1. Σύμφωνα με τον Τολστόι (Τι είναι η θρησκεία Αθήνα 2003, Printa), στην εποχή του οι πλείστοι ‘καλλιεργημένοι’ άνθρωποι θεωρούσαν ότι το ζήτημα της θρησκείας είχε διευθετηθεί: όλες οι θρησκείες προήλθαν από τον δεισιδαιμονικό φόβο των ακατανόητων φαινομένων της φύσης και της θεοποίησης και λατρείας αυτών των φυσικών δυνάμεων. Στη θρησκεία αποδίδονταν τρεις διαφορετικές έννοιες.
α) Είναι η αληθινή αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο και η λατρεία Του. Αυτή είναι μια αδιάψευστη αλήθεια που, για την ευημερία της ανθρωπότητας, πρέπει να διαδίδεται παντού με όλα τα δυνατά μέσα.
β) Είναι ένα σύνολο δεισιδαιμονιών και μια δεισιδαιμονική μορφή λατρείας. Αυτή είναι η αντίληψη όσων δεν πιστεύουν στη θρησκεία. Οι άνθρωποι πρέπει να απαλλαγούν από αυτές τις δεισιδαιμονίες για να ευημερήσουν.
γ) Είναι ένας κώδικας κανόνων που επινόησαν ευφυείς άνθρωποι για τις μάζες των απλοϊκών, τόσο ως παρηγοριά όσο και για τον έλεγχο των παθών τους και έτσι θεωρείται χρήσιμο εργαλείο για τη διακυβέρνηση των μαζών. Έτσι είναι απαραίτητη για την κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση φανερώνεται όχι ή ουσία της θρησκείας, αλλά η πίστη των ανθρώπων σε αυτό που εκλαμβάνουν ως θρησκεία.
2. Κάθε λογικός άνθρωπος, γράφει ο ΛΤ, θα σκεφτεί και θα αναρωτηθεί: ποιος είναι ο σκοπός της εφήμερης και αβέβαιης ύπαρξής μας σε αυτόν τον παντοτινό και μεγάλο κόσμο; Και η ουσία της θρησκείας έγκειται στην απάντηση σε αυτό το ερώτημα: γιατί υπάρχω και ποια είναι η σχέση μου με το άπειρο σύμπαν που με περιβάλλει; (Θα μπορούσε να προσθέσει, νομίζω, και ‘ποιες δυνάμεις το δημιούργησαν και το συντηρούν;’)
Τρεις, συμπεραίνει, είναι οι βασικές θρησκείες, παρότι μοιάζει να είναι πολλές, και καθορίζονται από την ανθρώπινη στάση απέναντι στον κόσμο. Η δεύτερη μάλιστα, λέει, είναι προέκταση της πρώτης (σ 113).
α) Η πρωτόγονη προσωπική σχέση, όπου ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ως αυτόβουλο ον, που υπάρχει στον κόσμο για να μεγιστοποιήσει την προσωπική του ευημερία, άσχετα με τη δυστυχία που αυτό μπορεί να προκαλέσει σε άλλους. Αυτός είναι ο σκοπός στη ζωή και το νόημα της ζωής, δηλαδή η προσωπική του ευχαρίστηση. Ακόμα και η λατρεία του Υπέρτατου με όλο το τελετουργικό της, οι νηστείες και προσευχές, τα τάματα σε αγίους που μεσολαβούν – όλα αποβλέπουν στην προσωπική ευτυχία σε αυτόν ή τον άλλον κόσμο. Ο μεσαιωνικός εκκλησιαστικός χριστιανισμός επέκτεινε την προσωπική ευημερία στη μεταθανάτια σωτηρία στον παράδεισο.
β) Η (παγανιστική-)κοινωνική και οικογενειακή–κρατική σχέση, όπου το νόημα της ζωής μεταφέρεται από το άτομο στην οικογένεια, στο έθνος, στο κράτος και ο σκοπός είναι η ευημερία αυτού του συνόλου. Εδώ το νόημα της ζωής επεκτείνεται στην υπηρεσία και προσφορά προς τη μεγαλύτερη ομάδα, μέσα στην οποία ευημερεί και το άτομο. Πρόκειται πράγματι για μια προέκταση της πρώτης σχέσης.
γ) Η χριστιανική ή θεϊκή σχέση όπου το νόημα δεν βρίσκεται πια στην εκπλήρωση προσωπικής φιλοδοξίας ή μεγαλύτερου συνόλου, αλλά στην υπηρεσία της Βούλησης που δημιούργησε τον άνθρωπο και το σύμπαν. Σκοπός εδώ είναι η επίτευξη των στόχων εκείνης της ύψιστης Βούλησης. Εδώ το πλάσμα υπηρετεί το Θεό και θυσιάζει εαυτό, οικογένεια και πατρίδα για να μην ενεργήσει ενάντια στη Βούλησή Του (σ 113 – 132).
3. Ο ΛΤ δεν εξηγεί πώς ακριβώς είναι αυτή η χριστιανική σχέση, ούτε ποια είναι η Βούληση του Υψίστου. Το παίρνει ως δεδομένο πως γνωρίζουμε τη διδασκαλία του Ιησού στα Τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια και την Καινή Διαθήκη γενικότερα και δίνει σχετικές παραπομπές.
Εξηγεί όμως (σ 184) πως σε σύγκριση με τις αρχαίες θρησκείες (Ιουδαϊσμό, Βουδισμό κλπ), ο χριστιανισμός δεν αποτελεί κάποια καινούρια ή διαφορετική θρησκεία, αλλά συνιστά μια ευρύτερη ή σαφέστερη και ακριβέστερη έκφραση της βάσης της ανθρώπινης ζωής.
Όσο κατακρίνει την απάτη, κακοβουλία, λαγνεία, υποκρισία, φιλαργυρία κλπ στον εκκλησιαστικό χριστιανισμό της εποχής του, άλλο τόσο εγκωμιάζει και ασπάζεται τη διδαχή του Ιησού για την αρετή της αυτοσυγκράτησης και της αυτοθυσίας και για την αγάπη. Συχνά δε παραπέμπει στην Επί του Όρους Ομιλία (Ματθ, κεφ 5), στο Κατά Ιωάννη, στην Α΄ Επιστολή του Ιωάννη, όπου η εκλέπτυνση του Μωσαϊκού νόμου και η αγάπη αποτελούν το κύριο θέμα.
‘Αγαπάτε τους εχθρούς σας’ (Ματθ. 5.43-8). ‘Γνωρίζουμε πως περάσαμε από την περιοχή του θανάτου στην περιοχή της ζωής. Αυτό έγινε επειδή αγαπάμε τους αδερφούς μας. Αυτός που δεν αγαπάει, παραμένει στην περιοχή του θανάτου’ (Α΄Ιωάννη, 3.14).
Όλα πολύ ορθά. Και ο Τολστόι τονίζει πως οι πατέρες όλοι της πρώιμης εκκλησίας, αποκήρυτταν τη βία και παρότρυναν αγάπη και έλεος: ‘Οι χριστιανοί δεν επιτρέπεται να σκοτώσουν… έστω και αν τους διατάξουν χριστιανοί ηγεμόνες’ (σ 216). Και όμως πόσο άλλαξαν οι συμπεριφορές στον 4ο αιώνα και έπειτα.
Οι σταυροφορίες ήταν με τις λεηλασίες, ακόμα και της Κωνσταντινούπολης και άλλων, και τις ομαδικές σφαγές αμάχων, ο μεγαλύτερος χλευασμός της χριστιανοσύνης. Πόσα και πόσα τρομακτικά εγκλήματα διαπράχτηκαν και διαπράττονται στο όνομα του Χριστιανισμού. Και οι ‘αιρετικοί’ που παρέμειναν πιστοί στη βασική διδαχή της μη-βίας, οι Γνωστικοί, Μανιχαίοι, Μοντανιστές και οι Καθαροί (κυρίως αυτοί), διώχθηκαν, σφαγιάστηκαν και πυρπολήθηκαν από ‘ορθόδοξους’ χριστιανούς που ήθελαν να τους ‘σώσουν’!
4. Δυστυχώς ο Λ. Τολστόι, όπως κάθε κήρυκας της αγάπης, δεν εξηγεί πως ακριβώς θα ανθίσει και θα φουντώσει αυτό το αίσθημα μέσα στον κοινό άνθρωπο. Σε προηγούμενα φύλλα της σειράς έδειξα πως αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Ένα σφάλμα στη σκέψη του είναι, νομίζω, πως βάζει τη θρησκεία πρώτη και τη φιλοσοφία και την επιστήμη παράγωγά της. Εξαρτάται, φυσικά, από την έννοια που δίνουμε στις λέξεις. Όπως εξήγησα σε προηγούμενα φύλλα, η φιλοσοφία με την αυστηρά ετυμολογική της έννοια ‘αγάπη της σοφίας’ εμπεριέχει και τη θρησκεία.
Ένα τρίτο σημείο άξιο προσοχής, είναι η στάση του Τολστόι, απέναντι στον Γνωστικό Χριστιανισμό. Δυστυχώς στην εποχή του δεν υπήρχαν παρά μόνο τα εχθρικά σχόλια των αιρεσιολόγων. Έτσι δεν ξέρουμε τι θα σκεφτόταν και τι θα έγραφε αν ζούσε σήμερα και γνώριζε τα Γνωστικά κείμενα.
Ένα δεύτερο σφάλμα του είναι ότι νόμιζε πως χάραζε μια νέα εποχή και η γνήσια διδασκαλία του Ιησού γινόταν δημοφιλέστερη.