1. Ζούμε σε μια εποχή όπου η αρετή (σωφροσύνη, σοφία, τόλμη, δικαιοσύνη, φιλαλήθεια, σεβασμός σε νόμους και αρχές) παίζει πολύ μικρό ορατό ρόλο στα κοινωνικά δρώμενα.
Φυσικά και στην Τέχνη και αναπόφευκτα και στην Ποίηση. Έτσι ανοίγω μια παρένθεση για να κοιτάξουμε μια Καλή Τέχνη, την Ποιητική, με την οποία έχω αρκετή εξοικείωση.
Αφορμή για ετούτο το σημείωμα, ένα βιβλίο του κ. Νάσου Βαγενά. Ο Ποιητής και ο Χορευτής, Κέδρος 1996, στο οποίο εξετάζεται η ποιητική και η ποίηση του Σεφέρη. Αλλά ο Νάσος Βαγενάς επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές και, δυστυχώς, παντού επιδείχνει τη ρηχότητα του λογίου/πανεπιστημιακού που γνωρίζει και κινείται άριστα στον κόσμο της άγνοιας.
Γράφει: «Η τέχνη είναι μια αποκάλυψη των σκοτεινών περιοχών της πραγματικότητας και η ποιητική γνώση είναι μια βασική και αναντικατάστατη μορφή γνώσης» (σ77).
Εκ πρώτης όψεως και σύμφωνα με μερικά λεγόμενά του, ναι, εδώ έχουμε μια ορθή διατύπωση. Αλλά μόλις συμφωνήσεις, ξεσπά στον νου σου μια μπόρα ισχυρών αντιρρήσεων. Τι μανία είναι αυτή με τη σκοτεινή πλευρά;
Έχει μόνο σκοτεινή πλευρά το Le Sacre du printemps «Η ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι, το οποίο αναφέρει ο Νάσος Βαγενάς (σ1), η μουσική του Μότσαρτ και του Βιβάλντι; Και η γλυπτική του Ροντέν ή του Μιχαηλάγγελου; Και η ζωγραφική των Ρενουάρ, Τέρνερ, Γκρέκο, Ντα Βίντσι; Όσο για τον Σαιξπήρο, ακόμα και οι σκοτεινές τραγωδίες του (Άμλετ, Λιρ, Μακμπέθ, Οθέλλο) τελειώνουν με σκηνές ολοφώτεινες.
Γιατί η Τέχνη να μη μας αποκαλύπτει τη φωτεινή πλευρά της πραγματικότητας;
2. Γράφει ο Νάσος Βαγενάς εκτεταμένα για τον ποιητή και την ποίηση χωρίς όμως να διευκρινίζει τι είναι ποίηση και τι ποιητής.
Γράφει για παράδειγμα (σ90) «στην εποχή μας, ο ποιητής είναι δύσκολο να υπάρξει, αν δε διαθέτει… στοιχείο πρωτογονισμού» (πρωτογονισμός = εξερεύνηση στο υποσυνείδητο!). Αυτή είναι μια αυθαίρετη διατύπωση. Πάμπολλοι «ποιητές» δεν έκαναν ή κάνουν κάτι τέτοιο!
Γράφει επίσης (απηχώντας τον J. Richards, σ43) «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής γλώσσας». Συμφωνώ πλήρως κι εξηγώ πως το κύριο λειτούργημα της ποίησης είναι να επικοινωνεί μεταδίνοντας συγκινησιακή εμπειρία και σημασία – σε αντίθεση με την κοινή πρόζα που μεταδίνει απλές πληροφορίες κυριολεκτικά και ουδέτερα.
Ναι, αλλά όλα τα ποιήματα το κάνουν αυτό;
Όχι βέβαια. Παράδειγμα: –
Το σώμα – λέει – | στη γενική: του σώματος | και γενικά το σώμα |
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω | παίρνω τη νάϋλον σακκούλα |
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια | μαζεύω ψαροκόκκαλα |
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς | …
Αυτό είναι του Ρίτσου, τυχαία σελίδα 48 από Τα Ερωτικά, Κέδρος 1981.
Ή ας πάρουμε από τον Καβάφη, πάλι στην τύχη –
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες | εκείνων που πεθάναν ή εκείνων που είναι |
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους | | Κάποτε μες τα όνειρα
μας ομιλούνε | κάποτε μες την σκέψη τες ακούει το μυαλό | …
Υπάρχουν εκατομμύρια, αμέτρητα τέτοια «ποιήματα». Όλα μεταδίδουν κάποια συγκίνηση. Μα αξίζουν να διαβαστούν; Αξίζει να μπούμε στον κόπο να μάθουμε αυτές τις «συγκινήσεις»; Είναι όντως λεπτές, βαθιές, αναζωογονικές συγκινήσεις;
3. Μετά, μας δίνει με τα λόγια του Σεφέρη τον ορισμό της τραγωδίας του Αριστοτέλη όπου ο έλεος και ο φόβος φέρνουν τη δική τους κάθαρση μα συγχρόνως εδώ επεκτείνεται για να συμπεριλάβει όλη την ποίηση (σ44).
Υπάρχει «έλεος και φόβος» στα προαναφερθέντα κομμάτια και νιώθουμε κάποια κάθαρση , ανάταση, ανακούφιση; Όχι, βέβαια. Ούτε κατά διάνοια!
Ο Νάσος Βαγενάς γνωρίζει άριστα πως υπάρχει καλή, μέτρια και κακή ποίηση.
Μα δεν το λέει πουθενά. Φλυαρεί με άνεση για την «ποίηση», για το πώς παράγεται και πως επιδρά, σάμπως και πρόκειται για μια ισάξια ομοιόμορφη ποίηση που οι γνώστες τουλάχιστον απολαμβάνουν και αποκομίζουν από αυτήν εξαίρετες εμπειρίες. Γράφει, «Είναι απαραίτητο να αφήσουμε τις πεποιθήσεις μας να δοκιμαστούν, αν θέλουμε να συμμετάσχουμε με πληρότητα στην ποιητική εμπειρία » (σ88).
Μα ποιος νουνεχής λάτρης του Σαιξπήρου ή του Σοφοκλή θέλει να συμμετάσχει σε «ποιητική εμπειρία» όπως τα ποιήματα πιο πάνω;
Γράφει όμως ο ΝΒ πως «έργα τέχνης… εκφράζουν συγκινήσεις και τις εκφράζουν σωστά» (σ52) και βρίσκει βαθμούς «εκφραστικής διεύγειας» (σ53). Υπάρχουν διαβαθμίσεις!
Απορρίπτει ως αποτυχημένο το «Νιτζίνσκι» (Πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού) αφού το αναλύει (σ60-76).
Στη σ79 γράφει για «μεγάλα λογοτεχνικά έργα» και στη σ83 μας λέει πως ο Δάντης «έχει κάνει σωστά τη δουλειά του σαν ποιητής».
Δηλαδή δέχεται πως υπάρχει, σε απλά λόγια, καλή, μέτρια, κακή και κάκιστη ποίηση. Και φυσικά οι άνθρωποι πρέπει να διαβάζουν την καλή ποίηση και να αποφεύγουν τη μέτρια και, πολύ περισσότερο, την κακή. Δεν κάνει όμως ο Νάσος Βαγενάς τέτοια διευκρίνηση.
4. Αλλά πώς διακρίνουμε την καλή ποίηση; Πώς ξεχωρίζουμε τα μεγάλα ποιήματα (ή άλλα λογοτεχνικά έργα);
Την αποτυχία του «Νιτζίνσκι» την αποδίδει στο ότι το ποίημα δεν προσφέρει κάποια «κάθαρση». Αλλά οι κρίσεις του είναι θολές και αόριστες. Ο ποιητής, λέει, δεν αισθάνθηκε ο ίδιος συγκίνηση γι’ αυτό και δεν τη μεταδίνει και «προσφέρει κυρίως μια διανοητική ικανοποίηση». Παρά τις «ζωηρές εναλλαγές των εικόνων» και την «έντονη ατμόσφαιρα υποβολής» το ποίημα «περπατά περισσότερο παρά χορεύει» (σ75).
Πώς κρίνουμε αν οι ζωηρές εικόνες και μια έντονη ατμόσφαιρα υποβολής κάνουν ένα ποίημα να «χορεύει» (δηλ. καλό) ή να «περπατά» (όχι καλό);
Στις 300 τόσες σελίδες του βιβλίου, στις συνεχείς αναλύσεις ορισμών και μεθόδων αισθητικής και ποίησης ιδιαίτερα, ο Νάσος Βαγενάς δεν αναλύει κριτικά ούτε μια γραμμή. Αναλύει εκτενώς το «Νιτζίνσκι» με αναφορές στην εποχή και στις ικανότητες του χορευτή, μα πουθενά δεν αξιολογεί κριτικά έστω και μια γραμμή. Και αυτό είναι μάλλον ανέντιμο.
Θα επανέλθω.