1. Μένω με τον κ. Βαγενά διότι αυτός, ως καθηγητής και συγγραφέας, επηρεάζει με τις αντιλήψεις του ένα κοινωνικό φάσμα πολύ ευρύτερο του ποιητικού κύκλου. Επίσης αναφέρεται στην Τέχνη γενικότερα, όχι μόνο ποίηση αλλά και χορό και μουσική. Κάθε καλή τέχνη φυσικά λειτουργεί στον χώρο του αισθήματος πέρα από τη διάνοια.
Εγώ ελάχιστα ξέρω περί μουσικής και ακόμα λιγότερα περί χορού. Η μουσική με ελκύει έντονα, απερίγραπτα, ο χορός καθόλου (εκτός ορισμένων κλάδων του Ινδικού χορού). Με μουσική εδώ εννοώ όχι απλώς τη λεγόμενη κλασική, μα συγκεκριμένα Μότσαρτ και Βιβάλντι – και λιγοστές συνθέσεις άλλων.
Έχω αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα πως ο Μότσαρτ ειδικά άκουε (ή “έβλεπε”) την όποια σύνθεσή του στο σύνολό της και απλώς την “αντέγραφε” στο χαρτί. Μερικοί ποιητές επίσης (ο Coleridge) και διηγηματογράφοι (ο EM Foster). Αυτό ο ΝΒ δεν το αναφέρει, μα καταπιάνεται σε πολλές σελίδες με την κοπιώδη μέθοδο του Σεφέρη. Προφανώς δεν καταλαβαίνει την πρώτη.
2. Ο ΝΒ αναλύει εκτενώς (σ 60-76 στο Ο χορευτής και ποιητής) το πεζό ποίημα του Σεφέρη “Νιτζίνσκι” (Πέντε ποιήματα του κ. Στρατή Θαλασσινού). Αυτό, γράφει, “φαίνεται να βγαίνει μέσα από τη λύτρωση του Σεφέρη από μια μεγάλη εκφραστική του κρίση” (σ 60). Η “επαναστατικότητα”, προσθέτει, του χορευτή αντιστοιχεί με την προσπάθεια του ποιητή “να ανανεώσει την ελληνική ποίηση” (σ 61). Γράφει δε λεπτομερώς για την επαναστατική τεχνική του Νιτζίνσκι που ενθουσίασε μα δεν αναφέρει πως ο χορευτής ήταν τόσο βαριά άρρωστος ψυχολογικά που σε μια του παράσταση αυνανίστηκε μπροστά στο ακροατήριο. Η επαναστατικότητα ήταν μάλλον εκφυλισμός!
Ο ΝΒ επισημαίνει ότι ο Σεφέρης ποτέ δεν είδε τον Νιτζίνσκι να χορεύει, οπότε η όποια υποτιθέμενη “συγκίνηση” στο ποίημα είναι πλαστή. Με την ανάλυσή του όντως δείχνει πως σύμβολα και εικόνες είναι διανοητικά κατασκευάσματα που τελικά δεν προσφέρουν συγκίνηση και κάθαρση στον αναγνώστη (σ 75). Αυτό το ποίημα είναι δηλαδή αποτυχία.
Αυτό που ο ΝΒ δεν αντιλαμβάνεται ή δεν θέλει να πει – και όπως έδειξα σε παλαιότερα σημειώματα (8,9 κλπ) – είναι πως τα περισσότερα ποιήματα του Σεφέρη είναι διανοητικές κατασκευές δίχως γνήσια συγκίνηση: είναι δηλαδή αποτυχημένα.
Αυτό φαίνεται καθαρά με μια βαθύτερη ανάλυση των στίχων (όχι με τη συνηθισμένη μνημόνευση της θεματολογίας σάμπως και η ανώτερη ποιότητα των ποιημάτων έχει αποδειχθεί). Αυτό ο ΝΒ το αποφεύγει ή δεν ξέρει πώς να το κάνει. Γράφει συχνά για την “αντικειμενική συστοιχία [=αντιστοιχία]” (σ 33,73,221-2 κλπ), αλλά δεν την εξετάζει στους στίχους! Θα επανέλθω στο θέμα σε άλλο σημείωμα.
3. Σημείωσα στα δυο προηγούμενα άρθρα πως ο ΝΒ δεν διαχωρίζει την ποίηση σε κατηγορίες καλής, μέτριας και κακής παρότι αναγνωρίζει πως υπάρχουν μεγάλα λογοτεχνικά έργα (σ 79) και πως ο Δάντης κάνει “σωστά τη δουλειά του σαν ποιητής” (σ 83).
Δηλώνει δε γενικά πως η τέχνη είναι “αποκάλυψη των σκοτεινών περιοχών της πραγματικότητας” (σ 77), καθώς ο δημιουργός κατεβαίνει στα βάθη του υποσυνειδήτου (σ 35-6 κλπ). Μόνο που θα έπρεπε να γράψει πως είναι η κακή τέχνη που το κάνει. Η καλή τέχνη (“Πόρφυρας” Σολωμού, θεατρικά Σαιξπήρου, συνθέσεις Μότσαρτ, πίνακες Φρα Αντζέλικο ή Ντα Βίντσι) αναδεικνύουν τη φωτεινότερη και πνευματικότερη άποψη της πραγματικότητας – και μάλλον χωρίς καταβάσεις στο “υποσυνείδητο”.
Οι εξηγήσεις που οι πλείστοι ποιητές δίνουν για τα κίνητρα και τη μέθοδο δημιουργίας τους δεν με πείθουν. Διότι αφήνουν έξω ένα βασικότατο κίνητρο – τη ματαιοδοξία.
Μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Σαιξπήρος (και ο Μότσαρτ και ο Βερμέρ) πληρώνονταν για τα έργα τους. Σήμερα οι ποιητές πληρώνουν οι ίδιοι για να δημοσιευθούν οι τομίσκοι με τα ποιήματά τους και να περάσουν στον ποιητικό κύκλο ή (όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης) να “ανανεώσουν” την ελληνική ποίηση.
4. Κλείνω αυτό το σημείωμα με μια ακόμα μπαρούφα που αναφέρει ο ΝΒ. Στις σελίδες 80-81 εξετάζεται συνοπτικά ο σουρεαλισμός (=υπερρεαλισμός). Εδώ ο ΝΒ μεταφέρει τη θεώρηση του Σεφέρη πως η “αυτόματη γραφή” ακυρώνει την ποιητική δημιουργία κι “έκανε αδύνατη την αξιολόγηση της ποίησης των υπερρεαλιστών με αισθητικά κριτήρια”.
Πολύ ορθά μα και λάθος.
Και δεν λέει ποια είναι αυτά τα κριτήρια.
Λάθος: διότι δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ “αυτόματη γραφή”. Δοκιμάστε να γράψετε αυτόματα. Αμέσως διαπιστώνετε πως σταματάτε, σκέφτεστε, προσθέτετε, αφαιρείτε, αποφεύγετε συνειρμούς, δίνετε κατεύθυνση. Οι μαέστροι οι ίδιοι του σουρεαλισμου απεκάλυψαν πως ο νους (ή το εγώ) τους παρενέβαινε κι έδινε νέα κατεύθυνση.
Ορθό: ο σουρεαλισμός δεν είναι προσωπείο ποιητή αλλά μια πόζα, μια προσποίηση που κατασκευάζει ποιητικά διανοήματα όχι ποίηση. Ναι, δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Όμως το ίδιο ισχύει – και ας μην το λένε – για πολλούς στίχους του Σεφέρη:
μέσα στο μεγάλο φλούδι του ύπνου που μας τυλίγει αχάραχτο,
κοινό για όλους μας, ο κοινός μας τάφος/με μικροσκοπικά
κρύσταλλα γυαλίζοντας σπασμένα από την κίνηση των ερπετών./
Κι όμως τα πάντα ήταν λευκά γιατί ο μεγάλος ύπνος είναι λευκός
κι ο μεγάλος θάνατος/ήσυχος γαλήνιος ξεχωριστός…
(Les anges sont blancs)
Το “μεγάλο φλούδι του ύπνου που μας τυλίγει” είναι αποδεχτή εικόνα μα όλα τα άλλα συμφραζόμενα (14 επίθετα, 3 “μεγάλο”, 2 “κοινό”, 2 “λευκό”) μεταδίνουν σε μένα μόνο τη συγκίνηση του μπερδέματος και της αοριστίας.
Η καλή Τέχνη πάντα στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα!