο να είναι άρχοντας στον λογοτεχνικό κύκλο ή έστω άνθρωπος των γραμμάτων παρά ποιητής.
Στη σ 46 ο ΝΒ μας λέει πως ο Σεφέρης θεωρεί ιδανικό ακροατήριο (προσέξτε- “ακροατήριο”, όχι αναγνώστες!) ένα κοινό “απλοϊκόν και χωρίς μόρφωση ανθρώπων” (Δοκιμές τόμος 1, 32-3, 83-4).
Δεν είναι ψεύδος αυτό; Δεν είναι μια από τις κοινές πόζες του ποιητικού κύκλου; Πώς την παρουσιάζει τόσο αβασάνιστα ο ΝΒ;
Ποιος απλοϊκός και αμόρφωτος θα ακούσει (ή θα διαβάσει) και θα “συγκινηθεί” από το Les anges sont blancs με τις αναφορές στον Henry Miller ή το επόμενο, “Απόφαση της Λησμονιάς” με τους κύκνους που σφάξαν χωριατοπούλες ή το επόμενο, “Ο βασιλιάς της Ασίνης” με τον Όμηρο και τις Μυκήνες;
3. Οπωσδήποτε ο Σεφέρης έγραψε και μετά το Μυθιστόρημα πολλούς απλούς και όμορφους στίχους. Αλλά τέτοια κομμάτια είναι λίγα, χαμένα σε δάση από πυκνές δυσνόητες γραμμές. Ανοίγω στο “Επί Σκηνής Α”΄, Τρία Κρυφά Ποιήματα:
Ήλιε παίζεις μαζί μου/ κι όμως δεν είναι τούτο χορός/
η τόση γύμνια/ αίμα σχεδόν/ γι άγριο κανένα δάσο/
Εδώ το λεξιλόγιο είναι τόσο απλό και το δημοτικότατο “δάσο” παραπέμπει (όπως μας λέει η σημείωση του επιμελητή Γ. Π. Σαββίδη) στο Ερωφίλη όπου οι στίχοι στο Γ΄7-8 δεν βοηθούν καθόλου την κατανόηση αφού δεν έχουν σχέση με τη “γύμνια” και το “αίμα”. Ακατανόητο.
Απλό το λεξιλόγιο και στο “Μέρες του Ιουνίου ’41” μα κι αυτό ακατανόητο.
και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο /με το
παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας/ λαβωμένο· το ήρεμο
νησί, το δυνατό νησί, το αθώο./ Και τα κορμιά σαν
τσακισμένα κλαδιά/ και σαν ξεριζωμένες ρίζες.
Το τοπίο είναι η Αλεξάνδρεια, μα το νησί, υποσημειώνει ο επιμελητής, είναι η Κρήτη που κατακτήθηκε από τους Γερμανούς. Δεν ακολουθώ το άλμα από το φεγγάρι στην Κρήτη ούτε αντλώ την ελάχιστη συγκίνηση γιατί, ανάμεσα σε άλλα, δεν ξέρω πώς η Κρήτη είναι ήρεμο και αθώο νησί, ούτε βλέπω τα κορμιά (νεκρών πολεμιστών κα αμάχων) “σαν ξεριζωμένες ρίζες”.
Λέει ο Σεφέρης πως θέλει ο ίδιος “να μιλήσει απλά”(στο “Ένας γέροντας στην ακροποταμιά”) διότι το τραγούδι το παραφόρτωσαν με βαριές μουσικές και την τέχνη με πάρα πολλά στολίσματα. Κι όμως κι αυτό το ποίημα όπως αυτά που δειγμάτισα τώρα, μου φαίνεται και φλύαρο και δυσνόητο σε ορισμένα σημεία.
Τα Χαικού των Γιαπωνέζων είναι απλά κι όμορφα. Του Σεφέρη είναι γρίφοι.
4. Η μεγαλύτερη αντίφαση βρίσκεται στη θεωρία περί ποιητικής και στην πράξη της ποίησης.
Ο ΝΒ γράφει “η τέχνη δεν μπορεί να κριθεί με κριτήρια διαφορετικά από εκείνα που έχει διαμορφώσει η ανθρώπινη ψυχή μέσα από την καθολική της εμπειρία από τη ζωή… με κριτήρια που υπαγορεύονται από μια διανοητική κατανόηση” (82).
Δυστυχώς όμως πουθενά δεν μας δίνει αυτά τα χρήσιμα κριτήρια.
Αλλού μας παραπέμπει στον Έλιοτ ο οποίος θαυμάζει τους ελισαβετιανούς “μεταφυσικούς” και γράφει “υπάρχει μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, η μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα”. Προσθέτει ακόμα: “αισθάνονται τη σκέψη τους τόσο άμεσα όσο το άρωμα ενός τριαντάφυλλου… η διάνοια τους βρίσκεται ακριβώς στις άκρες των αισθήσεών τους” (σ 98).
Ο Έλιοτ εδώ προωθεί αυτό που επικρίνει στους ρομαντικούς, δηλαδή την τάση για αοριστία, σύγχυση κι έλλειψη αντικειμενικής αντιστοιχίας.
Οι ελισαβετιανοί έγραψαν με απλότητα και καθαρή νοηματική αλληλουχία μα, ειρωνικά, ούτε ο Έλιοτ ούτε ο Σεφέρης έχουν αυτές τις αρετές.
Όμως το σημείο με το οποίο κλείνω είναι η χρήση της διανοητικής λειτουργίας (που πάλι χρησιμοποιείται από τους ελισαβετιανούς) την οποία και ο ΝΒ και οι δύο ποιητές στις θεωρίες τους την περιφρονούν. Ο ΝΒ μας δίνει στη σ146 ένα πρώτο σχεδίασμα του μέρους “Αργοναύτες” (Μυθιστόρημα Δ΄) όπου άραξαν αυτοί σε όμορφες ακρογιαλιές και πέρασαν “πολλές φορές το κόκκινο και το πράσινο φως/ μα δεν τελειώναν τα ταξίδια”.
Η γραμμή “περάσαμε πολλές φορές…” διαγράφτηκε. Αυτή η διόρθωση δεν έγινε από την εποπτεύουσα διάνοια; Ο πλεοναστικός στίχος δεν είχε μπει αρχικά διότι τότε ο ποιητής νόμιζε πως δήλωνε συγκίνηση;… Οι διορθώσεις όλες δεν γίνονται με τη διάνοια;
Ναι, να μεταδοθεί συγκίνηση, μα τελικά είναι η εποπτεύουσα διάνοια (ο Λόγος του Παλαμά) που αποφασίζει πως θα γίνει αυτό καλύτερα.
Η μεγαλύτερη αντίφαση βρίσκεται στη θεωρία περί ποιητικής και στην πράξη της ποίησης – στις οποίες θα επανέλθω.